Όπως αναφέρει νέα αμερικανική επιστημονική , σπάνια οι συζητήσεις τελειώνουν όταν το θέλουν οι περισσότεροι συνομιλητές, είτε η κουβέντα γίνεται με μέλη της οικογένειας, φίλους, συναδέλφους ή ξένους είτε γίνεται διά ζώσης είτε στο τηλέφωνο ή στο διαδίκτυο.

Εν μέσω πανδημίας, οι επαφές εξ αποστάσεως έχουν καταστεί ζωτικές. Οι ερευνητές, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), σύμφωνα με το «Science», το «New Scientist» και τη «Γκάρντιαν», πραγματοποίησαν εργαστηριακά πειράματα με 252 εθελοντές, άγνωστους μεταξύ τους, που χωρίστηκαν σε ζεύγη και κλήθηκαν να συζητήσουν για όσο και ό,τι ήθελαν, για διάστημα έως 45 λεπτών.

Οι περισσότεροι είχαν τυπικές συνομιλίες (πού μεγάλωσαν, τι σπούδασαν κ.ά.), τις οποίες χαρακτήρισαν βαρετές καθώς «ήταν δύσκολο να τις παρακολουθήσεις», σύμφωνα με τον επικεφαλής ερευνητή Άνταμ Μαστρογιάνι του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.

Μετά έγινε αξιολόγηση των συμμετεχόντων σχετικά με την εμπειρία τους και κυρίως τον τρόπο και τον χρόνο λήξης της συζήτησης. Διαπιστώθηκε ότι μόλις το 2% από τις 126 συζητήσεις ανά ζεύγη είχε τελειώσει όταν και οι δύο το ήθελαν. Μόνο μερικοί εξωστρεφείς τύποι δηλαδή το 10% των συμμετεχόντων- ήθελαν η κουβέντα να κρατήσει κι άλλο (μπορεί να βρήκαν και κάποιον πιο ενδιαφέροντα σύντροφο), αλλά η μεγάλη πλειονότητα -το 69%- ήθελαν να είχε τελειώσει νωρίτερα.

Κατά μέσο όρο, οι άνθρωποι ήθελαν οι συζητήσεις τους να είναι 50% μικρότερες (οι περισσότεροι) ή κατά 50% μεγαλύτερες (οι λιγότεροι). Σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι συχνό το φαινόμενο οι άνθρωποι να «παγιδεύονται» σε μία συζήτηση επειδή εσφαλμένα νομίζουν ότι ο συνομιλητής τους θέλει να συνεχίσουν την κουβέντα.

Εν μέρει, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι τείνουν να κρύψουν τις πραγματικές επιθυμίες τους, ανησυχώντας μήπως φανούν αγενείς, προσβλητικοί ή αδιάφοροι στον άλλον. Η μελέτη έδειξε ότι σχεδόν δύο στους τρεις (64%) κάνουν λάθος σχετικά με το εάν θέλει ο συνομιλητής τους να συνεχίσει την κουβέντα, είτε υπερεκτιμώντας (συνήθως) είτε υποεκτιμώντας τη διάθεσή του για περαιτέρω συζήτηση. Έξι στις δέκα φορές (60% του χρόνου) και οι δύο θα ήθελαν, στην πραγματικότητα, η συζήτηση να είχε λήξει νωρίτερα (συνήθως) ή αργότερα, μόνο που δεν το αποκαλύπτουν στον άλλον.

Οι ερευνητές έκαναν μία δεύτερη μελέτη -όχι εργαστηριακή- σε 806 ανθρώπους, τους οποίους ρώτησαν σχετικά με τις πρόσφατες συνομιλίες τους και τη διάρκειά τους. Όπως και στο εργαστήριο, δύο στους τρεις (67%) απάντησαν πως ήθελαν η συζήτηση να είχε τελειώσει νωρίτερα. Το εντυπωσιακό είναι ότι οι περισσότερες συζητήσεις είχαν γίνει με την οικογένεια ή με φίλους.