Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Α.Π.Θ.
Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἢ νὰ ἀνησυχοῦμε;
Πρόλογος
Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ προυσιάσθηκε ὡς κύρια εἰσήγηση στὸ Διεθνὲς Θεολογικὸ Συνέδριο, ποὺ συνεκάλεσε ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Μολδαβίας στὴν πρωτεύουσα Κισινάου τοῦ ἀνεξάρτητου Μολδαβικοῦ κράτους, στὶς 21 Ἰανουαρίου τοῦ 2016. Τὸ γενικὸ θέμα τοῦ Συνεδρίου ἦταν: «Διαθρησκειακς Συγκρητισμός».

Ἡ εἰσήγηση αὐτὴ συμπληρώθηκε καὶ ἀπὸ θέσεις τῆς εἰσηγήσεως τοῦ π. Ματθαίου Βουλκανέσκου, ὁ ὁποῖος παρουσίασε τὴν «Νέα μολογία Πίστεως κατ το Οκουμενισμο», ποὺ συνέταξε καὶ ἐκυκλοφόρησε ἡ Ρουμανικὴ Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὄρους, ὑπογεγραμμένη ἀπὸ ὅλους τοὺς μοναχοὺς τῆς Σκήτης, ὅπως καὶ ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς «Συνάξεως Ὀρθοδόξων κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» (βλ. Θεοδρομία 17 (2015) 73-83.
Αὐτή, λοιπόν, ἡ συμπληρωμένη εἰσήγηση ὑπογράφτηκε ἀπὸ ὅλα τὰ μέλη τοῦ Συνεδρίου καὶ ἀπὸ τὸ πολυπληθὲς ἀκροατήριο τῶν Ὀρθοδόξων Μολδαβῶν, ποὺ ξεπερνοῦσε τὰ χίλια πεντακόσια (1500) πρόσωπα καὶ ἐπλημύρισε τὴν μεγάλη αἴθουσα ὅπου ὡμίλησε τὴν ἑπομένη ἡμέρα (22-1-2016) ὁ π. Θεόδωρος. Τὸ ὑπογεγραμμένο κείμενο ἐστάλη στὴν ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Ἐδῶ δημοσιεύεται χωρὶς τὶς συμπληρωματικὲς θέσεις.
1. Σύντομη ἀναφορὰ στὴν ἱστορία καὶ στὴν θεματολογία τῆς Συνόδου.
Τὸν Μάρτιο τοῦ 2014 πραγματοποιήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία ἀποφάσισε νά ἐπισπευσθοῦν οἱ προετοιμασίες γιά τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ὥστε αὐτὴ νὰ συνέλθει, «ἐκτὸς ἀπροόπτου», κατὰ τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016, τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς στὸν παλαιὸ ἱστορικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου συνῆλθε καὶ ἡ Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (381). Συνέστησε δὲ καὶ Εἰδικὴ Διορθόδοξη Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ἀνέλαβε νὰ ἀναθεωρήσει ἤ νὰ ἐπικαιροποιήσει, ὅσα κείμενα εἶχαν ἑτοιμασθῆ καὶ νὰ ἑτοιμάσει τὰ ἐναπομείναντα.
Ἡ ἰδέα γιὰ σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶχε διατυπωθῆ γιὰ πρώτη φορὰ ἐπισήμως μὲ ἔνα πρῶτο κατάλογο θεμάτων, στὸ «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1923 ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Μελέτιο Δ´ Μεταξάκη, προωθήθηκε δὲ τὸ 1930 ἀπὸ τὴν ὀνομασθεῖσα «Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπή», ποὺ συνῆλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου, ἡ ὁποία ἑτοίμασε καὶ ἕνα πρῶτο κατάλογο θεμάτων τῆς Συνόδου. Δυσμενεῖς ἱστορικὲς συνθῆκες δὲν ἐπέτρεψαν τὴν σύγκληση τῆς Συνόδου πρὶν καὶ μετὰ τὸν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ἰδιαίτερα μάλιστα, ἐπειδὴ στὶς περισσότερες ὀρθόδοξες χῶρες ἐπεκράτησαν ἀθεϊστικὰ κομμουνιστικὰ καθεστῶτα, τὰ ὁποῖα δυσκόλεψαν τὸ ἔργο καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν ἐκεῖ Ἐκκλησιῶν.
Τὸ θέμα ἐπανέφερε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ὁ ὁποῖος συνεκάλεσε στὴν Ρόδο τὴν Α´ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τὸ 1961, ἡ ὁποία ἔλαβε ὁριστικὲς ἀποφάσεις γιὰ τὴν προπαρασκευὴ τῆς Συνόδου καὶ κατήρτισε ἕνα εὐρύτατο κατάλογο δέκα θεμάτων, τὰ ὁποῖα μὲ τὶς ὑποδιαιρέσεις τους ξεπερνοῦσαν τὰ ἑκατό (100). Ὁ κατάλογος αὐτὸς ἐπικρίθηκε ἔντονα ὡς «ἐγχειρίδιο πίστεως» γιὰ σχολικὴ καὶ κατηχητικὴ χρήση, κατὰ τὰ πρότυπα τοῦ καταλόγου θεμάτων τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου, ἡ ὁποία περιέργως συνήρχετο τὴν ἴδια ἐποχὴ καὶ ἐπηρέασε κατὰ τὶς ἐκτιμήσεις πολλῶν τὴν δική μας ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία. Λόγῳ τῶν ἀντιδράσεων καὶ ἐπικρίσεων ὁ εὐρὺς αὐτὸς καὶ ἀντισυνοδικὸς κατάλογος ἀποσύρθηκε καὶ ἀναθεωρήθηκε ἀπὸ τὴν Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1976) τῆς Γενεύης, ἡ ὁποία τελικῶς κατέληξε σὲ δέκα θέματα ποὺ θεωρήθηκαν ὡς τὰ πιὸ σημαντικὰ πρὸς διαβούλευση καὶ αὐθεντικὴ ἀπόφαση. Τὰ θέματα αὐτὰ ἀποτελοῦν μέχρι σήμερα καὶ θὰ ἀποτελέσουν τὴν ἡμερήσια διάταξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, εἶναι δὲ τὰ ἑξῆς: α) Ὀρθόδοξη Διασπορά· β) Τὸ Αὐτοκέφαλο καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ· γ) Τὸ Αὐτόνομο καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ· δ) Δίπτυχα· ε) Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου καὶ τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα· στ) Κωλύματα γάμου· ζ) Ἀναπροσαρμογὴ τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων· η) Σχέσεις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον· θ) Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις ι) Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὴν ἐπικράτηση τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων.
