: Oι κόφτες στο ύψος των παρεμβάσεων, το μειωμένο ποσοστό επιδοτήσεων και η επιδότηση ορυκτών καυσίμων . Για «πρωτοφανή άγνοια» για τις ευρωπαϊκές και εθνικές υποχρεώσεις της χώρας και τη σημασία της εξοικονόμησης ενέργειας για την οικονομία, την ποιότητα της ζωής των πολιτών και την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, κατηγορεί την κυβέρνηση η Greenpeace με αφορμή την ανακοίνωση του νέου προγράμματος «».

Τα «τρωτά» σημεία του νέου προγράμματος είναι, σύμφωνα με την Greenpeace:

Οι κόφτες στο ύψος των παρεμβάσεων οι οποίοι λειτουργούν ως αντικίνητρα για τη σωστή μόνωση των κτιρίων,

το μειωμένο ποσοστό επιδοτήσεων,

η επιδότηση ορυκτών καυσίμων,

η απουσία συντελεστών για κτίρια σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης (nZEB) και εν γένει

ο χαμηλός στόχος αναβαθμίσεων κτιρίων.

«Οι κόφτες – 180 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, 0,9€ ανά εξοικονομούμενη kWh ανά τετραγωνικό και ανώτατο όριο επιλεγμένου προϋπολογισμού τις 28.000€ – συνδυαστικά αναμένεται να οδηγήσουν σε επιφανειακές αναβαθμίσεις για τη συντριπτική πλειοψηφία των επιλέξιμων αιτήσεων», υπογραμμίζει η οργάνωση με την υπεύθυνη Προγραμμάτων για την Κλιματική Αλλαγή και την Ενέργεια στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace, Σάντυ Φαμελιάρη να υπογραμμίζει πως «Το υπουργείο κατάφερε να μας γυρίσει 10 χρόνια πίσω, τότε που το Εξοικονομώ σήμαινε απλώς αλλαγές στα κουφώματα των κατοικιών. Ωστόσο ούτε ο καύσωνας, ούτε το κρύο τον χειμώνα και σίγουρα ούτε η ενεργειακή φτώχεια αντιμετωπίζονται με ημίμετρα και ανεπαρκή επιδόματα κατανάλωσης. Αν περάσει η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για φόρο θέρμανσης στα κτίρια που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα, εκατομμύρια ελληνικά νοικοκυριά θα οδηγηθούν στην ανέχεια. Ο ελληνικός κτιριακός τομέας χρειάζεται βαθιές και άμεσες παρεμβάσεις, μα πάνω από όλα χρειάζεται τολμηρά μέτρα και πολιτικές».

Υπενθυμίζεται ότι η χώρα μας έχει υποχρέωση στόχου για κτίρια σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης (nearly-Zero Energy Buildings – nZEB) ως το 2050, το οποίο μεταφράζεται σε ετήσιο ρυθμό ανακαινίσεων περίπου 150.000 κατοικιών το χρόνο. Οι ανακαινίσεις αυτές οφείλουν να είναι ριζικές (deep renovation) και να μετατρέπουν τις κατοικίες σε nZEB. «Τα κριτήρια nZEB έπρεπε να είχαν τεθεί σε εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2021, κάτι που δεν έχει συμβεί και παραμένει αδιευκρίνιστο πότε θα συμβεί», σημειώνει η Greenpeace. Εξίσου σημαντικό, το νέο υπό διαπραγμάτευση πακέτο μέτρων της ΕΕ για την κλιματική αλλαγή “fit for 55”, έχει προτείνει να ενταχθούν τα κτίρια που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα για θέρμανση (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) σε ένα σύστημα αγοράς δικαιωμάτων ρύπανσης. Σημειώνεται ότι (και) το νέο συνεχίζει την επιδότηση εγκαταστάσεων συστημάτων θέρμανσης με ορυκτό αέριο.

Για τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και την πρόβλεψη επιδότησης έως και 75% της δαπάνης με ξεχωριστό προϋπολογισμό 100 εκατ. ευρώ, η Greenpeace αναφέρει ότι «Αν και πρόκειται για θετικά μέτρα, εν τούτοις είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι – και αυτό – το Εξοικονομώ με τα δεδομένα προβλήματα και τις αστοχίες, θα έχει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα στην αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας. Οι δυσκολίες για τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες παραμένουν, τόσο με την εύρεση αρχικού κεφαλαίου – ακόμα και με μηδενικό επιτόκιο δανεισμού από τράπεζες – όσο και με το γεγονός ότι δεν έχουν δική τους ιδιοκτησία».

Η Greenpeace ζητά από την κυβέρνηση ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική για την εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια και την αντιμετώπιση της ενεργειακής ένδειας μέσω της αξιοποίησης των εσωτερικών πόρων της οικονομίας και την εμπλοκή του Υπουργείου Οικονομικών. Σε αυτό το πλαίσιο, το Εξοικονομώ θα έπρεπε να είναι ένα ουσιαστικό και χρήσιμο εργαλείο επιδοτήσεων κεφαλαίου, μέρος μίας παλέτας μέτρων και πολιτικών και όχι το μοναδικό πρόγραμμα για την εξοικονόμηση, όπως συμβαίνει σήμερα.

«Με δεδομένο ότι η χώρα μας δεν διαθέτει ακόμα εθνική στρατηγική για την εξοικονόμηση στα κτίρια – με σαφή ευθύνη της κυβέρνησης – και έως ότου την αποκτήσει, το ελάχιστο που πρέπει να γίνει για το είναι να αξιοποιηθούν οι διαθέσιμοι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το Πολυετές Δημοσιονομικό Στήριξης, το Πράσινο Ταμείο και το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών προκειμένου να ενισχυθεί τόσο ο ετήσιος ρυθμός ανακαινίσεων όσο και η ποιότητα των παρεμβάσεων» καταλήγει η ανακοίνωση.