Συχνά χρησιμοποιούμε τον όρο «σύμπτωμα» στη θέση του όρου «ένδειξη» και το αντίστροφο. Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο.
Αν και οι προσεγγίσεις των ειδικών με σκοπό την καθιέρωση ενός σαφούς ορισμού για καθεμιά από τις δύο έννοιες ποικίλλουν, δείτε ποιες είναι οι απόψεις που επικρατούν.
Σύμπτωμα θεωρείται ένα υποκειμενικό στοιχείο για πιθανό πρόβλημα υγείας, με βάση το τι αισθάνεται ο ίδιος ο ασθενής. Ένδειξη θεωρείται ένα αντικειμενικό στοιχείο που γίνεται αντιληπτό τόσο από τον ίδιο τον ασθενή όσο και από το γιατρό του, ένα νοσηλευτή, ένα συγγενή κ.λπ.

Αντικειμενικό στοιχείο, άρα ένδειξη, είναι για παράδειγμα το αίμα στα κόπρανα ή ένα εξάνθημα στο δέρμα. Υποκειμενικό στοιχείο, άρα σύμπτωμα, είναι ένας στομαχόπονος, ένας πόνος στη μέση ή το αίσθημα κόπωσης. Το σύμπτωμα γίνεται αντιληπτό από κάποιον τρίτο μόνο αν το αναφέρει ο ίδιος ο ασθενής.

Παλαιότερα, η συμβολή γιατρού και ασθενούς στη διαδικασία εντοπισμού ενδείξεων και συμπτωμάτων ήταν σχεδόν ισότιμη κατά την εξέταση. Όσο οι γνώσεις των ειδικών εμπλουτίζονταν και όσο οι διαγνωστικές τεχνικές εξελίσσονταν, ο ρόλος του ασθενούς περιοριζόταν στην αναφορά συμπτωμάτων και ο γιατρός εστίαζε στον εντοπισμό ενδείξεων.

Υποκατηγορίες συμπτωμάτων
1. Χρόνια συμπτώματα: Συμπτώματα που διαρκούν πολύ καιρό ή εμφανίζονται κατ’ επανάληψη. Χρόνια συμπτώματα εκδηλώνονται, για παράδειγμα, σε περίπτωση διαβήτη ή άσθματος.
2. Υποτροπιάζοντα συμπτώματα: Υποτροπιάζοντα ονομάζονται τα συμπτώματα που εμφανίστηκαν, μετά υποχώρησαν και μετά από κάποιο διάστημα εμφανίστηκαν και πάλι. Υποτροπιάζοντα συμπτώματα εκδηλώνονται, για παράδειγμα, σε περίπτωση κατάθλιψης ή σκλήρυνσης κατά πλάκας.
3. Ανεσταλμένα συμπτώματα: Πρόκειται για συμπτώματα που εκδηλώθηκαν και υποχώρησαν ή εξαφανίστηκαν εντελώς.

Υποκατηγορίες ενδείξεων
1. Προγνωστικές ενδείξεις: Δεν υποδεικνύουν ασθένεια αλλά βοηθούν να προβλεφθεί η μελλοντική πορεία της υγείας, δηλαδή τι είναι πιθανό να συμβεί στον ασθενή.
2. Αναμνηστικές ενδείξεις: Είναι το αντίθετο των προγνωστικών ενδείξεων, δηλαδή αναφέρονται στο παρελθόν του ασθενούς. Για παράδειγμα, η σοβαρή ακμή κατά την εφηβεία μπορεί να συνδεθεί με ουλές στο δέρμα κατά την ενήλικη ζωή.

3. Διαγνωστικές ενδείξεις: Πρόκειται για ενδείξεις που βοηθούν το γιατρό να αναγνωρίσει από τι πάσχει ο ασθενής. Για παράδειγμα, τα αυξημένα επίπεδα του προστατικού αντιγόνου (PSA) στο αίμα ενός άνδρα αποτελούν πιθανώς ένδειξη για πρόβλημα στον προστάτη.

4. Παθογνωμονικές ενδείξεις: Πρόκειται για εξέλιξη των διαγνωστικών ενδείξεων. Είναι οι ενδείξεις που βοηθούν τον ειδικό να επιβεβαιώσει μια διάγνωση. Για παράδειγμα, εάν ο γιατρός αντλήσει δείγμα από τον προστάτη για βιοψία και εντοπιστούν καρκινικά κύτταρα, είναι πλέον βέβαιο ότι ο ασθενής πάσχει από καρκίνο του προστάτη.