Ἡ Β´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1982) στὴ Γενεύη ἀσχολήθηκε μὲ τρία ἀπὸ τὰ θέματα τοῦ καταλόγου: α) Προσαρμογὴ τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων, β) Ἡμερολόγιο καὶ κοινὸς ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα καὶ γ) Κωλύματα τοῦ γάμου. Τὸ πρῶτο θέμα περὶ τῆς νηστείας, λόγῳ ἀνεπαρκοῦς προετοιμασίας τὸ παρέπεμψε στὴν ἑπόμενη (Γ´) Προσυνοδικὴ Διάσκεψη καὶ ἑτοίμασε κείμενα γιὰ τὰ ἄλλα δύο θέματα περὶ τοῦ Ἡμερολογίου – Πασχαλίου καὶ τῶν κωλυμάτων τοῦ γάμου. Ἡ Γ´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1986) στὴ Γενεύη, ἀσχολήθηκε μὲ τέσσερα θέματα γιὰ τὰ ὁποῖα ἑτοίμασε ἀντίστοιχα κείμενα: α) γιὰ τὸ παραπεμφθὲν ἀπὸ τὴν προηγούμενη (Β´) Διάσκεψη θέμα περὶ νηστείας, τοῦ ὁποίου ἄλλαξε τὸν τίτλο ὡς «Ἡ σπουδαιότης τοῦ θεσμοῦ τῆς νηστείας καὶ ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον» β) Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον γ) Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις καὶ δ) Ἡ συμβολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν, καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν καὶ ἄλλων διακρίσεων.
Ἀπέμειναν ἔτσι τέσσερα ἀπὸ τὰ δέκα θέματα μὲ τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ ἀσχοληθεῖ ἡ ἑπόμενη Δ´ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη καὶ νὰ ἑτοιμάσει σχετικὰ κείμενα: α) Ὀρθόδοξη Διασπορά, β) τὸ Αὐτοκέφαλο καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, γ) τό Αὐτόνομο καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ καί δ) τὰ Δίπτυχα. Ἡ Δ´ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη καὶ πάλι λόγῳ δυσκολιῶν καὶ ἀνακατατάξεων, ποὺ ὀφείλονταν κυρίως στὴν πτώση τῶν κομμουνιστικῶν καθεστώτων στὶς Ὀρθόδοξες χῶρες, συνῆλθε τὸν Ἰούνιο τοῦ 2009, εἰκοσιτρία ὁλόκληρα ἔτη μετὰ τὴν προηγούμενη, καὶ ἀπὸ τὰ τέσσερα θέματα συνεζήτησε μόνον τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς γιὰ τὸ ὁποῖο ἑτοίμασε καὶ σχετικὸ κείμενο. Τὰ ὑπόλοιπα τρία συζήτησε πρὶν ἀπὸ τὴν τελευταία Ε´ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη ἡ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ ποὺ συνῆλθε δύο φορὲς στὴν Γενεύη τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2009 καὶ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2011. Ἡ τελευταία Ε´ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη συνῆλθε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2015 καὶ ἑτοίμασε κείμενο μόνον γιὰ τὸ Αὐτόνομο, ἐνῶ τὰ ἄλλα δύο θέματα γιὰ τὸ Αὐτοκέφαλο καὶ τὰ Δίπτυχα, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρξε ὁμοφωνία στὶς προηγηθεῖσες Διορθόδοξες Προπαρασκευαστικὲς Ἐπιτροπές, μὲ κοινὴ ἀπόφαση τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐκπίπτουν τοῦ καταλόγου τῶν θεμάτων καὶ δὲν θὰ περιληφθοῦν στὴν ἡμερησία διάταξη τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.
Ἔτσι ἀπὸ τὰ δέκα ἀρχικὰ θέματα, ποὺ ὅρισε ἡ Α´ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη τελικῶς στὴν Σύνοδο θὰ συζητηθοῦν τὰ ὀκτώ (8). Ἐπειδὴ ὅμως τὰ δύο ἀπὸ αὐτὰ δηλαδὴ τό «Σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» καί «Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις» συνοψίσθηκαν σὲ ἕνα, στό «Σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» τὰ θέματα τελικῶς ἀριθμοῦνται σὲ ἑπτά, δηλαδή: α) Ὀρθόδοξη Διασπορά, β) Τὸ Αὐτόνομο καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, γ) Ἡμερολόγιο καὶ Πασχάλιο, δ) Κωλύματα γάμου, ε) Ἡ σπουδαιότης τοῦ θεσμοῦ τῆς νηστείας, στ) Σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον καὶ ζ) Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους ἐκκλησιῶν στὴν ἐπικράτηση τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν καὶ ἄλλων διακρίσεων.
