Η ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ, ΩΣ ΑΓΙΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ

Εσήγηση το κ. Δημητρίου . Τσελεγγίδη, Καθηγητο Θεολογικς Σχολής τοριστοτελεου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στό ντιαιρετικό Σεμινάριο τς ερς Μητροπόλεως Γλυφάδας, Ε.Β.Β. &Β.,τήν 17ηκτωβρίου 2016
Σεβασμιώτατε,
Σεβαστοί Πατέρες, γαπητοί ν Χριστδελφοί,
Καταρχήν, θά προβ σέ κάποιες παραίτητες ννοιολογικές διευκρινίσεις.
Καί, πειδή ο λέξεις εναι φορες νοημάτων, θά πρέπει νά διασαφηνίσω πρωτίστως τή σημασία τους. λέξη «Συνοδικότητα» εναι οσιαστικοποιημένο πίθετο, πού προκύπτει πό τό οσιαστικό «Σύνοδος». λέξη «Σύνοδος» εναι σύνθετη. ποτελεται πό τό συνθετικό «σύν», πού σημαίνει μαζί, καί τή λέξη «δός», πού σημαίνει τόν δρόμο, τόν τρόπο δηλαδή φίξεως σέ κάποιο τόπο σκοπό.
Στή Βιβλική γλώσσα λέξη «δός» νοηματοδοτήθηκε κατά να μοναδικό τρόπο. Χριστός νόμασε τόν αυτό Του ς δό, Ζωή καί λήθεια. Ο λέξεις δός, Ζωή καί λήθεια πραν ποστατικό περιεχόμενο, τό περιεχόμενο το Δευτέρου Προσώπου το Τριαδικο Θεο μας.
τσι, Χριστός εναι χι μόνον ποστατική λήθεια καί ποστατική Ζωή, λλά καί ποστατική δός, τρόπος δηλαδή πρόσβασης στήν ντως λήθεια καί Ζωή, πού εναι διος.
ποστατική δός δέν εναι μιά ντικειμενοποιημένη πραγματικότητα, πού μπορε νά τήν προσεγγίσει καί νά τήν ννοήσει κάποιος πλς διανοητικά, λλά εναι κυριολεκτικά μιά ζωντανή πραγματικότητα, ποίαγνωρίζεταιβιωματικά καί κατά μετοχή, μόνο μέσα στήν κκλησία, καί πωσδήποτε κάτω πό πολύ συγκεκριμένες θεολογικές καί γιοπνευματικές προϋποθέσεις, στίς ποες καί θά ναφερθομε.
δ, πλς, θά πενθυμίσω τήν σχετική Βιβλική μαρτυρία. πόστολος Φίλιππος – πρίν τήν Πεντηκοστή – ζητπό τόν Χριστό νά το δείξει τόν Θεό Πατέρα καί Χριστός τοποκαλύπτει τόν τρόπο γνώσεως τονάρχου Πατρός. «Λέγει ατ Φίλιππος· Κύριε,δεξον μν τόν Πατέρα, καί ρκεμν. Λέγει ατησος· τοσοτον χρόνον μεθ᾿μν εμι καίοκ γνωκάς με Φίλιππε;ωρακώς μέ ώρακεν τόν Πατέρα· πς σύ λέγεις· δεξον μν τόν Πατέρα; Οπιστεύειςτι γώ ν τ Πατρί καί Πατήρ ν μοί στίν;» (ω.14, 8-10). δη, λίγο νωρίτερα, Χριστός πεκάλυψε στούς μαθητές Του τήν νέα σύλληπτη πραγματικότητα τς κκλησίας. «Πορεύομαι», τούς επε, «τοιμάσαι τόπον μν· καί άν πορευθ καί τοιμάσω τόπον μν, πάλιν ρχομαι καί παραλήψομαι μς πρός μαυτόν, να που εμί γώ καί μες τε. Καί που γώ πάγω οδατε τήν δόν. Λέγει ατ Θωμς· Κύριε, οκ οδαμεν ποπάγεις· πς οδαμεν τήν δόν; Λέγει ατησος·γώ εμί δός καί λήθεια καί ζωή· οδείς ρχεται πρός τόν Πατέρα, ε μή δι᾿μο. Εγνώκειτέ με, καί τόν Πατέρα μου ν δειτε. π᾿ρτι γινώσκετε ατόν καί ωράκατε» (ω.14, 2-7).
Χριστός πεκάλυψε στόν πόστολο Φίλιππο τι βλεπε μόνον ξωτερικά τόν Χριστό, λλά χωρίς μετοχή στήν θεότητά Του. Γι᾿ ατό, στό ατημα το Φιλίππου: «δεξον μν τόν Πατέρα», Χριστός παντ χρησιμοποιντας λλο ρήμα: «οκ γνωκάς με», το λέγει. τσι, στόν διάλογο ατό, Χριστός μς πληροφορε αθεντικά τι θεογνωσία δέν προκύπτει πό τήν ξωτερική θέα τν ασθητν φθαλμν, λλά πό τήν γιοπνευματική-βιωματική γνώση, πού παρέχουν ομεταμορφωμένες ν Χριστ ασθήσεις, στόν παρξιακό «τόπο» το Θεανθρώπινου, το μυστηριακο σώματος το Χριστο, τήν κκλησία. Ατόν τόν «τόπο» τοίμασε Χριστός μέ τό σωτηριδες ργο τς Θείας Οκονομίας καί κατεξοχήν μέ τήν Πεντηκοστή, δρύοντας θεσμικά τήν κκλησία Του. ντασσόμενος πιστός καί παραμένοντας νεργς στήν κκλησία, εναι σωματικά που καί Χριστός καί Θεός Πατέρας, ν γί Πνεύματι, τόσο κατά τό στορικό του παρόν, σο καί στούς ληκτους αἰῶνες. λλωστε, παραμένοντας νεργά στόν παρξιακό μας «τόπο», τήν κκλησία, βιώνουμε ν γί Πνεύματι τόν χρόνο μας μβολισμένο στήν αώνια ζωή. τσι, προσωπικός, στορικός χρόνος μας παίρνει τήν σχατολογική διάστασή του καί γίνεται αώνιος.
