Οἱ ἐργασίες τοῦ 56ου Παιδαγωγικοῦ Συνεδρίου Μεγάλου Βασιλείου ἔληξαν μέ ἐπιτυχία σέ Ἀθήνα καί Θεσσαλονίκη.
ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ
Ὁ ἀθεϊσµός ἐκφράστηκε διαχρονκά ὡς εἰδωλολατρία, πολυθεϊσµός, ἀθεΐα, ἀγνωστικισµός, πανθεϊσµός, δεϊσµός καί ἀθεϊσµός.
Μετά τόν ἀνθρωπισµό ὁ ἀθεϊσµός ἀποκτᾶ ἐπιθετικό κατά τῆς θρησκείας χαρακτήρα, ἀφορµώµενος κυρίως ἀπό τήν ἀσυνεπή συµπεριφορά πολλῶν κατ’ ὄνοµα χριστιανῶν καί ἀποσκοπώντας στήν ἀποθέωση τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν ἔργων του. Ἀθεϊσµός σηµαίνει ἐξανθρωπισµό, ἐξορθολογισµό, ἰδεολογικοποίηση καί γενικά κακοποίηση τῆς ἔννοιας τοῦ Θεοῦ, πού ὁδήγησε µέχρι καί τόν «θάνατο τοῦ Θεοῦ».
Στίς ἡµέρες µας ὁ Θεός τείνει νά ὑποκατασταθεῖ ἀπό τά λεγόµενα «θρησκευτικά ὑποκατάστατα», µεταξύ τῶν ὁποίων κυρίαρχη θέση κατέχουν ὁ ἐθνικισµός, ἀριστερές ἰδεολογίες, ἡ ἐπιστήµη καί ἡ οἰκονοµία. Ἡ τελευταία κατέστη αὐτοσκοπός καί κινητήρια δύναµη τῶν πάντων, µάλιστα τῆς πολιτικῆς.
Καθώς ἡ ἐπιστήµη προοδεύει, ὁ Θεός «ἀποχωρεῖ». Κι αὐτό, γιά νά ἀφήσει τό πεδίο ἐλεύθερο στήν ἐπιστήµη νά ἐµβαθύνει περισσότερο στά µεγαλεῖα Του καί νά Τόν δοξάσει.
Σχετικά µέ τίς σύγχρονες ἐπιστῆµες τῆς Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας καί Γενετικῆς, σηµαντική ἀµφισβήτηση ἐγείρεται τελευταῖα ὡς πρός τήν ἐπιστηµονική τεκµηρίωση τῆς θεωρίας τῆς ἐξελίξεως, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἁπλή ἐπιστηµονική θεωρία, ἀλλά ἰδεολογία καί κοσµοθεωρία. Ἐξάλλου ἡ διαχείριση τῆς ζωῆς ἀπό σηµαντική µερίδα βιολόγων δείχνει ἔλλειψη σεβασµοῦ πρός τή ζωή καί τόν Δηµιουργό της.
Ὡς πρός τίς σύγχρονες κοσµολογικές ἀντιλήψεις καί τήν ὀρθόδοξη πίστη παρατηρεῖται ἀπόλυτη συµφωνία µεταξύ τῆς ὅλης περιγραφῆς τῆς δηµιουργίας ἀπό τή Βίβλο καί τῶν συµπερασµάτων τῆς σύγχρονης ἐπιστήµης. Ἰδιαίτερα γιά τίς πρῶτες δύο ἡµέρες καί τό α΄ µέρος τῆς τρίτης ἡ ἐπιστήµη προσφέρει ἐντυπωσιακές λεπτοµέρειες, πού τονίζουν τό µεγαλειῶδες τῆς περιγραφῆς τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Τό ἑλληνικό Σύνταγµα κατοχυρώνει τούς θεµελιώδεις ἱστορικούς θεσµούς τοῦ ἔθνους καί τόν ὀρθόδοξο χριστιανικό προσανατολισµό τῆς παιδείας. Παρέχει ἀποτελεσµατική προστασία στό δικαίωµα τῆς δηµόσιας θρησκευτικῆς ζωῆς καί τοῦ σεβασµοῦ τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήµατος ὅλων τῶν πολιτῶν. Ὡς ἐκ τούτου οἱ ἀθεϊστικές ὀργανώσεις δέν δικαιοῦνται νά ἐπιδιώκουν τά δικά τους ἰδεώδη νά καταστοῦν ὑποχρεωτικοί κανόνες µιᾶς ὁλόκληρης κοινωνίας.
Προσωρινά µόνο φαίνεται νά κερδίζει ἡ ἀθεΐα πολιτικά καί κοινωνικά πλεονεκτήµατα. Στήν οὐσία ὅµως ἡ ἐποχή µας εἶναι ἐποχή ἥττας τῆς ἀθεΐας. Κι αὐτό, διότι οὐσιαστικά ἄθεος ἄνθρωπος δέν ὑπάρχει· δέν µπορεῖ νά ὑπάρξει, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι θεόπλαστος καί θεόµορφος, «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλασµένος. Ζεῖ καί κινεῖται µέσα στήν ἀτµόσφαιρα τοῦ Θεοῦ, καί Αὐτόν ἀναζητεῖ, ἔστω καί ἀνεπίγνωστα. Ὅποιος ἀρνεῖται τόν Θεό, ἀρνεῖται τή δική του ἀνθρώπινη ὀντότητα. Ἡ ἀθεΐα ἀποτελεῖ ἀπανθρωπία.
Μέγιστη ἀνάγκη εἶναι τό σχολεῖο νά ἀντισταθεῖ στά διαλυτικά φαινόµενα πού προκαλεῖ ἡ αὐτονόµηση ἀπό τόν Θεό καί νά ἑδραιώσει τήν κοινωνική συνοχή µέ τήν καλλιέργεια κοινοῦ πνευµατικοῦ προσανατολισµοῦ, βασικό στοιχεῖο τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία. Ὁ κάθε δάσκαλος ἔχει ὑποχρέωση νά καλλιεργήσει τήν πίστη στίς εὐαίσθητες ψυχές τῶν µαθητῶν του, σεβόµενος πλήρως τήν ἐλευθερία τους. Νά τούς βοηθήσει νά ἀνακαλύψουν µέσα τους τήν πραγµατική τους ταυτότητα, τή θεϊκή προέλευση καί προοπτική τους.