Ἡ Εἰδικὴ Διορθόδοξη Ἐπιτροπὴ ποὺ ὁρίσθηκε τὸ 2014 ἀπὸ τὴν Σύναξη τῶν Προκαθημένων ἐπέφερε τροποποιήσεις και «βελτιώσεις» στὰ προετοιμασθέντα παλαιότερα κείμενα, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν εἶναι γνωστὲς οὔτε στοὺς ἐπισκόπους τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ὅπως κατήγγειλε ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οὔτε πολὺ περισσότερο, ἔχει ἐνημερωθῆ ὁ θεολογικὸς κόσμος καὶ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ τελικὰ κείμενα παραμένουν κρυφὰ καὶ μυστικά· δὲν δημοσιοποιοῦνται, διότι προφανῶς περιέχουν ἀντορθόδοξες θέσεις, οἱ ὁποῖες θὰ προκαλέσουν τὴν ἀντίδραση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. Ἔχει διαρρεύσει π.χ. ὅτι στὸ σχετικὸ κείμενο γιὰ τὶς σχέσεις μὲ τοὺς ἑτεροδόξους προτείνεται ἡ κατ᾽ οἰκονομίαν ἀναγνώριση τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς ἐκκλησιαστικότητας τῶν Παπικῶν, τῶν Προτεσταντῶν καὶ λοιπῶν αἱρετικῶν. Εἶναι γνωστὸς ἐπίσης ὁ θόρυβος ποὺ προκλήθηκε, ὅταν διέρρευσε ἡ πληροφορία ὅτι προτάθηκε στὸ σχετικὸ κείμενο γιὰ τὴν ἄρση τῶν φυλετικῶν καὶ ἄλλων διακρίσεων νὰ συμπεριληφθοῦν καὶ οἱ σεξουαλικὲς διακρίσεις, οἱ διακρίσεις τῶν δύο φύλων. Ἡ καλύτερη ἀντιμετώπιση καὶ διάψευση τῶν διαρροῶν εἶναι ἡ δημοσίευση τῶν κειμένων, νὰ ἔλθουν ὅλα στὸ φῶς· ἡ ἀλήθεια δὲν φοβᾶται τὸ φῶς. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μασονικὴ στοά, ἀλλὰ σῶμα Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ταυτίζεται πρὸς τὸ Φῶς καὶ τὴν Ἀλήθεια.
2. Μεγάλη ἡ ἀνησυχία γιὰ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν σύντομη ἀναφορὰ στὴν μακρὰ ἱστορία καὶ στὴν θεματολογία τῆς Συνόδου προβάλλουμε καὶ συζητοῦμε τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ ποιά πρέπει νὰ εἶναι ἡ στάση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, ἀπέναντι στὴν μέλλουσα νὰ συνέλθει ἐντὸς τοῦ νέου ἔτους Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο. Πρέπει νὰ χαιρόμαστε ἢ νὰ ἀνησυχοῦμε γιὰ τὸ ὄντως μεγάλο καὶ ἱστορικὸ αὐτὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός; Θὰ προκύψει ὠφέλεια ἢ βλάβη γιὰ τὴν Ἐκκλησία;
Ἡ πρώτη ἀπάντηση αὐτῶν ποὺ ἀγνοοῦν τὴν συνοδικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν γνωρίζουν τὶς κυριαρχοῦσες θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιολο­γικὲς τάσεις στὶς ὑψηλὲς βαθμίδες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας εἶναι ὅτι ἡ Σύνοδος θὰ ὠφελήσει πολὺ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, διότι ἐκτὸς τοῦ ὅτι θὰ ἐπιλύσει κάποια σημαντικὰ θέματα στὶς σχέσεις τῶν τοπικῶν Ὀρθοδό­ξων Ἐκκλησιῶν καὶ στὴν διαποίμανση τῶν πιστῶν, πρὸ παντὸς θὰ ἐνισχύ­σει τὴν ἑνότητα μεταξύ των καὶ θὰ δείξει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, παρὰ τὸ ὅτι ἀποτελεῖται ἀπὸ αὐτοκέφαλες καὶ ἀνεξάρτητες ἐκκλησίες, ἔχει ἰσχυρὴ καὶ ἄρρηκτη ἑνότητα. Θὰ μποροῦσε μάλιστα καὶ ἕνας καλοπροαίρε­τος Ὀρθόδοξος πιστὸς νὰ ἐκτιμήσει καὶ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι πράγματι βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ ἕνα μεγάλο ἱστορικὸ γεγονός, διότι, ἐπὶ τέλους, μετὰ ἀπὸ δώδεκα αἰῶνες, μετὰ δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, συνοδικῆς σιωπῆς καὶ ἀπραξίας σὲ οἰκουμενικὸ πανορθόδοξο ἐπίπεδο, κατορθώνουμε νὰ συγκαλέσουμε μία Μεγάλη Σύνοδο ὡς συνέχεια τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ νὰ δείξουμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι κολλημένη στὸ παρελθόν, στὴν Παράδοση, ὡς ἕνα μουσειακὸ ἀπολίθωμα, ὅπως μᾶς κατηγοροῦν οἱ Προτεστάντες, ἀλλὰ εἶναι ζωντανὸς ὀργανισμὸς ποὺ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ παρόν, γιὰ ἐπίκαιρα θέματα καὶ προβλήματα, καὶ πρὸ παντὸς ὅτι αὐτὴ μόνη ἀποτελεῖ τὴν αὐθεντικὴ συνέχεια τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Συνόδων.