πρόσβαση στήν ποστατική λήθεια καί Ζωή γίνεται μέ τόν διο τόν Χριστό, ποος λειτουργε καί ς παρξιακός-βιωματικός τρόπος πρόσβασης καί πρός τόν Θεό Πατέρα ν Πνεύματι γί. πως επαμε δη νωρίτερα, Χριστός μς διαβεβαιώνει τι «οδείς ρχεται πρός τόν Πατέρα ε μή δι᾿μο» (ω.14,6). Μέ λλα λόγια, Χριστός εναι Ζωή καί δός, πού νώνει τόν πιστό μέ τόν Τριαδικό Θεό.
κάθε πιστός, ς ργανικά νταγμένος στό Θεανθρώπινο σμα το Χριστο, βρίσκεται παρξιακά στό μυστηριακό σμα τς ποστατικς δο. πομένως, εναι καί καλεται νά εναι πάντοτε βιωματικά, ς «συν-οδικός», στήν κκησία. Μέσα σέ ατό τό πλαίσιο, θά πρέπει νά κατανοηθε κάι ρήση το Χριστο: «Ο γάρ εσι δύο τρες συνηγμένοι ες τό μόν νομα, κε εμι ν μέσ ατν» (Ματθ.18,20). Τό ρμηνευτικό «κλειδί» δ εναι διά τς προσευχς μετεώριστη παραμονή ντως στό νομα τς ποστατικς δο. Τοτο, πρακτικς, σημαίνει τι πιστός, παραμένοντας μυστηριακς καί βιωματικς στήν ποστατική δό, φείλει καί μπορε – μέ τήν νεργοποίηση τογίου Χρίσματός Του – νά χει «νον Χριστο» καί νά ζεν Χριστ, δηλαδή νά ζε Χριστός «ν ατ», σύμφωνα μέ τήν πληροφόρηση τοποστόλου Παύλου: «ζ δέ οκέτι γώ, ζ δέ ν μοί Χριστός».
δ θά ταν σκόπιμο νά μείνουμε λίγο κόμη, γιά νά διευκρινίσουμε περισσότερο τήν Βιβλικά θεμελιωμένη θεολογική γνωσιολογία, στό πλαίσιο τς κκλησίας. Καί τοτο, γιά νά κατανοήσουμε βαθύτερα τόν μπειρικό καί βιωματικό χαρακτρα τς θεογνωσίας, πειδή φρονομε τι μέ τόν τρόπο ατό θά προσεγγίσουμε καλύτερα τήν Συνοδικότητα, ς γιοπνευματικό τρόπο ριοθετήσεως τς πίστεως καί τς ζως τς κκλησίας.
Καταρχήν, ς διαβάσουμε τό Βιβλικό χωρίο, τό ποο μς πληροφορε αθεντικά γιά τόν βιωματικό χαρακτρα τς θεογνωσίας, στό πλαίσιο τς κκλησίας. διος Χριστός μς καλε στήν μπειρική διαπίστωση τς ξιοπιστίας τν λόγων Του, καί στήν παροσα ζωή. «Δετε πρός με», λέγει, «πάντες ο κοπιντες καί πεφορτισμένοι, κγώ ναπαύσω μς. ρατε τόν ζυγόν μου φ᾿μς καίμάθετε π᾿μο(καί χι πό λλον) τι πρός εμι καί ταπεινός τ καρδί, καίερήσετε νάπαυσιν τας ψυχας μν· γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου λαφρόν στιν» (Ματθ.11, 28-30).
Μέ λλα λόγια, Χριστός μς διαβεβαιώνει τι, τηρντας τό θέλημά Του, θά ρθει χαρισματικά μέσα μας καί θά Τόν γνωρίσουμε βιωματικά, ς προ καί ταπεινό, πειδή μόνον ταν τηρομε τό θέλημά Του τόν γαπομε ληθινά. Τότε γινόμαστε μέτοχοι τς κτιστης ζως Του, ποία χαρακτηρίζεται διαίτερα γιά τήν πραότητα τς κτιστης γάπης Του καί τς κτιστης ταπεινώσεώς Του.
Σέ λλη συνάφεια το λόγου Του, Χριστός μς μίλησε περίφραστα γι᾿ ατήν τήν χαρισματική Θεοφάνεια, γιά τήν πραγματική δηλαδή φανέρωσή Του ντός μας, πό τήν σαφ, πάντοτε, προϋπόθεση τς τηρήσεως τν ντολν Του, ποία προϋπόθεση πιστοποιεμπειρικς τήν γάπη μας πρός Ατόν. «χων τάς ντολάς μου καί τηρν ατάς», μς λέει, «κενός στιν γαπν με· δέ γαπν με γαπηθήσεται πό το Πατρός μου, κγώ γαπήσω ατόν καίμφανίσω ατμαυτόν» (ω.14,21).
