Στην αναφορά πως οι δανειστές απαιτούν προϋποθέσεις και αξιολόγηση για να προσφέρουν ελάφρυνση χρέους κάτι που ενδέχεται να καταστήσει δαπανηρότερη την αποκατάσταση της κανονικής χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου από τις ιδιωτικές αγορές, προχωρεί το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή στην πρώτη έκθεση που παρουσίασε με επικεφαλής τον Φραγκίσκο Κουτεντάκη.


Σύμφωνα με την έκθεση, «από πλευράς των επίσημων δανειστών, το κρίσιμο ζητούμενο είναι ένα αποτελεσματικό σύστημα κινήτρων που θα εξασφαλίζει την υπεύθυνη στάση των μελλοντικών κυβερνήσεων. Εδώ αναμένεται να χρησιμοποιηθεί η ρύθμιση του χρέους υπό συνθήκες που θα αξιολογούνται σε βάθος χρόνου. Ωστόσο, τα μέτρα ελάφρυνσης που θα αποφασιστούν θα πρέπει να συμβάλλουν στη μελλοντική σταθερότητα και να μην χαρακτηρίζονται από αιρεσιμότητα – καθώς κάτι τέτοιο καθιστά δύσκολη την εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας και θα καταστήσει δαπανηρότερη την αποκατάσταση της κανονικής χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου από τις ιδιωτικές αγορές, δηλαδή τον τελικό σκοπό του όλου εγχειρήματος».
«Μια βασική αδυναμία αυτού του σχεδιασμού είναι ότι καθιστά δύσκολη την εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας. Αν οι υποχρεώσεις του Ελληνικού Δημοσίου μεταβάλλονται ανάλογα με τις πολιτικές εξελίξεις ή τα οικονομικά στοιχεία που γίνονται γνωστά εκ των υστέρων, αυξάνεται κατακόρυφα η δυσκολία πρόβλεψης. Αυτή η αβεβαιότητα θα τιμολογηθεί με κάποιον τρόπο στην αγορά ομολόγων», αναφέρει η έκθεση.
Πάντως, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή ξεκαθαρίζει πως η αποκατάσταση της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής ισορροπίας δεν συνεπάγεται το τέλος της προσπάθειας και εμφατικά τονίζει πως δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. «Προϋπόθεση για την επίτευξη των ευνοϊκών προβλέψεων για το 2018 συνιστά η ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησηςπου θα οδηγήσει σε ολοκλήρωση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής.
Η ολοκλήρωση του προγράμματος και ο τερματισμός της χρηματοδότησης από τον επίσημο τομέα, θα οδηγήσουν στον καθορισμό ενός νέου πλαισίου εποπτείας. Με δεδομένο ότι το επίσημο πλαίσιο για την «Άσκηση εποπτείας μετά το πρόγραμμα» του κανονισμού 472/2013 δεν είναι ιδιαίτερα λεπτομερές, οι ακριβείς όροι θα καθοριστούν από την πολιτική διαπραγμάτευση που θα ολοκληρωθεί στους επόμενους μήνες», τονίζεται στην έκθεση.
Οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρουν πως θα χρειαστεί ένα στρατηγικό σχέδιο μακράς πνοής που εκ των πραγμάτων θα υπερβαίνει τη θητεία μιας κυβέρνησης και πως τα βασικά του στοιχεία θα πρέπει να τεθούν σε δημόσιο διάλογο προκειμένου να εξασφαλιστεί μια «ελάχιστη συναίνεση». Κατά τους ίδιους η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στρέψει την προσοχή της στην αντιμετώπιση των προβληματικών αποθεμάτων που δημιούργησε η μακρόχρονη οικονομική κρίση στους ισολογισμούς της ελληνικής οικονομίας. «Κάθε ένας από τους επιμέρους τομείς που την απαρτίζουν (δημόσιο, τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά) αντιμετωπίζει τις δικές του ανοιχτές απαιτήσεις και υποχρεώσεις», σημειώνεται σχετικά και απαριθμούνται τα σχετικά προβλήματα:
Το ελληνικό κράτος έχει ένα υψηλό δημόσιο χρέος περίπου 330 δισ. ευρώ.
Οι εγχώριες επιχειρήσεις και νοικοκυριά, έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές περίπου 130 δισ. ευρώ προς το Δημόσιο (φορολογικές αρχές και ασφαλιστικά ταμεία) και άλλα 95 δισ. ευρώ στις τράπεζες από μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Αυτό σημαίνει ότι τα μισά περίπου δάνεια των τραπεζών δεν εξυπηρετούνται, την ίδια ώρα που οι καταθέσεις τους έχουν συρρικνωθεί σημαντικά σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο.
Επιπλέον πρόβλημα είναι η ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, δηλαδή του εργατικού δυναμικού που απασχολείται ή είναι διατεθειμένο να απασχοληθεί ως βασικός συντελεστής στην εγχώρια παραγωγική διαδικασία.

Υψηλά χρέη, χαμηλά εισοδήματα
«Στο εφεξής», τονίζεται, «η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στρέψει την προσοχή της στην αντιμετώπιση των προβληματικών αποθεμάτων (stocks) που δημιούργησε η μακρόχρονη οικονομική κρίση στους ισολογισμούς της ελληνικής οικονομίας. Κάθε ένας από τους επιμέρους τομείς που την απαρτίζουν (δημόσιο, τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά) αντιμετωπίζει τις δικές του ανοιχτές απαιτήσεις και υποχρεώσεις:
Το ελληνικό κράτος έχει ένα υψηλό δημόσιο χρέος περίπου 330 δις ευρώ.
Οι εγχώριες επιχειρήσεις και νοικοκυριά, έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές περίπου 130 δισ. ευρώ προς το ελληνικό δημόσιο (φορολογικές αρχές και ασφαλιστικά ταμεία) και άλλα 95 δισ. ευρώ στις τράπεζες από μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Αυτό σημαίνει ότι τα μισά περίπου δάνεια των τραπεζών δεν εξυπηρετούνται, την ίδια ώρα που οι καταθέσεις τους έχουν συρρικνωθεί σημαντικά σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο, τονίζουν οι συντάκτες της Εκθέσεως.
Όπως τονίζεται όμως «η αυστηρότητα των φορολογικών και ασφαλιστικών αρχών στην είσπραξη των δημόσιων εσόδων θα πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα και να αποφεύγονται γενικευμένες «ευνοϊκές» ρυθμίσεις που δημιουργούν κίνητρα καθυστέρησης πληρωμών και προσδοκίες ευνοϊκής αντιμετώπισης και αναβολής των προστίμων, αποδυναμώνοντας τη φορολογική και ασφαλιστική συμμόρφωση».
Πηγή του Γραφείου Προϋπολογισμού τόνιζε πάντως ότι «λόγω γραφειοκρατικών διαδικασιών δεν κινείται ο Εξωδικαστικός και απαιτούνται αλλαγές και τυποποιημένα κριτήρια για ταχύτερες λύσεις» στα προβλήματα υπερχρέωσης.

Ελεύθερος Τύπος