Ἔτσι ἀντιμετώπισαν τὴν Σύνοδο καὶ ἔτσι τὴν ἀντιμετωπίζουν ἀκόμη πολλοὶ Ὀρθόδοξοι, καὶ μάλιστα πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους ποὺ ἔλαβαν μέρος στὶς παλαιὲς μακροχρόνιες προσυνοδικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Διασκέψεις, μετὰ δέους καὶ φόβου ἀναλογιζόμενοι ὅτι βρίσκονται στὴν θέση παλαιῶν Ἁγίων Πατέρων ποὺ ἔλαβαν μέρος ὡς μέλη τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνό­δων. Εἶναι γεμᾶτα τὰ Πρακτικὰ τῶν πρώτων Προσυνοδικῶν Διασκέψεων ἀπὸ τὴν εὐθυνοφόρο αὐτὴ αὐτοσυνειδησία πολλῶν ἀντιπροσώπων.
Δυστυχῶς τὰ ἴδια τὰ πράγματα, ἡ ἴδια ἡ διαδικασία, ἡ ἴδια ἡ θεματολογία, τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενο τῶν κειμένων, ἀλλὰ καὶ πολλὲς δηλώσεις προσώπων ποὺ κατευθύνουν τὴν πορεία τῆς Συνόδου ἐμβάλλουν ὅλους μας σὲ μεγάλη ἀνησυχία γιὰ τὴν ὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου, γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία τῆς Συνόδου. Εἶναι κατασταλαγμένο ἀξίωμα στὴν πίστη καὶ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ ἀναγνώριση τῶν ἀποφάσεων μιᾶς Συνόδου δὲν ἐξαρτᾶται οὔτε ἀπὸ τὴν σοφία, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν ἀρετή, τῶν ἐκπροσώπων, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἂν ἀποτελεῖ συνέχεια αὐθεντικὴ καὶ γνήσια τῶν προηγουμένων συνόδων, τῶν ὁποίων πρέπει νὰ ἀκολουθεῖ πιστὰ τὶς ἀποφάσεις, καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ τὴν ὀρθότητα τῶν δογμάτων καὶ τῶν κανόνων ποὺ θεσπίζει. Εἶναι ἀξιωματικὴ καὶ ἀποφθεγματικὴ ἡ ρήση τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ: «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν».
Δὲν μποροῦμε βέβαια ἐδῶ νὰ ἐκθέσουμε καὶ νὰ παρουσιάσουμε ὅλα τὰ στοιχεῖα, ὅλες τὶς ἐνδείξεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες προκύπτει ὅτι ἡ Σύνοδος βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν συνοδικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καὶ ἀκολουθεῖ δικό της, ἀλλότριο δρόμο, ἐπηρεασμένη ἀπὸ ἄλλες παραδόσεις καὶ ἄλλα πιστεύματα τῶν καιρῶν μας, ἀποκομμένη ἀπὸ τὶς προηγούμενες Ἅγιες Συνόδους. Θὰ σημειώσουμε τὶς σημαντικότερες παρεκκλίσεις.
Ἐν πρώτοις εἶναι ἡ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῶν συνόδων, κατὰ τὴν ὁποία ἡ προετοιμασία διήρκεσε τόσο πολύ. Ὑπάρχει πρωτιά, ρεκόρ, στὸν χρόνο προετοιμασίας τῆς Συνόδου. Ἂν ὑπολογίσουμε τὴν πρώτη ἐπίσημη ἐξαγγελία τοῦ πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη στὸ «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1923, ἔχουν περάσει ἐνενήντα τρία (93) χρόνια. Ἂν ξεκινήσουμε ἀπὸ τὴν πρώτη ὀργανωμένη πανορθόδοξη ἀπόφαση τῆς Α´ Πανορθόδοξης Διάσκεψης τῆς Ρόδου (1961), ἔχομε πενήντα πέντε (55) χρόνια. Καὶ δὲν καθιστοῦμε βέβαια τὸ μακρὸ αὐτὸ χρόνο προετοιμασίας κριτήριο τῆς Συνόδου, ἀλλὰ ἐκτιμοῦμε, μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους, ὅτι αὐτὸ δείχνει ὅτι δὲν ὑπῆρχε οὔτε «εὔλογος αἰτία» οὔτε «ἐπείγουσα ἀνάγκη» γιὰ σύγκληση τῆς Συνόδου, ἀλλὰ ἐξυπηρετοῦνται ἄλλες ἐκκλησιαστικοπολιτικὲς σκοπιμότητες. Διότι, ἂν ὑπῆρχε «ἐπείγουσα ἀνάγκη», ὅπως πάντοτε συνέβαινε στὴν συνοδικὴ παράδοση μὲ τὴν ἐμφάνιση κάποιας αἱρέσεως, σχίσματος ἢ ἄλλης ἐκτροπῆς, αὐτὸ ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ἀμέσως ἐντὸς ὀλίγων μηνῶν ἢ ὀλίγων ἐτῶν.