πό τά παραπάνω εναι φανερό τι στήν κκλησία, χι μόνον τρόπος πρόσβασης καί παραμονς στήν δό – πού εναι Χριστός – εναι μπειρικός, λλά καί θεογνωσία καί ξ ατς θεολογία, ς ν Χριστ ζωή, εναι κατεξοχήν μπειρική-βιωματική, πειδή τήν «πάσχουμε» παρξιακά, καί τήν οκειωνόμαστε χαρισματικά, ς γνώση πέρ φύσιν, πέρ νον καί πέρ ασθησιν, λλά ν πάσ ασθήσει.
λλωστε, μάθηση καί γνώση στά ρχαα λληνικά καί στήν Βιβλική γλσσα δέν χει τόν χαρακτρα τόσο τς πλς πληροφόρησης, σο κυρίως τόν χαρακτρα τς βιωματικς προσεγγίσεως καί μετοχς το περιεχομένου τς γνώσεως. Μέσα στό πνεμα ατό τς βιωματικς γνώσεως, μς λέει Χριστός: «γνώσεσθε τήν λήθειαν – πού εναι διος – καί λήθεια λευθερώσει μς» (ω.8,32).
Ατό σημαίνει τι, ν γνώση – γιά τήν ποία μιλ Χριστός – δέν εναι βιωματική καί ν λήθεια δέν εναι πραγματική-ποστατική, δέν εναι δυνατόν νά μς λευθερώσει ατή γνώση παρξιακά πό τόν κοσμοκράτορα το κόσμου τς πονηρίας διάβολο, πό τήν παρξιακς βιούμενη μαρτία, λλά καί πό τόν θάνατο, νοούμενο ς παρξιακή διάζευξη καί χωρισμό πό τήν ντως ποστατική Ζωή, τόν Χριστό.
λόγος το Χριστοχει πάντοτε βιωματικό καί ποδεικτικό χαρακτρα. τσι, τηρντας τίς ντολές Του χουμε καί τό τεκμήριο τς ξιοπιστίας Του, μεσα. Γι᾿ ατό, μς διαβεβαιώνει διάψευστα: «ερήσετε νάπαυσιν τας ψυχας μν». χαρισματική κατάσταση τς «ναπαύσεως» μς καταξιώνει ς «συνοδικούς» Του. π᾿ ατο, θά πανέλθουμε ργότερα.
Ποιά σχέση χουν μως λα τά παραπάνω μέ τήν Συνοδικότητα τς κκλησίας;
Συνοδικότητα ποτελε τόν θεσμικό, λλά καί γιοπνευματικό κενο τρόπο, μέ τόν ποο ριοθετεται διαμφισβητήτως πίστη καί ζωή τς κκλησίας.
Συνοδικότητα, ς θεσμικός τρόπος κφράσεως τς κκλησίας, χει δογματικές προϋποθέσεις. Ο προϋποθέσεις ατές νάγονται στήν γιοτριαδική ζωή, στό πίπεδο μως τς θείας Οκονομίας, καί θεμελιώνονται κατεξοχήν στό Χριστολογικό δόγμα, λλά καί κατ᾿πέκταση στήν ταυτότητα τς κκλησίας, νοουμένης ς μυστηριακο σώματος το Θεανθρώπου Χριστο.
Χωρίς ατές τίς προϋποθέσεις, οποες χουν βιωματικό καί γι᾿ ατό προσδιοριστικό χαρακτρα, Συνοδικότητα τς κκλησίας κενώνεται πό τό οσιαστικό περιεχόμενό της καί καταντνας νθρώπινος θεσμός, πότε κπίπτει πό τόν κκλησιαστικό χαρακτήρα του.
Ογιοτριαδικές προϋποθέσεις τς Συνοδικότητας τς κκλησίας ναγνωρίζονται μέ σαφήνεια στό πίπεδο τς θείας Οκονομίας. τσι, Τριαδικός Θεός κατά τήν φανέρωσή Του στόν κόσμο καί τήν στορία μφανίζεται νά νεργε «συνοδικά». λα στή δημιουργία καί τήν ν Χριστναδημιουργία γίνονται «συνοδικά», γίνονται πάντοτε «κ Πατρός, δι᾿ Υο, ν γί Πνεύματι». Στόν Τριαδικό Θεό δέν εναι μόνο οσία μία καί ατή, εναι μία καί κ τς θείας οσίας νέργεια, θέληση καί τό θέλημα το Πατρός καί το Υο καί τογίου Πνεύματος.
μφανέστερα, μως, τονίζεται στή δημιουργία τονθρώπου, ποία γίνεται μέ τήν κοινή βούληση το Τριαδικο Θεο, πως διατυπώνεται στήν γία Γραφή: «Ποιήσωμεν νθρωπον, κατ᾿ εκόνα μετέραν καί καθ᾿μοίωσιν». λλά καί ναδημιουργία τονθρώπου μέ τό ργο το Χριστο, διά τς κκλησίας, εναι εδοκία το Πατρός, τ συνεργεί τογίου Πνεύματος. Κατά συνέπεια, πάρχει πόλυτη ταυτότητα στήν βούληση, νέργεια καί πράξη τν Τριν Θείων Προσώπων, τά ποα λειτουργον συνοδικά. Καί, πειδή ονθρωποι δημιουργήθηκαν κατ᾿ εκόνα καί καθ᾿μοίωσιν το Τριαδικο Θεο, φείλουν καί μπορον – φοχουν σέ κτιστό πίπεδο, βεβαίως, τίς ντολογικές προδιαγραφές, ς πραγματικές καί χαρισματικές προϋποθέσεις – νά λειτουργον συνοδικά, κατά τό πρότυπό τους.
