Πολλά παιδιά που εμφανίζουν παρορμητικότητα ή είναι υπερδραστήρια συνήθως παραπέμπονται σε παιδιάτρους για αξιολόγηση και θεραπεία υπερκινητικότητας και ελλειμματικής προσοχής. Περίπου το 5% των κοριτσιών και το 10% των αγοριών δημοτικού σχολείου εμφανίζουν τη διαταραχή αυτή, ενώ σύμφωνα με το DSM-IV το ποσοστό είναι 3-5% των παιδιών σχολικής ηλικίας. Άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι το 13% παιδιών προσχολικής ηλικίας έχουν κάποια χαρακτηριστικά που μοιάζουν χωρίς όμως να πληρούνται τα κριτήρια της διαταραχής. Πολλά από τα παιδιά που παραπέμπονται εμφανίζουν συμπτώματα που μοιάζουν ή έχουν συννοσηρότητα.

Τζουριάδου και συνεργάτες 2019

 

Σχετικά με τη διαταραχή αυτή έχουν γραφτεί χιλιάδες άρθρα τα τελευταία 50-60 χρόνια, τα οποία όμως την προσεγγίζουν διαφορετικά. Μέχρι σήμερα κι ενώ θεωρείται νευροαναπτυξιακή διαταραχή, δεν υπάρχει συναίνεση ως προς τα αίτια που την προκαλούν. Οι όροι που έχουν χρησιμοποιηθεί ποικίλουν και μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται σύνδρομο εγκεφαλικής βλάβης, διαταραχή υπερκινητικότητας-παρορμητικότητας, ελάχιστη εγκεφαλική δυσλειτουργία, διαταραχή προσοχής.

Ο όρος ελάχιστη εγκεφαλική δυσλειτουργία περιλαμβάνει παιδιά τα οποία εμφανίζουν ταυτόχρονα και μαθησιακές δυσκολίες. Σήμερα προτιμάται ο όρος ελλειμματική προσοχή – υπερκινητικότητα ή σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής-υπεκινητικότητας-παρορμητικότητας. Όπως περιγράφεται στον τελευταίο ορισμό, τα παιδιά με το σύνδρομο αυτό μπορεί να παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα προσοχής, υπερκινητικότητας και υπερδραστηριότητας. Επίσης, υπάρχει μεγάλη ετερογένεια τόσο ως προς τα συμπτώματα όσο και ως προς την ηλικία έναρξης και τη συννοσηρότητα άλλων διαταραχών. Αποτελεί την πιο συχνή διαταραχή λόγω της οποίας τα παιδιά παραπέμπονται για συμπεριφορικά προβλήματα στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Για πολλά χρόνια θεωρούνταν συνοδό χαρακτηριστικό της εγκεφαλικής βλάβης η οποία ήταν αποτέλεσμα εγκεφαλίτιδας και μάλιστα είχε ονομαστεί συμπεριφορική διαταραχή μετά από εγκεφαλίτιδα. Άλλοι τη θεώρησαν ως συνοδό χαρακτηριστικό των μαθησιακών δυσκολιών. τέλος, άλλοι την έχουν αποδώσει  σε παραβατικό περιβάλλον της οικογένειας.

Η πρόσφατη έρευνα καθώς και οι ανασκοπήσεις ερευνών ενώ χρησιμοποιούν διαφορετικές ορολογίες, διατηρούν τα κριτήρια καθορισμού ίδια τα τελευταία 60 χρόνια.

 

 

Δυσκολία επικέντρωσης προσοχής (τρία από τα παρακάτω συμπτώματα):

  • Το παιδί δεν ολοκληρώνει ό,τι αρχίζει
  • Δεν μπορεί να προσέξει
  • Εύκολα μετακινείται η προσοχή του από ένα αντικείμενο σε άλλο
  • Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στη μελέτη των μαθημάτων (χαμηλή μνημονική λειτουργία)
    • Δεν μπορεί να προσηλωθεί σε ένα έργο

     

     

    Παρορμητικότητα (τρία από τα παρακάτω συμπτώματα):

    • Δεν σκέφτεται πριν κάνει κάτι
    • Αλλάζει συνεχώς δραστηριότητες
    • Δεν μπορεί να οργανώσει τις δραστηριότητές του
    • Δεν μπορεί να κρατήσει τη σειρά σε ομαδικά παιχνίδια ή κοινές δραστηριότητες της τάξης

     

    Υπερκινητικότητα (δύο από τα παρακάτω συμπτώματα):

    • Τρέχει εδώ κι εκεί
    • Σκαρφαλώνει (κινείται σαν σβούρα)
    • Δεν μπορεί να καθίσει στη θέση του χωρίς να κινείται συνέχεια, ακόμη κι όταν του γίνονται παρατηρήσεις
    • Συμπεριφέρεται σα «νευρόσπαστο – κουρδισμένο»
    • Κινείται υπερβολικά και κατά τη διάρκεια του ύπνου.