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ μὲ τὸ λαβύρινθο, τὸ χάος τῶν θεμάτων ποὺ ὅρισε ἡ Α´ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου (1961), τὸ πλῆθος τῶν ὁποίων καὶ ἡ ἐπεξεργασία τους μόνον σὲ Θεολογικὲς Σχολὲς καὶ σὲ ἐρευνητικὰ κέντρα θὰ μποροῦσε νὰ ἀνατεθεῖ γιὰ μελέτη, καὶ ὄχι σὲ σύνοδο, γιὰ νὰ λάβει ἀποφάσεις, διότι ἐκτὸς τοῦ ὅτι γιὰ ὅλα σχεδὸν ὑπάρχουν ἀποφάσεις συνόδων καὶ γνῶμες Ἁγίων Πατέρων, ἡ Σύνοδος πάντοτε ἀσχολεῖται μὲ μικρὸ ἀριθμὸ θεμάτων ποὺ διαταράσσουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ δὲν μεταβάλλεται σὲ Σχολὴ ἢ Κέντρο Ἐρεύνης. Ἀκόμη καὶ στὸν μικρότερο κατάλογο τῶν δέκα θεμάτων μὲ τὰ ὁποῖα ἐπὶ τόσα χρόνια ἀσχολεῖται ἡ προσυνοδικὴ διαδικασία δύο μόνον ἔχουν τὸν χαρακτήρα τοῦ ἐπείγοντος, διότι ἐξαιτίας τους δημιουργοῦνται προβλήματα στὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τῆς λειτουργικῆς καὶ εὐχαριστιακῆς ἑνότητος, τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου – Πασχαλίου καὶ τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα θέματα, ὅπως τῆς νηστείας, τῶν κωλυμάτων τοῦ γάμου, τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, ἐλευθερίας, φυλετικῶν διακρίσεων κ.τ.λ. εἶναι αὐτονοήτως λελυμένα καὶ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπὸ τὴν Πατερικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση, τὰ δὲ ὑπόλοιπα περὶ Αὐτονόμου, Αὐτοκεφάλου, Διπτύχων κ.τ.λ. δείχνουν τὶς τάσεις πρωτοκαθεδρίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν καὶ θὰ μποροῦσαν βέβαια γιὰ λόγους εὐταξίας νὰ διευθετηθοῦν μετὰ ἀπὸ συνεννοήσεις χωρὶς τὴν αἴσθηση τοῦ κατεπείγοντος, δὲν ἔχουν πάντως ἀντίκτυπο στὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν πιστῶν.
Ἀπογοητευτικὴ εἶναι ἡ διαπίστωση τῆς ἀλλαγῆς τοῦ οἰκουμενικοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καὶ περισσότερο ἀπογοητευτικὴ καὶ ἐκκλησιολογικὰ ἀπαράδεκτη ἡ αἰτιολόγηση αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς ποὺ ἔκανε ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος στὴ Σύναξη τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου ποὺ ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη στὶς 29 Αὐγούστου τοῦ 2015. Πιὸ συγκεκριμένα, ἐνῶ ὅλοι ἐπίστευαν, αὐτοὶ ποὺ εἶχαν τὴν πρωτοβουλία καὶ τὴν ἰδέα τῆς Συνόδου, αὐτοὶ ποὺ τὴν προχώρησαν καὶ αὐτοὶ ποὺ τὴν πολέμησαν ὅτι πρόκειται γιὰ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ τὴν ὀνόμασαν Ἁγία καὶ Μεγάλη, ἐπειδὴ ἡ οἰκουμενικότητα μιᾶς Συνόδου ἀναγνωρίζεται ἐκ τῶν ὑστέρων ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ ταῦτα ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης στὴν δήλωσή του αὐτή, ἀνατρέποντας ὅλους καὶ ὅλα, εἶπε ὅτι ἡ Σύνοδος δὲν συγκαλεῖται ὡς Οἰκουμενική, δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς Οἰκουμενική, διότι δὲν μετέχουν οἱ Χριστιανοὶ τῆς Δύσεως. Εἶπε ἐπὶ λέξει: «Δευτέρα παρατήρησις ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου εἶναι ἡ διευκρίνησις περὶ τῆς φύσεως τῆς συγκαλουμένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Κατὰ τὴν ἐπιλογὴν τῆς ὀνομασίας τῆς Συνόδου ταύτης ὑπὸ τῆς Α´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως ἀπεφεύχθη συνειδητῶς ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτῆς ὡς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διὰ τὸν λόγον ὅτι δὲν καλοῦνται ὡς μέλη αὐτῆς οἱ ἐκ τῆς Δύσεως χριστιανοί, ὡς συνέβαινε πάντοτε ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἐκκλησίᾳ κατὰ τὴν σύγκλησιν Οἰκουμενικῶν Συνόδων». Δυσκολεύεται κανεὶς νὰ πιστεύσει ὅτι ἡ δήλωση αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ πατριαρχικὰ χείλη, καὶ μάλιστα ἑνὸς πατριάρχου, ὁ ὁποῖος, καὶ πρὶν γίνει πατριάρχης, ὡς ἐπίσκοπος ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος στὶς Προσυνοδικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Διασκέψεις, σὲ κάποιες ἀπὸ τὶς ὁποῖες καὶ προήδρευσε. Καμμία Προσυνοδικὴ Διάσκεψη δὲν δικαιολόγησε τὴν ὀνομασία τῆς Συνόδου ὡς μὴ Οἰκουμενικῆς, ἐπειδὴ ἀπουσιάζουν οἱ Χριστιανοὶ τῆς Δύσεως. Εἶναι προσωπικὴ ἐσφαλμένη γνώμη τοῦ κ. Βαρθολομαίου, ποὺ δικαιολογεῖται ἀπὸ τὴν δική του νέα ἐκκλησιολογία, ποὺ τὴν ἔχει προβάλει καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις καὶ ἡ ὁποία ἔχει ἐπικριθῆ δημοσίως στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ πολλοὺς ἐπισκόπους, κληρικούς, μοναχούς, καθηγητὰς Θεολογικῶν Σχολῶν, καὶ ἁπλοὺς λαϊκούς, ποὺ ὑπέγραψαν κατὰ χιλιάδες καὶ σχετικὸ κείμενο.
