Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως Πρωθυπουργός της χώρας παρακολουθούσε διδασκαλίες…

Του

Η διαμόρφωση στρατοπέδων και η πολωτικού περιεχομένου πολιτική αντιπαράθεση και κυρίως το εχθρικό κλίμα, που έχει δημιουργήσει η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας απέναντι στην εκπαιδευτική κοινότητα αλλά και το γεγονός ότι η εν λόγω ηγεσία δεν δείχνει καμιά πρόθεση να αξιολογηθούν όλοι οι συντελεστές, που αντικειμενικά διαμορφώνουν το όλο σχήμα της , αναιρούν ουσιαστικά το πλαίσιο για μια δημιουργική εξέλιξη στο όλο θέμα της αξιολόγησης. Η όλη υπόθεση έχει από την αρχή υπονομευτεί και τίποτα το δημιουργικό και το αποτελεσματικό δεν διαφαίνεται.

Βασικά σημεία της συζήτησης

• Η του εκπαιδευτικού έργου είναι συστατικό στοιχείο της εκπαίδευσης, απαραίτητο για όλη την κλίμακα της θεσμικής εκπαίδευσης από το πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής μέχρι τα πεδία των Συλλόγων Διδασκόντων και των εκπαιδευτικών.

• Οφείλουμε να συζητήσουμε συνολικά για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, και σ’ αυτή την συζήτηση τίθεται η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού. Να μην μετασχηματιστεί δηλαδή το θέμα από τη γενική του μορφή σε εστίαση μόνο στην ειδική μορφή αξιολόγησης του εκπαιδευτικού.

• Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου δεν είναι η λύτρωση για το εκπαιδευτικό μας σύστημα και για όλες τις αδυναμίες του. Αν ήταν τόσο απλά τα πράγματα, θα είχαν αντιμετωπιστεί προ πολλού…

• Η αξιολόγηση (πάντα του εκπαιδευτικού έργου) πρέπει να συνδεθεί με μια ευρύτερη πολιτική μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος και να μην εκπέσει ως μια τεχνική ή διοικητική πράξη.

• Η αξιολόγηση θέτει ως προαπαιτούμενα: α) ποιοι είναι οι σκοποί και οι στόχοι της και πώς αυτοί υλοποιούνται, β) την αντικειμενικότητα των κριτηρίων και της επιλογής των προσώπων που θα την υλοποιούν. Είναι αυτονόητο ότι με διοίκηση της εκπαίδευσης κομματικά διαμορφωμένη – όπως αυτή που προβλέπει ο τελευταίος Νόμος του Υπουργείου Παιδείας – υπάρχει συστατικό πρόβλημα.

• Η αξιολόγηση δεν μπορεί να είναι στοιχείο οποιασδήποτε μορφής αμφισβήτησης της αξιοπρέπειας του εκπαιδευτικού.

Υπάρχει μια γενική και απροσδιόριστη αίσθηση ότι αν ο αξιολογητής παρακολουθήσει το μάθημα ενός εκπαιδευτικού δύο ή τρεις φορές το πολύ στη διάρκεια της καριέρας του, θα έχει κατανοήσει την απόδοσή του στην όλη σχολική του λειτουργία. Πρόκειται για μια ρηχή, αβασάνιστη, χωρίς καμιά τεκμηρίωση και μάλλον μια φαντασιακή εμμονή που αποσκοπεί στο “φαίνεσθαι” των πραγμάτων.

Εδώ θα μπορούσαμε να δούμε ένα “μακρινό” παράδειγμα, το οποίο δεν έχει μόνο ένα κάποιο συμβολικό ή αλληγορικό περιεχόμενο σε σχέση με το συζητούμενο θέμα μας. Μπορεί κάποιος να κατανοήσει μια κινηματογραφική ταινία βλέποντας κάποιες σχετικές φωτογραφίες που αναρτώνται στα ταμπλό έξω από την αίθουσα του σινεμά;

Μια παρακολούθηση, που την επιδιώκει ο ίδιος ο εκπαιδευτικός, είτε από έναν συνάδελφό του είτε από έναν Σχολικό Σύμβουλο και την εντάσσει στην παιδαγωγική και διδακτική αυτογνωσία του έχει θετικό περιεχόμενο. Τέτοιες πρωτοβουλίες είχαμε ως νέοι εκπαιδευτικοί στο 12ο Λύκειο Περιστερίου στην περίοδο 1985 – 1993.

Και κάτι ακόμα, σχετικό και πολύ όμορφο. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως Πρωθυπουργός της χώρας πήγαινε και παρακολουθούσε διδασκαλίες – για να προσδώσει αξία και συμβολισμό στην αξία της παιδείας και των παιδαγωγών – και οι εκπαιδευτικοί χαίρονταν και καμάρωναν γι’ αυτό. Αλλά σε εποχές μεταρρυθμίσεων και εμβληματικών πολιτικών και όχι αντιμεταρρυθμίσεων και πολιτικών μετριοτήτων…

Η αξιολόγηση δεν μπορεί να οριοθετείται κυρίως στην παρακολούθηση της διδασκαλίας του εκπαιδευτικού εκ μέρους του αξιολογητή.

Και αυτό γιατί:

α) Η αξιολόγηση αυτή συνδέεται με μια διαφορετική σε σημαντικό βαθμό διδασκαλία από την καθημερινή και συνηθισμένη διδασκαλία. Και αυτό αφορά την όλη λειτουργία της σχολικής αίθουσας. Και φυσικά πολύ περισσότερο την συνολική λειτουργία του εκπαιδευτικού στο σχολείο.

β) Αξιολογούνται μερικά “στιγμιότυπα” της επαγγελματικής διαδρομής του εκπαιδευτικού και τα συμπεράσματα, που μπορούν να εξαχθούν, δεν είναι ασφαλή.

γ) Μια τέτοια μορφή αξιολόγησης / παρακολούθησης κατά τη διάρκεια της εργασίας δεν γίνεται πουθενά ούτε στον δημόσιο ούτε στον ιδιωτικό τομέα ούτε και στις πιο «σκληρές» πολυεθνικές εταιρείες.