Eπιδείνωση των στοιχείων που αφορούν στην ανισότητα, τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα τα τελευταία δύο έτη

Για επιδείνωση των στοιχείων που αφορούν στην ανισότητα, τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα τα τελευταία δύο έτη, κάνει λόγο η έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2022, εκτιμώντας ότι εν μέρει ήταν αναμενόμενη δεδομένων των επιπτώσεων της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα και τα εισοδήματα των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των νέων εργαζομένων, των ατόμων με χαμηλή εκπαίδευση και των ατόμων με χαμηλό εισόδημα.

Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία για τα εισοδήματα των νοικοκυριών το 2020 που προέρχονται από την έρευνα EU-SILC 2021, μεταβλήθηκαν ανοδικά οι ακόλουθοι δείκτες (βλ. Διάγραμμα IV.18):

α) Ο δείκτης του κινδύνου σχετικής φτώχειας αυξήθηκε στο 19,6%, από 17,7% που είχε καταγραφεί για τα εισοδήματα του 2019 (EU-SILC 2020),ανατρέποντας την τάση αποκλιμάκωσης που είχε παρατηρηθεί τα προηγούμενα έτη. Επίσης, ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας στην Ελλάδα παραμένει πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ-27 (16,8%) και είναι ο όγδοος υψηλότερος στην ΕΕ-27.

β) Το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό, σύμφωνα με τον αναθεωρημένο ορισμό, αυξήθηκε σε 28,3% (ή 2.971 χιλιάδες άτομα), από 27,4% το 2019 και 29,0% το 2018. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27, η Ελλάδα εμφάνιζε το 2020 τον τρίτο υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Ο μέσος όρος ήταν 21,7% στις χώρες της ΕΕ-27.

γ) Οι δείκτες εισοδηματικής ανισότητας στην Ελλάδα εμφανίζουν σημαντική επιδείνωση το 2020 (βλ. Διάγραμμα IV.19), παραμένοντας ωστόσο κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ-27.

 

Ο δείκτης ανισότητας Gini αυξήθηκε στο 32,4% για τα εισοδήματα του 2020 (ΕΕ-27: 30,1%), από 31,4% για τα εισοδήματα του 2019. Αύξηση παρουσίασε και ο δείκτης S80/S20, από 5,2 για τα εισοδήματα του 2019 στο 5,8 για τα εισοδήματα του 2020 (ΕΕ-27: 5,0). 23 Στην αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης (εισοδήματα 2008) οι δύο δείκτες ανισότητας ήταν 33,1% και 5,8 αντίστοιχα. Αντίθετα, ο δείκτης φτώχειας σε απόλυτους όρους, ο οποίος διατηρεί το κατώφλι φτώχειας σταθερό σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης του 2008, μειώθηκε στο 37,3% για τα εισοδήματα του 2020 (από 37,9% για τα εισοδήματα του 2019) συνεχίζοντας την πτωτική του πορεία από το 2015. Σημειώνεται ωστόσο ότι ο κίνδυνος φτώχειας υπολογιζόμενος με το παραπάνω κατώφλι φτώχειας ήταν μόλις 18,9% για τα εισοδήματα του 2008. Ο ίδιος δείκτης στην ΕΕ είναι αισθητά χαμηλότερος, 13,0% για τα εισοδήματα του 2020. Ευνοϊκά μεταβλήθηκε και το χάσμα ή βάθος της σχετικής φτώχειας, 24 σημειώνοντας πτώση στο 26,4% το 2020, από 27,3% για τα εισοδήματα του 2019.

Η περαιτέρω εξέταση των στοιχείων της EU-SILC 2021 αναδεικνύει ωστόσο την ανάγκη καλύτερης στόχευσης της κοινωνικής πολιτικής, καθώς υπάρχουν συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες που αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας: οι άνεργοι (45,4%), οι οικονομικά μη ενεργοί εκτός συνταξιούχων (27,3%), τα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά (23,6%) και τα παιδιά ηλικίας έως 17 ετών (23,7%).