Ἀπὸ τὴν δήλωση αὐτὴ προκύπτει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, δὲν εἶναι πλήρης ἐκκλησία, ἀλλὰ ἐλλιπής. Δὲν μπορεῖ μόνη της νὰ συγκαλέσει Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, γιατὶ εἶναι μόνο ἕνα μέρος τῆς Ἐκκλησίας· λείπει τὸ ἄλλο, οἱ Χριστιανοὶ τῆς Δύσεως, οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες, στοὺς ὁποίους ἔτσι ἀναγνωρίζεται ἐκκλησιαστικότητα. Εἰσάγει ἐπίσης νέα ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων, ὑπονοώντας ὅτι ἡ ἀποκοπὴ τῶν αἱρετικῶν προσβάλλει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν καθολικότητα, ὅτι χωρὶς τοὺς αἱρετικοὺς ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι καθολικὴ καὶ ἑνιαία, καὶ ἔκαναν λάθος οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ οἱ Σύνοδοι ποὺ ἀναθεμάτιζαν καὶ ἀπέκοπταν τοὺς αἱρετικούς. Οὐσιαστικῶς πρόκειται γιὰ ἀποδοχὴ τῆς προτεσταντικῆς θεωρίας τῶν κλάδων, τῆς διευρυμένης ἐκκλησιολογίας τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου περὶ πλήρους καὶ ἐλλιποῦς ἐκκλησιαστικότητος, ὑπὸ ἄλλη παραλλαγή.
Ἐξηγεῖται ἔτσι ἡ μεγάλη καὶ σταθερὴ ἐπιμονὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς προετοιμασίας τῆς Συνόδου στὰ θέματα τῶν σχέσεών μας μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ποὺ τοὺς ἀναγνωρίζουμε καὶ τοὺς ὀνομάζουμε ὡς ἐκκλησίες ἐκτὸς Ἐκκλησίας, κατὰ προφανέστατη ἐκκλησιολογικὴ πλάνη. Δὲν τοὺς ὀνομάζουμε πλέον αἱρέσεις καὶ αἱρετικούς, ὅπως τοὺς ὀνόμαζαν ὅλες οἱ διευρυμένες ἐνδημοῦσες Σύνοδοι τῆς Κωνσταντινούπολης τὸν 19ο αἰώνα, καί, χωρὶς νὰ ἐγγράψουμε τὸ θέμα αὐτὸ εὐθέως πρὸς συζήτηση στὴν Σύνοδο, τοὺς ἀναγνωρίζουμε ἐμμέσως ὡς ἐκκλησίες. Ἀπὸ κείμενα τῆς Συνόδου ποὺ διέρρευσαν προκύπτει ὅτι βαίνουμε πρὸς ἀναγνώριση τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς ἐκκλησιαστικότητας τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν.
Ἡ κατάργηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ χαρακτῆρος τῆς Συνόδου διευκολύνει τοὺς σχεδιαστὲς καὶ πρωτεργάτες της καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα. Ἂν ἡ Σύνοδος ἐργασθεῖ ὡς Οἰκουμενική, εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ ἀναγνωρίσει τὶς θεωρούμενες ἀπὸ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους δύο συνόδους τοῦ ἐνάτου καὶ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ὡς οἰκουμενικές, δηλαδὴ τὴν Η´ ἐπὶ Φωτίου, τοῦ 879, καὶ τὴν Θ´ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ 1351, οἱ ὁποῖες ὅμως κατεδίκασαν ἡ μὲν πρώτη τὸ Filioqueὡς αἵρεση, ἡ δὲ δεύτερη τὴν περὶ κτιστῆς Χάριτος αἵρεση, ἑπομένως καὶ τὸν Παπισμό ὡς αἵρεση. Γι᾽ αὐτὸ εἶναι καὶ στὴν σωστὴ κατεύθυνση καὶ προσαρμοσμένη στὴν ὅλη ἱστορία καὶ στὶς προσδοκίες ὅλων ἀπὸ τὴν Σύνοδο ἡ πρόταση τοῦ πατριάρχου Σερβίας κ. Εἰρηναίου πρὸς τοὺς προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νὰ τεθεῖ στὴν Σύνοδο τὸ θέμα τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν δύο συνόδων ὡς Οἰκουμενικῶν, πρᾶγμα ποὺ δυσκολεύει τὸ φιλοπαπικὸ Φανάρι.
Ἐπίσης, ἂν ἡ Σύνοδος ἐργασθεῖ ὡς Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, θὰ ἔλθει σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἐκκλησιολογικὸ μοντέλο τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», ποὺ οἰκοδομήθηκε τὶς τελευταῖες δεκαετίες καὶ ἐπισημοποιήθηκε στὸν Θεολο­γικὸ Διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς στὸ Balamandτοῦ Λιβάνου (1993), ὅπου ἀναγνώρισαν οἱ ὑπογράψαντες Ὀρθόδοξοι τὸν Παπισμὸ ὡς Ἐκκλησία μὲ Χάρη, μυστήρια καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή. Πῶς νὰ ἀποκλείσεις ἀπὸ τὴν Σύνοδο μία «ἀδελφὴ ἐκκλησία»; Εἶναι σὰν νὰ ἀποκλείεις μία τοπικὴ κανονικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιὰ τὴν ὁποία καὶ μόνον ἰσχύει καὶ εἶναι ὀρθὸς ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς ἀδελφῆς ἐκκλησίας, καὶ ὄχι γιὰ τὶς αἱρετικὲς χριστιανικὲς κοινότητες, ὅσο ἰσχυρὲς καὶ πολυάνθρωπες καὶ ἂν εἶναι.
