Επικαιροποιημένο πλάνο φορολογικών ελαφρύνσεων και μειώσεων ασφαλιστικών εισφορών καταρτίζουν στο υπουργείο Οικονομικών. Θα καλύπτει όλη την περίοδο μέχρι το 2024 και θα αποτυπώνει όλες τις προεκλογικές εξαγγελίες της σημερινής κυβέρνησης.

Εμπροσθοβαρώς θα προχωρήσουν οι ελαφρύνσεις για τη μισθωτή εργασία δηλαδή η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών αθροιστικά κατά 5 μονάδες (μαζί με τη μείωση 0,9% που θα γίνει από τον Ιούνιο).

Το «πακέτο» θα περιλαμβάνει επίσης την περαιτέρω μείωση του συντελεστή υπολογισμού του φόρου για τα νομικά πρόσωπα από το 24% στο 20%, την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, τη μείωση του ΦΠΑ κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες (από το 24% στο 22% και από το 13% στο 11%) και πιθανώς τη «μεταρρύθμιση» του ΕΝΦΙΑ ώστε μέσα από τη μείωσή του και την κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου, να μετατραπεί σε βασική πηγή εσόδων για τους δήμους όλης της χώρας.

Οι βασικές πτυχές του επικαιροποιημένου πλάνου, θα αποτυπωθούν στο μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής το οποίο θα κατατεθεί μέσα στον Απρίλιο στη Βουλή. Έτσι, το μεσοπρόθεσμο θα αποτελέσει έναν «οδικό χάρτη» ελαφρύνσεων. Μπορεί να μην έχει απόλυτα δεσμευτικό χαρακτήρα δεδομένου ότι οι προβλέψεις θα εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων, ωστόσο θα αποτελεί έναν «μπούσουλα» για τους πολίτες προκειμένου να έχουν πλήρη εικόνα για το τι τους περιμένει μέσα στην 4ετία.

Για το 2020, ο «χάρτης» θα περιλαμβάνει δύο βασικά μέτρα: τη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης και τη μείωση του ΕΝΦΙΑ. Η μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης θα είναι της τάξεως του 30-35% και θα χρειαστεί δημοσιονομικό χώρο της τάξεως των 300-400 εκατ. ευρώ ο οποίος εκτιμάται ότι θα προκύψει από την εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού. Η μείωση δεν θα είναι οριζόντια καθώς θα επιχειρηθεί να δοθεί έμφαση στον μηδενισμό από το 2020 της εισφοράς για όσους έχουν αποδοχές έως και 20.000 ευρώ τον χρόνο. Η κυβέρνηση θα εξετάσει τα σενάρια μείωσης της εισφοράς αλληλεγγύης από τον Μάιο και αφού έχει προκύψει ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος.

Το πιθανότερο είναι ότι θα «χτιστεί» καινούργια φορολογική κλίμακα με μεγαλύτερο όριο απαλλαγής από την εισφορά (σ.σ σήμερα είναι στα 12.000 ευρώ) το οποίο και αναμένεται να φτάσει τουλάχιστον στα 20.000 ευρώ. Με αυτό τον τρόπο, θα έχουν μεγαλύτερο όφελος αυτοί που έχουν αποδοχές από 12.000 έως και 20.000 ευρώ δηλαδή πολύ μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης. Αν εργαζόμενος με ετήσιες αποδοχές 20.000 ευρώ απαλλαγεί από το 2020 από την εισφορά αλληλεγγύης, τότε θα κερδίσει 12,57 ευρώ αύξηση στον μισθό του μόνο από τη συγκεκριμένη αλλαγή από τον Μάιο και μετά. Επίσης, με το εκκαθαριστικό του 2021 θα εισπράξει αναδρομικά επιπλέον 75 ευρώ ενώ θα διατηρήσει και τη μείωση του φόρου κατά 12,57 ευρώ.

Η μείωση του ΕΝΦΙΑ είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις νέες αντικειμενικές αξίες των ακινήτων καθώς ανάλογα με τον δημοσιονομικό χώρο που θα προκύψει από την επικαιροποίηση των αντικειμενικών αξιών θα εξαρτηθεί και το ποιοι θα είναι οι τελικοί συντελεστές. Και στην περίπτωση του ΕΝΦΙΑ, η μείωση δεν θα είναι οριζόντια καθώς στις μικρές και μεσαίες περιουσίες θα γίνει μεγαλύτερη έκπτωση (10-15%) σε σχέση με τις μεγάλες και τις πολύ μεγάλες.

Για το 2021 στο πρόγραμμα θα κυριαρχήσουν η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης (η οποία προϋποθέτει δημοσιονομικό χώρο 1,2 δις ευρώ) αλλά και η μείωση του συντελεστή υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για τους μισθωτούς κατά τουλάχιστον 2,5 ποσοστιαίες μονάδες. Ο στόχος της κυβέρνησης θα είναι να φέρει νωρίτερα από ότι υπολόγιζε τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και να αφήσει για το 2022 την περαιτέρω μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων από το 24% στο 20%.

Έτσι, το 2021 θα είναι η χρονιά των μισθωτών και ειδικά της μεσαίας τάξης καθώς από αυτά τα δύο μέτρα (κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης και μείωση ασφαλιστικών εισφορών) θα προκύψουν έμμεσες αυξήσεις στο καθαρό εισόδημα της τάξεως του 3-4% κατά μέσο όρο. Υπό προϋποθέσεις, το 2021 μπορεί να χωρέσει και μια πρώτη μείωση στο τέλος επιτηδεύματος.

Για την περίοδο από το 2022 έως το 2024 θα «σπάσει» το δημοσιονομικό κόστος της περαιτέρω μείωσης του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων, των ασφαλιστικών εισφορών (ώστε η συνολική μείωση να φτάσει στις πέντε ποσοστιαίες μονάδες) αλλά και του ΦΠΑ ώστε ο βασικός συντελεστής να πέσει από το 24% στο 22% και ο χαμηλός από το 13% στο 11%.