Ο έφυγε σήμερα από τη ζωή, έπειτα από σκληρή μάχη που έδινε επί χρόνια με τον καρκίνο, αφήνοντας πίσω του μια σπουδαία περιουσία από βιβλιογραφία.

Γραμμένα στα γαλλικά και ξαναγραμμένα ή μεταφρασμένα στα ελληνικά, τα βιβλία του Βασίλη Αλεξάκη κινούνται μεταξύ Ελλάδας, Ευρώπης και Αφρικής, διακρίνονται για το ευγενικό, αν και κάποτε καυστικό τους χιούμορ και στρέφονται γύρω από τρεις θεματικούς άξονες: τα πάθη του έρωτα, τη λατρεία της γλώσσας και τη διάσπαρτη κοινωνική καθημερινότητα.

Στους άξονες αυτούς παρεισδύει πάντοτε ένα έντονα αυτοβιογραφικό στοιχείο, που μετατρέπει τον συγγραφέα και τις διάφορες φάσεις της ζωής του σε πρωταγωνιστικούς παράγοντες της δράσης: από την παιδική ηλικία στην Ελλάδα και τη δισυπόστατη ελληνογαλλική ταυτότητα μέχρι τα τερτίπια του συγγραφικού επαγγέλματος και τη σχέση με τη μητέρα. Η ελληνική βιβλιογραφία του Αλεξάκη χωρίζεται επίσης σε τρεις κατηγορίες. Πεζά και διηγήματα: Η σκιά του Λεωνίδα (1984), Ο μπαμπάς (1997) και Το μυστικό του κίτρινου τάπητα (2000).

Μυθιστορήματα:

Έλεγχος ταυτότητας (1986), Το κεφάλι της γάτας (1988), Τάλγκο (1993), Πριν (1994), Η μητρική γλώσσα (1995), Η καρδιά της Μαργαρίτας (1999), Οι ξένες λέξεις (2003), Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα (2005), Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ-Μπουμ (2007), μ. Χ. (2007), Η πρώτη λέξη (2011) και Το κλαρινέτο (2016). Προσωπική αφήγηση: Παρίσι-Αθήνα (1993). Ο έρωτας στην πεζογραφία του Αλεξάκη μπορεί να είναι πολλά ταυτοχρόνως πράγματα: αγάπη, ζήλεια, απιστία και ανεκπλήρωτο όνειρο, βαθύς συναισθηματικός δεσμός και σκληρός χωρισμός με οξύ πόνο, αλλά και χαρά υψηλής πτήσης και ανεξέλεγκτο πάθος.

Και μπορεί ο έρωτας να είναι επιπροσθέτως αλέγρος και ταξιδιάρης, αλλά και να αναμετριέται κάθε τόσο με το άγχος του θανάτου ή να επιστρέφει (προκειμένου να βρει ένα σταθερό αντίβαρο) στις λυτρωτικές μνήμες των παιδικών χρόνων. Χρησιμοποιώντας πρωτοπρόσωπη κατά κανόνα αφήγηση, και υιοθετώντας φανερά κινηματογραφικούς ρυθμούς (δεν είναι τυχαίο ότι το Τάλγκο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1984, με τίτλο Ξαφνικός έρωτας, από τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο), ο Αλεξάκης θα βάλει δίπλα στις περιπέτειες του έρωτα και την άλλη μεγάλη του έγνοια, τη γλώσσα. Σε ένα πρώτο επίπεδο τον απασχολεί η ελληνική γλώσσα στη σχέση της με τα γαλλικά, τη γλώσσα η οποία τον διαμόρφωσε ως συγγραφέα.

Τον απασχολεί, όμως, και η γλώσσα σε γενικότερο φάσμα: από τη λειτουργία της ως αυτοδύναμου γραμματικού, συντακτικού και φωνολογικού συνόλου μέχρι τις ειδικές μορφές που παίρνει μέσα στα εκφραστικά συστήματα του έρωτα, της τέχνης, της πολιτικής εξουσίας και της καθημερινής συμβίωσης. Η γλώσσα, ωστόσο, απασχολεί τον Αλξάκη κι αλλιώς: όταν αναζητεί τις υπαρξιακές της ρίζες, όταν προσπαθεί να ικανοποιήσει την ανάγκη της για μυθοπλασία ή όταν επιστρέφει στις πρωτογενείς της βάσεις.

Η κοινωνική σκόπευση του Αλεξάκη μοιάζει ορισμένες φορές πολύ συμπαγής και εστιασμένη, όπως όταν ανατέμνει, μονίμως σε ιλαρούς τόνους, τις ισχυρές ταξικές αντιθέσεις της σύγχρονης Ευρώπης ή όταν τα βάζει με την προσήλωση της Ελλάδας στον βυζαντινισμό και την ορθοδοξία, ως τυπικός γάλλος κοσμικός ή ως αντικληρικαλικός υπερασπιστής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αλλά οι καθημερινές του εικόνες υποδεικνύουν, είτε για την Ελλάδα μιλάμε είτε για τη Γαλλία, μια κοινωνία που κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ανάμεσα στο τίποτε και στο μόλις και κάτι.

Το καθημερινό και το ασήμαντο θέλουν να υποδείξουν εν προκειμένω έναν παράταιρο κοινωνικό βηματισμό, που αποκαλύπτει τον παραλογισμό της ατομικής ύπαρξης ενόσω αγωνίζεται να εξοικειωθεί με το μεγαλοπρεπές κενό της.

Όσο για το χιούμορ του, ο Αλεξάκης αστειεύεται χωρίς να παρωδεί και αποκαθηλώνει χωρίς να εμπαίζει. Η ειρωνεία του δεν είναι ούτε η ειρωνεία της ηθικής της σάτιρας ούτε η γεμάτη αυτοπεποίθηση ειρωνεία του σαρκασμού και του αυτοσαρκασμού.

Μακριά από ευφυολογήματα και ναρκισσιστικές ατάκες, το κωμικό θα αποκτήσει στον Αλεξάκη και μια σαφώς καταθλιπτική όψη, όπου η επίγνωση της ματαιότητας των πραγμάτων θα συναντηθεί με την ήττα που θα υποστεί η λογική από την παραδοξότητα. Παρόλα αυτά, τα πρόσωπα του Αλεξάκη θα μείνουν μακριά από το οποιοδήποτε δράμα και θα πορευτούν ως ήρωες μιας εκ συστάσεως ελαττωματικής πραγματικότητας χωρίς να αποβάλουν ούτε μία στιγμή ο ευφρόσυνο πνεύμα τους.