πρακτική μως δυνατότητα γιά τήν συνοδική λειτουργία τν νθρώπων θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα. Καταρχήν, στό πρόσωπο το Θεο Λόγου – τονός τς γίας Τριάδος – κατά τήν νανθρώπησή Του συνλθαν καί λειτούργησαν συνοδικά καί κέραια ο δύο φύσεις το Χριστο, θεία καί νθρώπινη.
παραπάνω δογματική λήθεια τς κκλησίας διατυπώθηκε μέ κάθε κρίβεια στούς δογματικούςρουςποφάσειςτς Δ΄ καί Στ΄ Οκουμενικς Συνόδου. ροςτς Δ΄ Οκουμενικς Συνόδου ναφέρεται στήν «σύνοδο» τν δύο φύσεων το Χριστο, νροςτς Στ΄ Οκουμενικς Συνόδου ναφέρεται στήν «σύνοδο» τν δύο φυσικν θελήσεών Του, ξαρτωμένων φυσικς κ τν δύο κεραίων φύσεών Του.
Εδικότερα, γιά τίς δύο θελήσεις το Χριστο – πού φορον μεσα καί λειτουργικά τήν Συνοδικότητα τς κκλησίας – στόνροτς Στ΄ Οκουμενικς Συνόδου σημειώνονται τά ξς, χαρακτηριστικς: «Καί δύο φυσικάς θελήσεις, τοι θελήματα, ν ατ, καί δύο φυσικάς νεργείας «διαιρέτως, τρέπτως, μερίστως, συγχύτως» (πρόκειται γιά τόνροτς Δ΄ Οκουμενικς Συνόδου), κατά τήν τν γίων Πατέρων διδασκαλίαν, σαύτως κηρύττομεν· καί δύο μέν φυσικά θελήματα οχ πεναντία, μή γένοιτο…, λλά πόμενον τό νθρώπινον ατο θέλημα, καί μή ντιππτον ντιπαλαον, μλλον μέν ον καί ποτασσόμενον τ θεί ατο καί πανσθενε θελήματι». (Βλ. ω. Καρμίρη,Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεα τς ρθοδόξου Καθολικς κκλησίας, Τόμ. Α΄, 222-223).
Ο δύο θελήσεις το Χριστο, λοιπόν, νώθηκαν – πως καί ο φύσεις Του – «διαιρέτως, τρέπτως, μερίστως, συγχύτως», πργμα πού διασφαλίζει τήν νότητα, λλά καί τήν διαιτερότητα καί κεραιότητα τν δύο θελήσεων. Ο θελήσεις το Χριστον παραμένουν διαίρετα νωμένες καί ν διατηρον «τρέπτως καί συγχύτως» τά φυσικά χαρακτηριστικά καί τήν διαιτερότητά τους – δέν ντίκεινται μία πρός τήν λλη, λλά νθρώπινη θέληση κολουθε καί ποτάσσεται στή θεία θέληση. Ατή κριβς ποταγή τς νθρωπίνης θελήσεως στή θεία θέληση ποτελε καί ρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν κατανόηση τς ναμαρτησίας καί τολαθήτου το Χριστο, κατά τήν νθρώπινη φύση Του. ποτελεμως καί τό «κλειδί» κατανοήσεως τς Συνοδικότητας τς κκλησίας καί ρμηνείας τολαθήτου τνποφάσεωντν Οκουμενικν Συνόδων. Ατό θά γίνει σαφέστερο π᾿σα θά πομε παρακάτω.
παρξη τν δύο φυσικν ατεξουσίων καί τν δύο θελήσεων στόν Χριστό – ξαιτίας τς ποστατικς νώσεως τν δύο φύσεών Του – θεμελιώνει καί τήν παρξη δύο λευθεριν καί δύο θελημάτων στούς πιστούς – ξαιτίας τς πραγματικς καί χαρισματικς ντάξεώς τους στό μυστηριακό καί θεωμένο σμα Του. δ, μως, πρέπει νά διασαφηνίσουμε καί τήν θεμελιώδη διαφορά μας πό τόν Χριστό. πιστός χει, ς διο τς φύσεώς του, μόνο τήν νθρώπινη θέληση καί λευθερία. λλη – δεύτερη – θέληση καί λευθερία του εναι κτιστη φυσική νέργεια τογίου Πνεύματος, τήν ποία οκειώνεται καί διατηρενεργό, χαρισματικς, μόνο πό ρισμένες σαφες προϋποθέσεις.
Μάλιστα, σχέση τν δύο φυσικν ατεξουσίων καί θελήσεων το Χριστο παρέχει τό μέτρο καί τόν βαθμό, πρός τόν ποο πρέπει νά ποβλέπει σχέση τς νθρωπίνης θελήσεως καί λευθερίας μέ τήν κτιστη φυσική θέληση καί λευθερία. σχέση ατή πρέπει νά εναι σχέση ποταγς τς νθρώπινης λευθερίας στή χαρισματική λευθερία, πού παρέχεται στόν πιστό ς ζωντανό μέλος το σώματος το Χριστο.