Ἡ ἄρνηση τῆς οἰκουμενικότητας τῆς Συνόδου διευκολύνει ἐπίσης στὸ νὰ μὴ κληθοῦν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν, ὅπως ἐγίνετο σὲ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, καὶ ἔτσι νὰ ἀποφευχθει ἡ πιθανότητα κάποιοι παραδοσιακοὶ ἐπίσκοποι νὰ ἀντιδράσουν σὲ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ἀνατρεπτικὲς τῆς Παραδόσεως ἢ κάποια τοπικὴ ἐκκλησία νὰ ἔχει μεγαλύτερη δύναμη στὴν λήψη ἀποφάσεων, λόγῳ τοῦ μεγαλυτέρου ἀριθμοῦ ἐπισκόπων. Αὐτὰ ὅμως ἀποτελοῦν ἀνθρώπινες ἰδιοτελεῖς σκοπιμότητες, ξένες πρὸς ἁγιοπνευματικὰ κριτήρια, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία θεωρεῖ ὅτι ὁ ἐπίσκοπος κάθε ἐπαρχίας, καὶ τῆς μικρότερης, ἐκπροσωπεῖ μὲ τὸ ποίμνιό του ἕνα ζωντανὸ μέρος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ δὲ ἀπουσία του ὄχι μόνο τραυματίζει τὴν ὁλοκληρία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ στερεῖ τὴν δυνατότητα νὰ ἐκφρασθεῖ ἀπὸ ὅλους ἡ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία φαίνεται ὅτι φοβοῦνται οἱ ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν προετοιμασία καὶ σύγκληση τῆς Συνόδου. Δὲν δικαιολογεῖται μὲ κανένα κριτήριο, οὔτε ποιμαντικὸ οὔτε ἐκκλησιολογικό, ἡ συμμετοχὴ μόνον εἰκοσιτεσσάρων (24) ἐπισκόπων ἀπὸ κάθε ἐκκλησία, πρᾶγμα ποὺ προσβάλλει καὶ τὴν ἰσότητα τῶν ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ δημιουργεῖ ἐρωτηματικὰ γιὰ τὰ κριτήρια ἐπιλογῆς τῶν ἐπισκόπων ποὺ θὰ μετάσχουν. Εἶναι μειωμένης ἐπισκοπικῆς εὐθύνης καὶ ἀξίας οἱ ἐπίσκοποι ποὺ δὲν θὰ μετάσχουν καὶ ποὺ ἀποτελοῦν τὴν μεγάλη πλειονότητα στὶς περισσότερες αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες; Ποιός γνωρίζει καὶ ποιός θὰ μεταφέρει στὴν Σύνοδο τὶς σκέψεις, τὶς ἐκτιμήσεις καὶ τὶς ἀντιδράσεις τῶν ποιμνίων τους;
Τελειώνοντας εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐκφρασθεῖ ἡ ἀγωνία καὶ ἡ ἀνησυχία γιὰ τὴν ἔκβαση τῆς Συνόδου ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἀπουσιάζουν φλέγοντα καὶ ἐπείγοντα θέματα, τὰ ὁποῖα δημιουργοῦν διαιρέσεις καὶ σχίσματα, ἡ δὲ συμπερίληψη μερικῶν ἐξ αὐτῶν στὸ θεματολόγιο τῆς Συνόδου καὶ ἡ μέχρι τώρα προετοιμασία δὲν προοιωνίζονται τὴν ὁριστικὴ καὶ κανονική τους ἐπίλυση. Ὑπάρχουν δὲ καὶ ἄλλα, ἐπείγοντα καὶ σοβαρά, γιὰ τὰ ὁποῖα λόγῳ τῆς κυριαρχούσης στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἡγεσίες οἰκουμενιστικῆς συγκρητιστικῆς νοοτροπίας, ὡς καὶ τοῦ πνεύματος, ἐκκοσμίκευσης, ἀποφεύγουν νὰ λάβουν ἀποφάσεις. Τὰ δύο θέματα π.χ. στὰ ὁποῖα καὶ προηγουμένως ἀναφερθήκαμε, τῆς Διασπορᾶς καὶ τοῦ Ἡμερολογίου – Πασχαλίου, εἰς μὲν τὸ πρῶτο δίδεται μία προσωρινὴ μεταβατικὴ λύση μὲ τις ἐπισκοπικὲς συνελεύσεις καὶ δὲν τηρεῖται καὶ πάλι ἡ βασικὴ κανονικὴ καὶ ἐκκλησιολογικὴ ἀρχὴ στὸν ἴδιο τόπο νὰ ὑπάρχει ἕνας μόνον ἐπίσκoπος, εἰς δὲ τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου – Πασχaλίου, ἀντὶ νὰ ἐπιδιωχθεῖ μὲ κάθε τρόπο ἡ θεραπεία τοῦ σχίσματος ποὺ προκάλεσε ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση, θὰ προκληθεῖ τώρα καὶ ἄλλο σχίσμα μὲ τὸν προτεινόμενο καὶ προωθούμενο κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Εὐτυχῶς ποὺ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καὶ ἄλλες Ἐκκλησίες ποὺ τηροῦν τὸ παλαιὸ πάτριο Ἡμερολόγιο κατέστησαν σαφές, ὅτι οὔτε θὰ προσχωρήσουν στὸ Νέο Ἡμερολόγιο, οὔτε θὰ συζητή­σουν τὸ θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Τὸ ἐπώδυνο πάντως καὶ τραυματικὸ σχίσμα ἀπὸ τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση παραμένει· κάποιες πλευρὲς πάντως πρέπει νὰ δείξουν γενναιότητα καὶ ἢ νὰ ἀναγνω­ρίσουν τὸ λάθος τῆς ἐσπευσμένης καὶ μονομεροῦς, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση, εἰσαγωγῆς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου καὶ νὰ ἐπανέλθουν στὸ Παλαιό, γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ λατρευτικὴ ἑνότητα ἢ νὰ πείσουν τοὺς ἄλλους συνοδικὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὸ Νέο. Ἄλλος δρόμος δὲν ὑπάρχει. Διαφο­ρετικὰ καθίστανται ὑπεύθυνοι γιὰ τὸ σχίσμα, τὸ ὁποῖο κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τὸ ὁποῖο κατὰ τὸν αὐτὸν μεγάλο Πατέρα δὲν ξεπλύνεται οὔτε μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου.
