: Ο ένας στους τέσσερις στα πανεπιστήμια εγκαταλείπει τις σπουδές του. Το ποσοστό στα είναι μεγαλύτερο, διότι πολλοί φοιτητές κάνουν μόνο εγγραφή και δοκιμάζουν για δεύτερη φορά την τύχη τους στις .

Οι λόγοι των υψηλών ποσοστών εγκατάλειψης είναι πολλοί, ωστόσο ο βασικότερος, όπως αναφέρει στην «Κ» ο μαθηματικός-αναλυτής κ. Στράτος Στρατηγάκης, είναι τα λάθη που κάνουν οι υποψήφιοι κατά τη συμπλήρωση του . Μια διαδικασία που φέτος ολοκληρώνεται τη Δευτέρα 16 Ιουλίου και θεωρείται το «τελευταίο» μάθημα στο οποίο οφείλουν να εξεταστούν οι υποψήφιοι.

Ειδικότερα, τα τμήματα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι συνολικά 420, εκ των οποίων τα 285 στα πανεπιστήμια και τα 135 στα ΤΕΙ. Το επιστημονικό με τα περισσότερα τμήματα είναι το 2ο (θετικών και τεχνολογικών επιστημών) με 247 τμήματα και 37.025 θέσεις. Ακολουθούν το 4ο (οικονομίας και πληροφορικής) με 173 τμήματα και 31.768 θέσεις, το 1ο (ανθρωπιστικών, νομικών και κοινωνικών επιστημών) με 135 τμήματα και 21.503 θέσεις και το 3ο (υγείας και ζωής) με 133 τμήματα και 19.563 θέσεις. Ωστόσο, καθώς υπάρχουν τμήματα τα οποία περιλαμβάνονται σε περισσότερα του ενός , η πρόσθεση των τμημάτων κάθε πεδίου δεν δίνει 420, ούτε και η πρόσθεση του αριθμού θέσεων κάθε πεδίου δίνει τις 74.692 θέσεις, που είναι ο συνολικός φετινός αριθμός εισακτέων σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ.

Σύμφωνα με τον κ. Στρατηγάκη, κατά την συμπλήρωση του μηχανογραφικού οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν μελετήσει τους οδηγούς σπουδών των τμημάτων που δηλώνουν. «Ελάχιστοι μελετούν τους οδηγούς, με αποτέλεσμα να εισάγονται σε σχολές έχοντας θολή εικόνα για τις σπουδές που θα κάνουν. Αν δεν τους αρέσουν τα μαθήματα, δεν θα τα διαβάζουν, με αποτέλεσμα να καθυστερήσουν στην αποφοίτηση ή να εγκαταλείψουν τις σπουδές. Η επιλογή γίνεται, πολλές φορές, με κριτήριο τον τίτλο της σχολής ή την περυσινή της βάση. Πρόκειται για ρηχή αντιμετώπιση ενός πολύ σοβαρού θέματος», αναφέρει ο ίδιος.

Συχνό λάθος

Σημαντικό λάθος, επίσης, είναι ότι οι υποψήφιοι συγκρίνουν τις μονάδες που έχουν συγκεντρώσει με τις της προηγούμενης χρονιάς, οι οποίες προέκυψαν υπό άλλες συνθήκες. Διαφορετικά θέματα και διαφορετική κατανομή των σχολών στα επιστημονικά πεδία καθιστούν τις βάσεις του προηγούμενου έτους αναξιόπιστο μέτρο σύγκρισης.

Πολλοί υποψήφιοι προσπαθούν να μπουν στη σχολή με την υψηλότερη βάση που μπορούν να πετύχουν. Αυτό γίνεται γιατί, δυστυχώς, η βάση της σχολής έχει μετατραπεί σε άτυπη αξιολόγηση της . Θεωρούν ότι αν μία σχολή έχει υψηλή βάση, θα είναι απαραίτητα καλή, ενώ αν έχει χαμηλή βάση δεν είναι καλή. Ωστόσο, η βάση της σχολής εκφράζει μόνο τη ζήτηση για σπουδές στη σχολή σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο (ενδεικτική είναι η προ ετών εκτίναξη των βάσεων στα παιδαγωγικά τμήματα και η κατοπινή πτώση τους).

Αρκετοί υποψήφιοι πιστεύουν ότι όσο περισσότερες σχολές δηλώσουν τόσο καλύτερα στην προσπάθειά τους να μη μείνουν εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Λάθος, γιατί όσοι δηλώνουν πάρα πολλά τμήματα δεν μπορούν να τα κατατάξουν σωστά, χάνονται μέσα στις τόσες πολλές επιλογές, με κίνδυνο να εισαχθούν σε σχολή που δεν επιθυμούν και να έχουν αυξημένες πιθανότητες εγκατάλειψης των σπουδών τους.

Και τέλος, όπως λέει ο κ. Στρατηγάκης «οι υποψήφιοι πρέπει να γνωρίζουν ότι τώρα επιλέγουν σπουδές και όχι επάγγελμα. Το επάγγελμα ή τα επαγγέλματα που θα ασκήσουν στο μέλλον δεν εξαρτώνται μόνο από τις σπουδές τους, αλλά και από τις εργασιακές συνθήκες, τις δεξιότητές τους και τις ευκαιρίες που θα έχουν».