τσι, ν Χριστ θέληση καί λευθερία το πιστο εναι χαρισματική θέληση καί λευθερία καί μάλιστα στό μέτρο ποταγς τς νθρώπινης θελήσεως καί λευθερίας στήν κτιστη θέληση καί λευθερία το Θεο. σχέση, λοιπόν, τν δύο φυσικν λευθεριν στόν πιστό χει χριστολογική θεμελίωση. λλωστε, κατά τόν γιο Γρηγόριο τόν Παλαμ, « γέγονε, δι᾿μς γέγονε Κύριος». Μέ λλα λόγια, ,τι γινε στό πρόσωπο το Χριστο φυσικς καί «καθ᾿πόστασιν», μπορε νά γίνεται καί στό πρόσωπο το κάθε πιστο χαρισματικς, μόνο μέσα στό πλαίσιο τς κκλησίας. Ατό, κριβς, εναι καί τό νόημα καί κατεξοχήν σκοπός τς νανθρωπήσεως το Θεο Λόγου. Καί μόνον ταν τό Χριστολογικό δόγμα «μεταφράζεται» βιωματικς στήν ζωή τν πιστν, ντός τς κκλησίας, εναι δυνατή αθεντική λειτουργία τς Συνοδικότητας τν πισκόπων – σέ λα τά πίπεδα τν Συνόδων (Τοπικν καί Οκουμενικν) – λλά καί κφραση τς αθεντικς δογματικς συνειδήσεως το πληρώματος τς κκλησίας.
ν Συνοδικότητα χει τήν θεολογική φετηρία της στόν Τριαδικό Θεό καί ν θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα – πως τεκμηριωμένα ποστηρίξαμε – φανερώνεται μως στορικά, μπειρικά καί θεσμικά στόν τρόπο λειτουργίας τς κκλησίας, ταν ατή συνέρχεται γιά νά λάβει ποφάσεις πού φορον καίρια τήν ριοθέτηση τς πίστεως καί τς γιοπνευματικς ζως της.
Τήν Συνοδικότητα τς κκλησίας – ς γιοπνευματικό τρόπο λειτουργίας της – γγυται δια Θεανθρώπινη Κεφαλή της, τόσο διά τς παρουσίας το Πνεύματος τς ληθείας σ᾿ ατήν, σο καί διά τς χαρισματικς λειτουργίας το Παρακλήτου Πνεύματός Του στά μέλη το μυστηριακο σώματός Του, καί εδικότερα στά θεσμικά μέλη Του, τούς πισκόπους, ταν ατοί συνέρχονται σέ κκλησιαστικές Συνόδους, μέ τίς γιοπνευματικές προϋποθέσεις τς κκλησίας. σα επαμε ως δ, συνιστον τίς θεμελιώδεις προϋποθέσεις – τά ντελς δηλαδή ναγκαα πνευματικς προαπαιτούμενα – γιά τήν ρθόδοξη λειτουργία τν κκλησιαστικν Συνόδων.
Στίς κκλησιαστικές Συνόδους – Τοπικές Πανορθόδοξες – οπίσκοποι κπροσωπον τό κκλησιαστικό πλήρωμα τς παρχίας τους σοτίμως μέ λους τούς λλους Συνοδικούς πισκόπους καί Προκαθημένους, μηδέ το «Πρώτου» ξαιρουμένου. Σ᾿ ατές τίς Συνόδους, οπίσκοποι – «λην εσδεξάμενοι τήν νοητήν λαμπηδόνα τογίου Πνεύματος» – σκον τήν ποστολική διακονία τους, κατά τήν ποία, διασκεπτόμενοι μεταξύ τους καί μέ τό γιο Πνεμα, πως ποιητικά διατυπωμένο κούσαμε χθές στά Πασαπνοάρια τορθρου, ποφασίζουν λοι μαζί μέ σότιμη ψφο γιά θέματα δογματικά καί ποιμαντικά, πού φορον καίρια καί προσδιοριστικά τό «μυστήριο τς Θεολογίας» καί τή ζωή τς κκλησίας.
Οποφάσεις λων νεξαιρέτως τν Συνόδων πόκεινται στήν γιοπνευματική κρίση τς δογματικς συνειδήσεως το πληρώματος τς νά τόν κόσμο κκλησίας. ς πλήρωμα τς κκλησίας νοονται λοι ο πιστοί – κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί – οποοι, δυνάμει τογίου Χρίσματός τους, πικυρώνουν καί πορρίπτουν τίς δογματικές ποφάσεις τν Συνοδικν πισκόπων πού τούς κπροσώπησαν, στήν περίπτωση πού ατοί δέν σαν «πόμενοι τος γίοις Πατράσι», διαχρονικς. τσι, δογματική συνείδηση τοκκλησιαστικο πληρώματος ποτελε τήν νώτατη αθεντία στήν κκλησία, τήν ποία – κκλησία – κφράζει θεσμικά καί λαθήτως ντως Οκουμενική Σύνοδος, καί ελογα τότε ατή χει δεσμευτικές ποφάσεις γιά τό σύνολο τν πιστν λων τν πιμέρους Ατοκεφάλων κκλησιν, λων τν ποχν.