Η συμβολή της κοινωνικής πολιτικής

Τα ευρήματα αυτά συνάδουν με άλλο συμπέρασμα που προκύπτει από την έρευνα, συγκεκριμένα ότι η κύρια συμβολή της κοινωνικής πολιτικής στη μείωση του ποσοστού φτώχειας προέρχεται από τις συντάξεις (κατά 23,5 ποσ. μον.), ενώ τα κοινωνικά επιδόματα συνέβαλαν στη μείωση του ποσοστού φτώχειας μόνο κατά 5,1 ποσ. μονάδες.

Σε σχέση με την έρευνα των τεσσάρων προηγούμενων ετών, όταν η συμβολή των κοινωνικών επιδομάτων στη μείωση του ποσοστού φτώχειας ήταν αρκετά μικρότερη (π.χ. 3,8 ποσ. μον. το 2016), παρατηρείται πρόοδος.

Η εξέλιξη αυτή συνδέεται και με τον αναπροσανατολισμό των δαπανών για κοινωνική προστασία από το 2017 και μετά – από δαπάνες γήρατος σε δαπάνες για την οικογένεια και για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού.

Τα μέτρα πολιτικής του 2020 συνολικά ενίσχυσαν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Ενδεικτικά αναφέρονται η νέα φορολογική κλίμακα με τη μείωση του κατώτατου φορολογικού συντελεστή για τα χαμηλότερα εισοδήματα, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών, καθώς και αυξημένα επιδόματα ανεργίας, αλλά και προσαυξήσεις στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των συνεπειών του κορωνοϊού. Ωστόσο, λόγω της πανδημίας, το 2020 πολλά νοικοκυριά τέθηκαν σε καθεστώς αναστολής εργασίας ή αναγκάστηκαν να αναστείλουν τη λειτουργία των επιχειρήσεών τους με αποτέλεσμα να υποστούν εισοδηματικές απώλειες.

Συνολικά, σύμφωνα με την EU-SILC 2021, το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε κατά 0,9% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ενώ το 20,4% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι ο κύριος λόγος μείωσης του εισοδήματός τους ήταν η πανδημία.

Επίσης, το 2020 δεν χορηγήθηκαν –όπως το 2019– η 13η σύνταξη και το κοινωνικό μέρισμα, ενώ παράλληλα επανήλθε το καθεστώς πάγιων ασφαλιστικών εισφορών για τους αυτοαπασχολουμένους, εξελίξεις που επιβάρυναν δυσανάλογα τα χαμηλά εισοδήματα. Τα πρώτα στοιχεία που είναι διαθέσιμα για την Ελλάδα για το έτος 2021 είναι αυτά της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) 2021.

Καταναλωτικές δαπάνες

Σύμφωνα με τις καταναλωτικές δαπάνες του 2021, προκύπτει αύξηση του κινδύνου φτώχειας με βάση τις αγορές που πραγματοποιούν τα νοικοκυριά (17,1% από 15,6% το 2020) και με βάση τη συνολική καταναλωτική δαπάνη (12,2% από 11,9% το 2020), στην οποία συμπεριλαμβάνεται η αξία, σε χρήμα, των αγαθών και υπηρεσιών που το νοικοκυριό έλαβε σε είδος (από δική του παραγωγή, δικό του κατάστημα, τον εργοδότη ή άλλες πηγές).

Παρόμοια τάση προκύπτει και για το δείκτη ανισότητας S80/S20 με βάση τόσο τις αγορές των νοικοκυριών όσο και τη συνολική καταναλωτική δαπάνη, ο οποίος αυξήθηκε (σε 5,2 από 4,8 το 2020 και σε 4,1 από 3,5 το 2020 αντίστοιχα).