Μνημονεύουμε ἀκόμη μερικὰ ἀπὸ τὰ φλέγοντα καὶ ἐπείγοντα θέματα μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἔπρεπε νὰ ἀσχοληθεῖ ἡ Σύνοδος. Ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ, διαβρώνει συνειδήσεις καὶ ἐξαπλώνεται στὶς τάξεις τῶν κληρικῶν καὶ τῶν λαϊκῶν. Ἀντὶ δὲ τῆς καταδίκης του ἡ Σύνοδος ἐμμέσως τὸν υἱοθετεῖ καὶ τὸν ἐνισχύει. Φαίνεται μάλιστα ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ βασικὸς καὶ κύριος στὸχος τῆς Συνόδου· ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι προσχήματα καὶ παραγεμίσματα. Θὰ ἐπιβεβαιωθεῖ πανορθοδό­ξως καὶ πρὸς ἄρσιν κάθε ἐπιφυλάξεως ἡ καταδίκη τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὡς αἱρέσεων; Θὰ διακοποῦν οἱ ἀποτυχημένοι καὶ ζημιογόνοι Θεολογικοὶ Διάλογοι; Θὰ ἀποχωρήσουμε ἀπὸ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ποὺ οὐσιαστικὰ εἶναι Παγκόσμιο Συμβούλιο Αἱρέσεων; Ὁ Τεκτονισμός, ἡ Μασονία, γνωρίζει ἐπίσης μεγάλη διάδοση, καὶ ἐνῶ ἔχει καταδικασθῆ ὡς ἀσυμβίβαστος μὲ τὴν χριστιανικὴ πίστη μὲ ἀποφάσεις τοπικῶν ἐκκλησιῶν, δὲν ἔχει ληφθῆ ἀκόμη πανορθόδοξη ἀπόφαση. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ πολλὰ θέματα Βιοηθικῆς καὶ ἰατρικῆς δεοντολογίας, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ὑποβοηθούμενη ἀναπαραγωγή, τὶς μεταμοσχεύσεις, τὸν ἐγκεφαλικὸ θάνατο, τὴν εὐθανασία, τὴν Ὁμοιοπαθη-τική, ποὺ διχάζουν τὶς γνῶμες κληρικῶν καὶ θεολόγων. Ἰδιαίτερα πρέπει νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ἡ σχεδιασμένη προβολὴ καὶ ἀποενοχοποίηση τοῦ φρικτοῦ καὶ χειρίστου ἁμαρτήματος τῆς Ὁμοφυλοφιλίας καὶ ἡ ἀποδόμηση καὶ ἐκθεμελίωση τοῦ θεοσύστατου μυστηρίου τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας, ὅπως καὶ ἡ προώθηση ἀπὸ πολιτικὲς νεοεποχίτικες ἡγεσίες τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν, ποὺ προσβάλλει καὶ βεβηλώνει τὴν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τὸ ὁποῖο στὶς περιπτώσεις ἁγίων ἀνθρώπων παραμένει ἄφθαρτο καὶ μυροβόλο· ἐνοχλεῖται ἰδιαζόντων ὁ Σατανᾶς ἀπὸ τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων.
Ἐπίλογος

Ἀπὸ τὴν ἐπιχειρηθεῖσα σύντομη παρουσίαση τῆς πορείας ποὺ ἀκολού­θησε ἡ προετοιμασία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καταφαίνεται ὅτι ἡ μεθοδολογία καὶ ἡ θεματολογία της εἶναι ὄχι μόνο ξένα πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἀλλὰ καὶ συνειδητὰ ἐπιχειροῦν νὰ τὴν ἀλλοιώσουν καὶ νὰ τὴν ἀνατρέψουν. Οἱ τελευταῖες διορθωτικὲς δῆθεν παρεμβάσεις καὶ ἀναθεωρήσεις παλαιῶν κειμένων τηροῦνται μυστικές· περιμένουμε μὲ ἀγωνία τὴν δημοσίευσή τους, γιὰ νὰ δοῦμε ἂν διαψεύδονται ἢ ἐπιβεβαιώ­νονται οἱ ἀνησυχίες μας, κυρίως ὅμως γιὰ νὰ διευρυνθεῖ ὁ συνοδικὸς κύκλος ἀποδοχῆς τους καὶ νὰ ἐκφρασθεῖ εὐρύτερα ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Πρὸς τὸ παρὸν δὲν ἐλπίζουμε πὼς ἡ Σύνοδος θὰ ἀποτελεῖ αὐθεντικὴ καὶ γνήσια συνέχεια τῶν προηγουμένων συνόδων καὶ πὼς θὰ ἀποφασίσει πατερικὰ καὶ ἁγιοπνευματικά, ἀλλὰ οἰκουμενιστικὰ καὶ ἐκκοσμικευμένα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐκτιμοῦμε ὅτι εἶναι καλύτερα νὰ μὴ συνέλθει, ὅπως ἐπίστευαν μεγάλοι Ἅγιοι καὶ Γέροντες τῶν καιρῶν μας, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς μὲ εἰδικὰ ὑπομνήματα πρὸς τὴν ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, μέ ὅσα γιὰ ἐνέργειες τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα ἔγραψε καὶ ὁ ὁσιακῆς βιοτῆς Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος μὲ εἰδικὰ κείμενα περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Ἐμπι­στευόμαστε περισσότερο τοὺς Ἁγίους μὲ τὸν θεῖο φωτισμό, παρὰ τοὺς σο­φοὺς μὲ τὸν ἀνθρώπινο ἐπισφαλῆ λογισμό.