δ, μως, θά πρέπει νά διευκρινιστετι καί ρθόδοξος πιστός – κληρικός, μοναχός λαϊκός – δέν διασφαλίζεται πό τήν νδεχόμενη πλάνη μηχανιστικς, πειδή χει λάβει, πλς, τό γιο Χρσμα καί πειδή βρίσκεται σέ μυστηριακή κοινωνία μέ τούς ποιμένες του. πό τήν πλάνη διασφαλίζεται πιστός μόνον ταν χει καί νεργό μέσα του τήν Χάρη τογίου Πνεύματος, πού λαβε μέ τό γιο Χρσμα. Ατό μως προϋποθέτει ντονη σκητική νήψη, γαπητική τήρηση τν θείων ντολν καί κατάκριτη μετοχή τν θεουργν μυστηρίων τς κκλησίας. Μόνο μέ ατές τίς βιωματικές προϋποθέσεις λαός το Θεοχει νεργό τήν δογματική συνείδηση τς κκλησίας. Γι᾿ ατό καί τότε μόνον εναι σέ θέση νά νακρίνει τήν πίστη τν ποιμένων του καί τότε μόνον φείλει νά τούς κολουθε, σύμφωνα μέ σα ρμηνευτικς λέγει καί ερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τό χωρίο τς πρόςβραίους πιστολςτοποστόλου Παύλου: «μνημονεύετε τν γουμένων μν…, ν ναθεωροντες τήν κβασιν τς ναστροφς μιμεσθε τήν πίστιν» (βρ.13,7. Βλ.πόμνημα ες τήν πρός βραίους πιστολήν, μιλία ΙΔ΄, 1, ΕΠΕ 25, σ. 372).
Τά σα επαμε ως δ, θεολογικς, γιά τήν Συνοδικότητα τς κκλησίας, θά ταν, νομίζω, πολύ σημαντικό νά τά κούσουμε καί μέ τόν πλό, λλά μεστό πνευματικς καί φωτισμένο λόγο νός χαρισματούχου καί πισήμως, πλέον, γίου τς κκλησίας, μέ γραμματικό πίπεδο τς Στ΄ Δημοτικο, τοσίου Παϊσίου τογιορείτου.
«ρθόδοξη κκλησία», λέγει, «πάντα λειτουργοσε μέ Συνόδους. Τό ρθόδοξο πνεμα εναι νά λειτουργε Σύνοδος στήν κκλησία καί Γεροντική Σύναξη στά Μοναστήρια. ρχιεπίσκοπος καί Σύνοδος νά ποφασίζουν μαζί. γούμενος γουμένη καί τό γουμενοσυμβούλιο νά ποφασίζουν μαζί. ρχιεπίσκοπος εναι πρτος μεταξύ σων. Καί Πατριάρχης δέν εναι πάπας. χει τόν διο βαθμό μέ τούς πόλοιπους εράρχες. ν πάπας χει λλο βαθμό – κάθεται ψηλά καί το φιλον τό πόδι! – Πατριάρχης κάθεται μαζί μέ τούς λλους εράρχες καί συντονίζει. Καί νας γούμενος μία γουμένη σέ σχέση μέ τούς προϊσταμένους εναι πάλι πρτοι μεταξύ σων.
Δέν μπορερχιεπίσκοπος νας γούμενος νά κάνει ,τι θέλει. Φωτίζει Θεός τόν να εράρχη προϊστάμενο γιά τό να θέμα, τόν λλο γιά τό λλο. Βλέπεις καί ο τέσσερις Εαγγελιστές συμπληρώνουν νας τόν λλο. τσι καί δ, λέει τήν γνώμη του καθένας, καί ταν πάρχει ντίθετη γνώμη, καταχωρίζεται στά Πρακτικά. Γιατί, ταν πρόκειται γιά μιά πόφαση ντίθετη μέ τίς ντολές το Εαγγελίου καί νας δέν συμφωνε, ν δέν ζητήσει νά καταχωριστε γνώμη του, θά φαίνεται τι συμφωνε. ν δέν συμφωνε καί πογράψει, χωρίς νά καταχωριστε γνώμη του, κάνει κακό καί φέρει εθύνη· εναι νοχος. ν, ν πε τήν γνώμη του καί πλειοψηφία νά εναι ντίθετη, ατός εναι ντάξει πέναντι στόν Θεό. ν στήν κκλησία δέν λειτουργε σωστά Σύνοδος στά μοναστήρια Σύναξη, τότε, ν μιλομε γιά ρθόδοξο πνεμα, χουμε παπικό. Τό ρθόδοξο πνεμα εναι νά λέει καί νά καταχωρίζει καθένας τήν γνώμη του, χι νά μή μιλάει γιατί φοβται, νά κολακεύει γιά νά τά χει καλά μέ τόν ρχιεπίσκοπο μέ τόν γούμενο» (Γέροντος Παϊσίου γιορείτου,Λόγοι Α΄, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1998, σ. 329-330).
Σέ λλη συνάφεια λεγε: «κκλησία δέν εναι καράβι το κάθε πισκόπου γιά νά κάνει ,τι θέλει» (σαάκ ερομονάχου,Βίος Γέροντος Παϊσίου τογιορείτου, γιον ρος, 2004, σ. 691).
Μετά τήν παράθεση τν λόγων τογίου Παϊσίου, ς πανέλθουμε στήν κκλησιαστική πικαιρότητα.
πρόσφατη κκλησιολογική κτροπή τς «Συνόδου» τς Κρήτης κατέδειξε, γιά μία κόμη φορά, ατό πού εναι δη καταγεγραμμένο στήν κκλησιαστική μας στορία. Κατέδειξε, δηλαδή, τι τό Συνοδικό Σύστημα πό μόνο του δέν διασφαλίζει μηχανιστικά τήν ρθότητα τς ρθοδόξου πίστεως. Ατό γίνεται μόνο ταν ο Συνοδικοί πίσκοποι χουν μέσα τους νεργοποιημένο τό γιο Πνεμα καί τήν ποστατική δό, τόν Χριστό, πότε ς Συν-Οδικοί (ς ατοί δηλαδή πού πηγαίνουν πί τς δο πού εναι Χριστός, μαζί μέ τόν Χριστό) εναι στήν πράξη καί «πόμενοι τος γίοις πατράσι».