Συνολικά πάντως, παραμένουν τα κενά προστασίας που προαναφέρθηκαν, π.χ. όσον αφορά τους ανέργους αλλά και τα πολύ φτωχά νοικοκυριά, εκ των οποίων μόνο το 1/3 λαμβάνει το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Αναφορικά με τους ανέργους, αξίζει να σημειωθεί ότι με το ν. 4921/202232, με τον οποίο ο ΟΑΕΔ μετονομάστηκε σε Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΠΑ), επήλθαν αλλαγές στις υποχρεώσεις τους και στη διαχείριση της ανεργίας γενικότερα.

Ενδεικτικά αναφέρονται τα νέα ψηφιακά εργαλεία (μητρώο, κάρτα, ατομικό σχέδιο δράσης), η καταβολή εφάπαξ χρηματικής παροχής 300 ευρώ στους μακροχρόνια ανέργους με διάστημα ανεργίας άνω των 5 ετών που καταρτίζουν Ψηφιακό Ατομικό Σχέδιο Δράσης, η εισαγωγή εισοδηματικών κριτηρίων για τους εγγεγραμμένους στα ψηφιακά αρχεία της ΔΥΠΑ επί διάστημα άνω των 12 μηνών με σκοπό την αντιμετώπιση του φαινομένου της κατάχρησης των παροχών, η διαγραφή από το μητρώο μετά από τρεις αρνήσεις κατάλληλων θέσεων εργασίας, η συνέχιση της χορήγησης του 50% του επιδόματος ανεργίας ακόμη και σε όσους αναζητούντες βρίσκουν εργασία κατά την περίοδο καταβολής του κανονικού επιδόματος ανεργίας, έως και τη λήξη της προθεσμίας καταβολής, η εισαγωγή συστήματος διακυβέρνησης για τη συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση του εργατικού δυναμικού, η δημιουργία και ο εξοπλισμός χώρων φύλαξης βρεφών εντός των εγκαταστάσεων των επιχειρήσεων κ.ά. Δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή στοιχεία για να εκτιμηθεί πώς θα επηρεάσουν οι αλλαγές αυτές το ποσοστό των ανέργων που καλύπτονται από επιδότηση ανεργίας.

Ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα

Το κενό κάλυψης για τα πολύ φτωχά νοικοκυριά θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με, όπως επισημαίνει ο Γ. Στουρνάρας, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη τα υπάρχοντα περιουσιακά κριτήρια, την αποτελεσματική πρόσβαση των ωφελούμενων σε συμπληρωματικές κοινωνικές υπηρεσίες και την επιτυχή λειτουργία των υπηρεσιών ενεργοποίησης που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2021 και έχει στόχο να διευκολύνει την ένταξη ή επανένταξη των δικαιούχων στην αγορά εργασίας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, μία αύξηση στο ποσό του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος κατά 25% θα ωφελούσε κυρίως το χαμηλότερο εισοδηματικό δεκατημόριο και, σε συνδυασμό με την αύξηση του εισοδήματος από εργασία που εξαιρείται από το εισόδημα για τον υπολογισμό του επιδόματος, θα μείωνε τον κίνδυνο φτώχειας κατά 2 σχεδόν ποσ. μονάδες.

Αξίζει να αναφερθεί ότι, στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, δόθηκαν προσαυξήσεις στους δικαιούχους του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος την περίοδο 2020-22.

Επιπρόσθετα, είναι αναγκαίος ένας αναπροσανατολισμός προς το “κράτος κοινωνικής επένδυσης”. Ένα τέτοιο κοινωνικό κράτος δημιουργεί προϋποθέσεις για ίσες ευκαιρίες διευκολύνοντας την κοινωνική κινητικότητα, προστατεύει τους πολίτες από τις ατυχίες της ζωής, τους βοηθά να συνδυάσουν επαγγελματική σταδιοδρομία και οικογένεια και γενικότερα λειτουργεί προληπτικά στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της εισοδηματικής ανισότητας μέσω επενδύσεων στο ανθρώπινο κεφάλαιο, π.χ. στους τομείς της παιδείας και υγείας. Από αυτές τις προϋποθέσεις, η κοινωνική πολιτική λειτουργεί ευεργετικά και για την επίτευξη ισχυρών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης.