Σημαντικό συναισθηματικό αντίκτυπο φαίνεται να έχει η επιδημία του κορονοϊού στην Ελλάδα σε ποσοστό άνω του 25% του πληθυσμού, δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Πέτρος Σκαπινάκης, επικαλούμενος έρευνα που πραγματοποίησε, με πρόσκληση μέσω κοινωνικών δικτύων και ΜΜΕ με την ομάδα του, 8-12 Απριλίου, σε δείγμα 3.379 ατόμων (2457 γυναίκες και 922 άνδρες) από όλη την Ελλάδα.

Όπως επισημαίνει ο καθηγητής, ο συναισθηματικός αντίκτυπος που προκαλεί η επιδημία (με κύρια συμπτώματα την ανησυχία για την επιδημία, το θυμό για την επικράτησή της αλλά και την θλίψη για τις πιθανές συνέπειες) ήταν σχεδόν διπλάσιος στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες. «Αν και συνολικά το επίπεδο της ψυχικής υγείας είναι συγκρίσιμο με προηγούμενες περιόδους, η καταθλιπτική συμπτωματολογία βρέθηκε να είναι μεγαλύτερη στους συμμετέχοντες με υψηλό συναισθηματικό αντίκτυπο της επιδημίας, σε μαθητές και φοιτητές, σε όσους βρίσκονταν σε απομόνωση λόγω συμπτωμάτων και σε εκείνους που είχαν υπερβολική έκθεση σε ΜΜΕ ή στα κοινωνικά δίκτυα για αναζήτηση πληροφοριών σχετικών με τον κορονοϊό». «Είναι ενδεικτικό, αναφέρει ο κ. Σκαπινάκης, ότι όσοι είχαν μεγαλύτερη καταθλιπτική συμπτωματολογία, ανέφεραν μεγαλύτερη δυσκολία να περιοριστούν στο σπίτι, τηρώντας την καραντίνα και δαπάνησαν περισσότερες ώρες εκτός σπιτιού».

Καταλυτικό το χιούμορ για τους Έλληνες

Ένα σημαντικό εύρημα σύμφωνα με τον καθηγητή είναι ότι υπήρξαν μεγάλα ποσοστά αποδοχής της πραγματικότητας και μικρή συχνότητα άρνησης, ενώ το χιούμορ φάνηκε ότι στάθηκε καταλυτικό. «Οι συμμετέχοντες χρησιμοποίησαν πολλές στρατηγικές για να καταφέρουν να αντεπεξέλθουν στο στρες της επιδημίας και να προσαρμοστούν καλύτερα στα νέα δεδομένα. Υπήρξε μεγάλος βαθμός αποδοχής της πραγματικότητας (πάνω από 90%), ενώ η “άρνηση” ως μηχανισμός χρησιμοποιήθηκε από πολύ λίγους. Σημαντικό επίσης ρόλο στην προσαρμογή έπαιξαν η υιοθέτηση στρατηγικών που βασίζονται στο χιούμορ (77%), στον προσεκτικό σχεδιασμό για το μέλλον (75%), στην θετική αναπλαισίωση (72%) και στην ανάληψη πρακτικών μέτρων (70%). Στρατηγικές προσαρμογής που βασίστηκαν στο συναίσθημα χρησιμοποιήθηκαν λιγότερο». Είναι πιθανό, τονίζει ο κ. Σκαπινάκης, αυτές οι πιο πρακτικές στρατηγικές που υιοθετήθηκαν, να βοήθησαν στην καλύτερη προσαρμογή των Ελλήνων, και στην τήρηση των οδηγιών για την πρόληψη της μετάδοσης του ιού.

Απαισιοδοξία για τις δυνητικές οικονομικές συνέπειες σε ποσοστό 74%

Συμβατή με την υιοθέτηση πιο ώριμων στρατηγικών προσαρμογής ήταν και οι αντιλήψεις των Ελλήνων σχετικά με τις δυνατότητες ελέγχου της επιδημίας και την πρόληψη των συνεπειών, αναφέρει ο καθηγητής Ψυχιατρικής. «Οι συμμετέχοντες επέδειξαν ισχυρή αίσθηση προσωπικού ελέγχου για την πρόληψη των κινδύνων της επιδημίας, με ποσοστό υψηλής αντίληψης ελέγχου που έφτασε στο 66% (χωρίς διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών). Ωστόσο, η συμφωνία σχετικά με τις δυνατότητες των διαθέσιμων θεραπειών να ελέγξουν τη νόσο από τον ιό ήταν μικρή (25%). Πιο απαισιόδοξη ήταν η πρόβλεψη για τις δυνητικές οικονομικές συνέπειες στο άμεσο μέλλον (74%) και της μεγάλης διάρκειας της επιδημίας (48%)».

Αρκετά υψηλή ή αίσθηση του κοινωνικού στιγματισμού ιδιαίτερα στους άνδρες

Όσον αφορά την αίσθηση του κοινωνικού στιγματισμού σε περίπτωση που κάποιος νοσήσει, στην έρευνα αποτυπώνεται ότι είναι αρκετά υψηλή, και ιδιαίτερα στους άνδρες. «Το 29% των ανδρών και το 26% των γυναικών δήλωσαν ότι συμφωνούν έντονα με την αντίληψη ότι «εάν περάσω την ασθένεια οι άλλοι θα με αντιμετωπίζουν διαφορετικά στο μέλλον». Η εν λόγω μελέτη σύμφωνα με τον κ. Σκαπινάκη «δείχνει ότι η επιδημία του κορονοϊού στην Ελλάδα, οδήγησε σε ισχυρή συναισθηματική αντίδραση, αλλά από την άλλη κινητοποίησε πρακτικούς και ενεργητικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης, που ενδέχεται να έπαιξαν τον ρόλο τους στην καλή έκβαση που μέχρι στιγμής βλέπουμε στην Ελλάδα».

ΑΠΕ ΜΠΕ