πως ποδείχθηκε, δυστυχς, ατό δέν εναι καθόλου ατονόητο στίς μέρες μας. Γι᾿ ατό καί εναι λανθασμένο τό πιχείρημα πού προβάλλεται, προϋπόθετα καί κατά κόρον, τόσο πό τούς πιστούς σο καί πό τούς πισκόπους, τι θά πράξουμε «,τι πεκκλησία» «περιμένουμε τήν πόφαση τς κκλησίας», καθώς πάρχει σαφής διάκριση νάμεσα στήν κκλησία, καθεαυτήν, – ς Θεανθρωπίνου μυστηριακο Σώματος το Χριστο – καί τήν Διοίκηση τς κκλησίας, ποία κφράζει πράγματι τήν κκλησία, μόνον μως πό συγκεκριμένες καί σαφες προϋποθέσεις.
Τήν Διοίκηση τς κκλησίας συνιστον οπίσκοποι στήν πισκοπή τους καί ο Σύνοδοι τν πισκόπων σέ Τοπικό Πανορθόδοξο πίπεδο. Ατοί, μαζί μέ τούς πρεσβυτέρους τν κατά τόπους κκλησιν καί τόν εσεβ λαό, συναποτελον τήν κκλησία το Χριστο. Κατά συνέπεια, δέν μπορεπίσκοπος νά γνοε τούς πρεσβυτέρους καί τό πλήρωμα τς κκλησίας. Τά παραπάνω ποδεικνύονται καί στορικς. Στήν Α΄ ποστολική Σύνοδο – που Πρτος καί Πρόεδρος δέν ταν πόστολος Πέτρος, λλά δελφόθεος άκωβος – κφράστηκε Συνοδική λήθεια «σύν λ τκκλησί»: «δοξε τγί Πνεύματι καί μν». Τό «μν» δέν ταν πλς μόνον οπόστολοι, λλά καί «ο σύν ατος», δηλαδή ο Πρεσβύτεροι, «σύν λ τκκλησί». Καί λη κκλησία εναι καί πλός λαός. λλά καί στήν περίπτωση τς Α΄ Οκουμενικς Συνόδου, θεολογική θέση νός νεαρο Διακόνου, το Μεγάλου θανασίου, ξέφρασε τήν λη κκλησία.
Κατά συνέπεια, καί ατή ρθότητα καί Οκουμενικότητα μις Πανορθοδόξου Συνόδου κρίνεται λαθήτως πό τό πλήρωμα τν μελν τς κκλησίας καί εδικότερα πό τήν γρηγοροσα δογματική συνείδηση το ελαβος πληρώματος τς κκλησίας, ποία στήν ρθόδοξη κκλησία ποτελε τό μόνο ρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν διαπίστωση τς γνησιότητας το φρονήματός της.
Κι ταν λέμε δογματική συνείδηση, ννοομε τήν πνευματική γνώση, πού γεννιέται – χαρισματικς – στήν καρδιά τν πιστν πό τήν γιοπνευματική κτιστη Χάρη τονεργοποιημένου γίου Χρίσματός τους. Εναι συμπυκνωμένη πνευματική μπειρία μέσα στήν κκλησία, τό λειτουργον δηλαδή μέσα μας γιο Πνεμα, τό ποο λάβαμε. Καί ατή εναι μοναδική σότητα μεταξύ τν νθρώπων μέσα στό σμα το Χριστο, που λες ολλες διαφοροποιήσεις θεσμικές προσωπικές – χουν δευτερεύουσα σημασία. Γι᾿ ατό καί δογματική συνείδηση τν πιστν εναι τελείως νεξάρτητη πό τήν κατά κόσμον μόρφωσή τους καί πό τήν νδεχόμενη διανοητική μή διανοητική νασχόλησή τους. ταν, λοιπόν, ατή δογματική συνείδηση τν μελν λης τς κκλησίας εναι νεργοποιημένη, ναδεικνύεται σέ πέρτατο κριτήριο τς ληθείας.
να γεγονός, πού προκύπτει πό τήν δια τήν φύση τς κκλησίας καί μαρτυρεται διάψευστα πό τήν κκλησιαστική μας στορία, εναι τι πρξαν χι μόνον Πατριάρχες, Μητροπολίτες καί πίσκοποι αρετικοί, λλά καί Πανορθόδοξοι Σύνοδοι, πού – ν συνιστον τό νώτατο Διοικητικό ργανο τς κκλησίας καί εχαν λες τίς ξωτερικές-τυπικές προϋποθέσεις τν Οκουμενικν Συνόδων – πορρίφθηκαν πό τήν συνείδηση το πληρώματός της καί χαρακτηρίσθηκαν Ψευδοσύνοδοι Ληστρικές Σύνοδοι.
Κι ατό, γιατί στά δογματικά θέματα λήθεια δέν βρίσκεται στήν πλειονοψηφία τν Συνοδικν ρχιερέων. λήθεια, καθεαυτήν, εναι πλειοψηφική. Δηλαδή καί νας ταν τήν κφράζει, ατή πλειοψηφε, ναντι τν κατομυρίων καί δισεκατομυρίων λλων ψήφων πού εναι ντίθετες. Γιατί λήθεια στήν κκλησία δέν εναι δέα, δέν εναι ποψη. Εναι ποστατική. Εναι διος Χριστός. Γι᾿ ατό καί σοι διαφωνον μέ ατήν ποκόπτονται πό τήν κκλησία, φο καθαιρονται καί φορίζονται, κατά περίπτωση.
