Ο κλάδος των τροφίμων και ποτών, ένας από τους πιο δυναμικούς, ανταγωνιστικούς και εξωστρεφείς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, ακόμα και στα χρόνια της ύφεσης, δεν έπαψε να επενδύει, να καινοτομεί και να αναπτύσσει παρουσία στις μεγαλύτερες αγορές του κόσμου και να αυξάνει την αξία των εξαγωγών του.

Αυτό σημείωσε σήμερα στην ομιλία του στα εγκαίνια της Food Expo 2018, ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας, Κωνσταντίνος Μίχαλος.

Όπως είπε, ο κλάδος των τροφίμων και ποτών καλύπτει το ένα τέταρτο του συνόλου των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων. Αποτελεί το μεγαλύτερο εργοδότη, απασχολώντας πάνω το 28% των εργαζομένων. Είναι ο πρώτος σε όρους αξίας παραγωγής και ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας στον τομέα της μεταποίησης – και βεβαίως, είναι ο πρώτος εξαγωγικός κλάδος της χώρας.

Πάνω από 1.200 επιχειρήσεις, 360.000 άμεσα και έμμεσα εργαζόμενοι, πάνω από 14 δισεκατομμύρια ευρώ κύκλος εργασιών, 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ σε εξαγωγές.

Ο κλάδος των τροφίμων και ποτών, δείχνει το δρόμο, στην προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, όπως είπε ο κ Μίχαλος, για τη μετάβαση δηλαδή σε ένα υγιές μοντέλο ανάπτυξης, με όχημα την ποιότητα, την καινοτομία, την εξωστρέφεια.

«Ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί αυτόματα. Εμπόδια υπάρχουν ακόμη πολλά και για την υπέρβασή τους δεν αρκεί η υπερπροσπάθεια εκ μέρους των επιχειρήσεων. Η υψηλή φορολογία, η δυσκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση, το υψηλό κόστος δανεισμού, το κόστος της ενέργειας: είναι προβλήματα που εξακολουθούν να ταλανίζουν το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων, παρά τα σημάδια ανάκαμψης της οικονομίας. Και βεβαίως έχουν αφήσει τα σημάδια τους και στον κλάδο των τροφίμων και ποτών. Εμείς ως επιμελητηριακή κοινότητα, συνεχίζουμε, με τεκμηριωμένες προτάσεις, να διεκδικούμε ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον» σημείωσε ο πρόεδρος.

Ειδικά για τον κλάδο των τροφίμων και ποτών, οι διεκδικήσεις αφορούν στα εξής:

– Κίνητρα και υποστήριξη για την πραγματοποίηση επενδύσεων στην καινοτομία, στην ασφάλεια και στη διαχείριση κινδύνων, στην έρευνα και ανάπτυξη νέων, διαφοροποιημένων προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία.

– Οργανωμένο σχέδιο προβολής του ελληνικού και μεσογειακού διατροφικού προτύπου, με όχημα τα προϊόντα πιστοποιημένης προέλευσης και τα ισχυρά ελληνικά brand names.

– Λειτουργική σύζευξη της γεωργικής παραγωγής με τη βιομηχανία τροφίμων, στο πλαίσιο ειδικών συμβολαίων συνεργασίας ομάδων παραγωγών, με εθνικές βιομηχανικές μονάδες επεξεργασίας ή τυποποίησης.

– Σύνδεση του κλάδου με τον τομέα του τουρισμού. Η προσφορά ποιοτικών και επώνυμων ελληνικών προϊόντων, στο πλαίσιο της φιλοξενίας και εστίασης, μπορεί ταυτόχρονα να αναβαθμίσει το τουριστικό προϊόν κάθε περιοχής, να στηρίξει τις τοπικές επιχειρήσεις και να ενισχύσει την εξαγωγική δυναμική των ελληνικών προϊόντων.

«Τέλος, αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε, είναι ότι και αυτός ο κλάδος αποτελείται στη συντριπτική του πλειοψηφία από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Για την ακρίβεια, το 95% των επιχειρήσεων στα τρόφιμα και το 87% στα ποτά, είναι μικρές επιχειρήσεις.

Δεν μπορούμε, λοιπόν, να μιλάμε για ουσιαστική ανάπτυξη του κλάδου προς όφελος της εθνικής οικονομίας, χωρίς συγκεκριμένες δράσεις για την ενδυνάμωση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων» κατέληξε ο κ Μίχαλος.