Διαχρονικά το Υπουργείο Παιδείας προσπαθεί να επιλύσει το πρόβλημα της προσωρινότητας των εκπαιδευτικών στις απομακρυσμένες από το «κέντρο» περιοχές της χώρας μας.

Του

Έτσι, άλλοτε θέτει ως προϋπόθεση για τη δυνατότητα μετάθεσης τα δύο χρόνια παραμονής των εκπαιδευτικών στην θέση τους ή και πριμοδοτεί τους εκπαιδευτικούς που υπηρετούν στα σχολεία των «δύσκολων περιοχών» με αυξημένη μοριοδότηση. Αναγνωρίζει έτσι με τον πιο επίσημο τρόπο ότι η προσωρινότητα των εκπαιδευτικών στα σχολεία αποτελεί μείζον πρόβλημα.

Και εδώ είναι η μεγάλη αντίφαση και αντινομία του. Αν η προσωρινότητα αποτελεί σοβαρό ζήτημα στη λειτουργία των σχολείων, τότε πως αιτιολογείται το γεγονός ότι έχουμε το 30% των εκπαιδευτικών με καθεστώς αναπληρωτή;. Πως απορρίπτει την προσωρινότητα, αφού το ίδιο έχει γενικεύσει το θεσμό των αναπληρωτών; Προκύπτει λοιπόν ανάγκη για διορισμούς εκπαιδευτικών, έτσι ώστε να καλυφθούν όλα τα οργανικά κενά των σχολείων.

Καταθέτω την άποψη ενός εμπνευσμένου εκπαιδευτικού, πρώην Σχολικού Συμβούλου για το συζητούμενο θέμα μας. «Πέρα από τα σοβαρά προβλήματα των εργαζομένων και της οικογένειών τους, την δυσκολία εναρμόνισης επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, υπάρχουν σοβαρές συνέπειες στην ίδια τη φύση του επαγγέλματος, του σχολείου, της δημόσιας εκπαίδευσης! Θεσμικά ο εκπαιδευτικός μετατράπηκε σε εποχιακό, σε ωρομίσθιο προσωπικό.

Είναι δύσκολο να αναπτυχθεί ουσιαστική σχέση μεταξύ των μελών μέσα στο σχολείο, να έχουμε ψυχολογικούς και συναισθηματικούς δεσμούς, να δημιουργηθεί πράγματι σχολική κοινότητα, να ασκηθεί παιδαγωγική επίδραση στους μαθητές κλπ. Όλα αυτά χρειάζονται να μελετηθούν, να συζητηθούν, να αναδειχθούν οι συνέπειες και κυρίως να βρεθούν λύσεις».

Αλλά ας αναλογιστούμε, ως παλιότεροι μαθητές, ποιοι εκπαιδευτικοί επηρέασαν με θετικό τρόπο την εκπαιδευτική μας πορεία και προφανώς και την αντίστοιχη επαγγελματική και κοινωνική μας εξέλιξη. Δεν ήταν κυρίως δάσκαλοι / δασκάλες και καθηγητές / καθηγήτριες, με τους οποίους / τις οποίες είχαμε μια ξεχωριστή γνωριμία και μια αναπτυγμένη παιδαγωγική σχέση;

Η γνώση και η μάθηση, η αγωγή και η κοινωνικοποίση δεν μπορούν να γίνουν σε μια αίθουσα διδασκαλίας από την οποία λείπει η ζωντανή διαπροσωπική σχέση εκπαιδευτικών και εκπαιδευόμενων. Η διδασκαλία δεν έχει καμιά σχέση με τα σεμινάρια ούτε με τις διαλέξεις. Απαιτεί βαθιά γνωριμία και πνευματική σύνδεση εκπαιδευτικών και μαθητών.

Όλοι οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουν μια απλή αλήθεια. Κάνουν διαφορετικό, πολύ δημιουργικότερο μάθημα, όταν γνωρίζουν καλά τους μαθητές τους και τις μαθήτριές τουςˑ μόνο τότε μπορούν να διαπαιδαγωγήσουν και να εμφυσήσουν το ουμανιστικό αξιακό φορτίο με στόχο τη δημοκρατική παιδεία.

Η σχετική βιβλιογραφία βρίθει σχετικών ερευνητικών συμπερασμάτων. «Χαρακτηριστικά των θετικών διαπροσωπικών σχέσεων είναι ο αμοιβαίος σεβασμός, η αμοιβαία εμπιστοσύνη, το αμοιβαίο ενδιαφέρον, η ενσυναίσθηση, η έμφαση στις θετικές ενέργειες παρά στα λάθη, η αποδοχή των αδυναμιών και η υποστήριξη για την απαλοιφή τους, η συνεργασία, η ανταλλαγή ιδεών και η αμοιβαία έκφραση συναισθημάτων. Οι σχέσεις μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών αποτελούν επίσης μία σημαντική διάσταση του κλίματος της τάξης». (Γ. Μπαραλού και Χ. Φωτοπούλου, Οι διαπροσωπικές σχέσεις εκπαιδευτικών – μαθητών στη σχολική τάξη και ο ρόλος του εκπαιδευτικού στη διαμόρφωσή τους).

Και το πιο σημαντικό οι μεγάλοι παιδαγωγοί, Έλληνες και ξένοι, θεωρούν τις διαπροσωπικές σχέσεις στη σχολή λειτουργία ως έναν βασικό πυρήνα της μάθησης και της αγωγής. Ας δούμε μόνο τη σχετική προσέγγιση του μεγάλου Παιδαγωγού, John Dewey. «Χωρίς τη γνώση της ψυχικής δομής και των δραστηριοτήτων του ατόμου, η παιδαγωγική διαδικασία είναι τυχαία και αυθαίρετη. Το παιδί έχει τα δικά του ένστικτα και τις δικές του τάσεις. Αγνοούμε όμως τη σημασία τους όσο δεν μπορούμε να τις μεταφράσουμε στο κοινωνικό τους ισοδύναμο. Πιστεύω ότι οι δύο όψεις – ψυχολογική και κοινωνική – συνδέονται αρμονικά και ότι η αγωγή δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε συμβιβασμός των δύο, ούτε ανώφελη προσθήκη της μιας στην άλλη (Το παιδαγωγικό μου πιστεύω).