λήθεια εναι τό διο τό Πνεμα τς ληθείας, τό ποο λειτουργε καί κφράζεται καί μέ μεμονωμένα για πρόσωπα. Λόγου χάρη, γιος Γρηγόριος Θεολόγος μέ τήν γιότητά του καί τίς θεολογικότατες μιλίες του στήν ρειοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη, μόνος ατός νέτρεψε κυριολετικά τό αρετικό κλίμα τς πρωτεύουσας τς Ατοκρατορίας καί προετοίμασε πνευματικς τόν θρίαμβο τς κκλησίας, διά τς Β΄ Οκουμενικς Συνόδου. λλά, ατό τό πργμα τό δειξε χαρακτηριστικά στορία καί στό πρόσωπο τογίου Μαξίμου τομολογητο, ποος – σημειωτέον – εχε μαζί του καί λη τήν ρθόδοξη τότε Δυτική κκλησία μέ τόν ρθόδοξο Πάπα. Τό δειξε μως καί στή δεύτερη χιλιετία, στό πρόσωπο τογίου Μάρκου το Εγενικο, στήν ψευδοσύνοδο τς Φλωρεντίας. Ογιοι τανε μονάδες, ναντι τς κυριαρχίας τς πλειοψηφίας.
ποδεικνύεται, δ, πώς νας γιος νθρωπος δωσε τήν πάντηση τς κκλησίας καί τόν δικαίωσε κκλησιαστική στορία σέ σχέση μέ λους τούς λλους, τόν Ατοκράτορα, τόν Πατριάρχη καί λους σοι συμμετεχαν, καί οποοι δέν ξέθεσαν τήν λήθεια. ρα, δέν εναι θέμα ριθμο, λλά θέμα ληθείας μή ληθείας. Ατό τό πργμα δέν πρέπει νά τό ξεχνομε, γιατί εναι ποιοτική διαφορά μεταξύ ρθοδοξίας καί τεροδοξίας, στήν πράξη. Στήν ρθόδοξη κκλησία, τά πράγματα δέν λειτουργον παπικά. Δέν εναι «Πρτος» περάνω καί τν Οκουμενικν Συνόδων, πως στόν Παπισμό, οτε φυσικά πάρχει κάποιος πιμέρους Προκαθήμενος ς πάπας, πού νά τοποθετηθε πάνω πό τήν εραρχία τς κκλησίας μας.
ρα, κριτήριο στήν κκλησία δέν εναι τι συνλθε λη ρθόδοξη κκλησία καί πεφάσισε κάτι πλειοψηφικά. Θά μποροσε νά εναι θεωρητικά καί λοι οπίσκοποι, καί νας, δύο, τρες λάχιστοι πό ατούς νά λέγανε κάτι τό ντίθετο. Δέν σημαίνει τι κενο πού θά πε συντριπτική πλειοψηφία τν πισκόπων ποτελεχέγγυο τς ληθείας, καί τι θά πρέπει πωσδήποτε ατό νά τό ποδεχτε τό πλήρωμα. χι, δέν εναι τσι τά πράγματα στήν κκλησία. Κριτήριο τς ληθείας εναι άν τά λεγόμενα στίς κκλησιαστικές Συνόδους εναι «πόμενα τος γίοις Πατράσι».
Εναι θέμα τς λης κκλησίας νά ποτιμήσει στό μέλλον, ν Συνόδ, θεολογικά καί τελεσίδικα, τίς ποφάσεις καί ατο τορχιερατικο «Συνεδρίου» τς Κρήτης. ως τότε, μως, μπορε καί πρέπει κάθε πιστός, παραμένοντας ντός τς κκλησίας, νά τοποθετηθε στίς μετέωρες καί ντιφατικές ποφάσεις ατο το «Συνεδρίου», μέ τά κριτήρια τς δογματικς συνειδήσεως τς κκλησίας, διαχρονικς. Τά σφαλ κριτήρια ατς τς δογματικς συνειδήσεως συνοψίζονται στό περιεχόμενο τς γιοπατερικς ρήσεως: «πόμενοι τος γίοις Πατράσι». Καί ρήση ατή φορ καίρια τόσο τόν τύπο τν Συνόδων, σο καί τήν δογματική διδασκαλία τους.
Μέ λλα λόγια, ν τό ελαβές πλήρωμα τς κκλησίας – ς φορέας τς δογματικς συνειδήσεώς της – πιβεβαιώνει τήν ρθότητα τν ποφάσεων τν Συνόδων τς κκλησίας, κυρώνει ποφάσεις Πανορθοδόξων Συνόδων, θεωρντας τες ς Ψευδοσυνόδους, τότε εναι προφανές τι χει τό δικαίωμα καί τήν ποχρέωση νά κφραστε μέ φόβο Θεο καί νθεο ζλο καί κατεξοχήν, στήν προκειμένη περίπτωση, γιά τίς ποφάσεις τς «Συνόδου» τς Κρήτης. (Βλ. σχετικς καί π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ,Τό σμα το ζντος Θεο, Μιά ρθόδοξη ρμηνεία τς κκλησίας, κδ. ρμός, θήνα 1999, σσ. 80-83).

(Πηγή:Αντιαιρετικό σεμινάριο της Ιεράς Μητροπόλεως Γλυφάδας Ε.Β.Β. & Β., πού γινε τήν Δευτέρα 17-10-2016)
(Διεύθ.:)