     

    Οι ερμηνείες που έχουν δοθεί γίνονται συνήθως με βάση τη συμπεριφορική παρεμπόδιση, την επεξεργασία των πληροφοριών και νευρολογικούς παράγοντες οι οποίοι όμως μέχρι σήμερα δεν έχουν επιβεβαιωθεί με νευροαπεικονιστικές ή άλλες μεθόδους.

    Παρά τα περιορισμένα ερευνητικά δείγματα, πάνω από 100 μελέτες έχουν εξετάσει την συνύπαρξη της ελλειμματικής προσοχής – υπερκινητικότητας με τις δυσκολίες μάθησης καθώς και με ψυχοκοινωνικά προβλήματα. 45% των μαθητών με τη διαταραχή αυτή εμφανίζει μαθησιακές δυσκολίες, ενώ 65-80% μπορεί να εμφανίζει κάποια διαταραχή οργανικής βάσης με μαθησιακά προβλήματα που μπορεί να οφείλονται σε νοητική ανεπάρκεια. Μεγαλύτερη επικινδυνότητα έχουν παιδιά χωρίς υπερκινητικότητα με διαταραχή προσοχής. Αυτά εμφανίζουν γενικευμένες δυσκολίες σχολικής μάθησης, σχολική αποτυχία και συνήθως τοποθετούνται σε δομές ειδικής αγωγής. Σε επίπεδο κοινωνικό και συμπεριφοράς τα παιδιά αυτά είναι περισσότερο δεκτικά σε εξωτερικό έλεγχο, έχουν χαμηλή αυτοαντίληψη σε σχέση με το σχολείο, χαμηλή αυτό-αποτελεσματικότητα. Επίσης απορρίπτονται από τους συνομηλίκους τους καθώς δεν αντιλαμβάνονται όπως αυτοί τις κοινωνικές καταστάσεις. Έτσι συχνά βρίσκονται σεεπικινδυνότητα για παραβατική συμπεριφορά. Κάποιες έρευνες αναφέρουν ότι ενώ η υπερκινητικότητα περιορίζεται καθώς τα παιδί μεγαλώνει, οι διαταραχές προσοχής παραμένουν και μάλιστα αποδίδονται στην εργαζόμενη μνήμη (Gozal, 2015).

    Η δυσκολότερη διαδικασία για τη διάγνωση και την αντιμετώπιση είναι η προσεκτική, πολυδύναμη αξιολόγηση η οποία πρέπει να περιλαμβάνει:

    • Πρώτες πληροφορίες, κρίσεις και διαχείριση των κρίσεων.
    • Καταγραφή γενικών προβλημάτων, δηλαδή των συμπτωμάτων όπως τα βλέπει η οικογένεια.
    • Εκτίμηση των βασικών χαρακτηριστικών, η οποία γίνεται με συνέντευξη από τους γονείς και χρήση σύντομων ερωτηματολογίων.
    • Εκτίμηση συνθηκών συννοσηρότητας όπως μαθησιακές δυσκολίες, προβλήματα συμπεριφοράς, η οποία γίνεται με συνέντευξη από τους γονείς, μεγάλα ερωτηματολόγια και αξιολόγηση των χαρακτηριστικών της συννοσηρότητας π.χ. αξιολόγηση για μαθησιακές δυσκολίες.
    • Λήψη ιστορικού. Αυτή πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες από το πλαίσιο στο οποίο ζει το παιδί, το ιατρικό ιστορικό και την παρούσα κατάσταση, αναπτυξιακό και κοινωνικό ιστορικό και ιστορικό της διαταραχής. Τέλος, απαιτείται οικογενειακό ιστορικό ψυχιατρικών νοσημάτων.
    • Παράπλευρες επαφές και παρατηρήσεις. Συνεργασία με δασκάλους και πληροφορίες από άλλους ειδικούς για να ληφθεί και μια άλλη οπτική.
    • Συστηματική παρατήρηση στην τάξη.

    Με βάση την αξιολόγηση λαμβάνονται αποφάσεις για περαιτέρω αξιολόγηση, αν υπάρχει ανάγκη καθώς και αποφάσεις για την αντιμετώπιση η οποία περιλαμβάνει ιατρική παρακολούθηση και ψυχολογική αντιμετώπιση. Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να είναι αποτελεσματική (stimulants) σε κάποιες περιπτώσεις στο πλαίσιο ενός πολυδύναμου πλαισίου αντιμετώπισης. Ως αποτελεσματικότερη μέθοδος σήμερα θεωρείται η συστημική προσέγγιση με επίκεντρο το παιδί για να επιτευχθεί η αυτοδιαχείριση και ο αυτοέλεγχος που αποτελούν το κλειδί της θεραπείας.