Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 αναπτύχθηκε έντονος προβληματισμός στο εσωτερικό των εκπαιδευτικών οργανώσεων (ΔΟΕ-ΟΛΜΕ) σχετικά με το πρόβλημα της γήρανσης του επαγγέλματος.

Κώστας Ανθόπουλος , Μέλος του Δ.Σ. του Α’ Συλλόγου Εκπαιδευτικών Π.Ε. Θεσσαλονίκης,μέλος του Τομέα Παιδείας του Κινήματος Αλλαγής

 

Η κατάργηση του θεσμού της επετηρίδας σε συνδυασμό με την είσοδο στην εκπαίδευση πολλών νέων σε ηλικία εκπαιδευτικών, μέσα από τις διαδικασίες διαγωνισμών του ΑΣΕΠ στις αρχές της δεκαετίας του 2000, άμβλυνε σημαντικά τις διαστάσεις του ζητήματος αυτού. Επίσης στην ίδια περίοδο με νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούσαν το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό σύστημα των εκπαιδευτικών πραγματοποιήθηκε θεσμική παρέμβαση που έδινε τη δυνατότητα αποχώρησης των εκπαιδευτικών από την υπηρεσία, με συγκεκριμένο χρόνο ηλικίας και με τη συμπλήρωση 30 χρόνων πραγματικής υπηρεσίας, μέτρο που η εκπαιδευτική κοινότητα υποδέχτηκε με ιδιαίτερη ικανοποίηση.

Η οικονομική κρίση και η πολιτική των μνημονίων που ακολούθησε μετά το 2010 και οι ανατροπές στον χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος και κυρίως η καθιέρωση νέων ορίων ηλικίας στη συνταξιοδότηση των εκπαιδευτικών στα 67 έτη τους, που αφορά τη συντριπτική πλειοψηφία των υπηρετούντων σήμερα εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, άλλαξε ριζικά τα δεδομένα, προκαλώντας εύλογη δυσαρέσκεια, αναστάτωση και προβληματισμό στους κόλπους της εκπαιδευτικής κοινότητας αλλά και επιφυλάξεις και ανησυχίες στην κοινωνία για τις παιδαγωγικές επιπτώσεις της διεύρυνσης της γήρανσης του εκπαιδευτικού επαγγέλματος και της παρουσίας εκπαιδευτικών πολύ μεγάλης ηλικίας στις τάξεις.

Είναι πολύ χαρακτηριστικά και εύστοχα τα ερωτήματα που θέτει ο πρώην πρόεδρος της ΟΛΜΕ Νίκος Τσούλιας στο άρθρο του, για το ίδιο ζήτημα: «Τι σημαίνει να έχουμε εκπαιδευτικούς σε ηλικία 67 ετών; Μπορεί ένας εκπαιδευτικός σε αυτήν την ηλικία να διαπαιδαγωγήσει παιδιά και εφήβους από τις μικρές ηλικίες των 18 ετών; Μπορεί να κατανοήσει τα «σημεία» των δικών τους καιρών, να ενστερνιστεί την κουλτούρα της αμφισβήτησής τους ή έστω απλά και μόνο να εξηγήσει τα «στοιχεία» αναφοράς τους, τον κόσμο των φιλοδοξιών τους και των ονείρων τους; Μπορεί να ανταποκριθεί στα προβλήματά τους και στους προβληματισμούς τους, να συνεργήσει στον προσανατολισμό, επαγγελματικό και κοινωνικό, επιστημονικό και συναισθηματικό, να συνεισφέρει στον παλμό της ζωής τους; Πώς μπορεί να «σταθεί» μέσα στη σχολική αίθουσα ο ηλικιωμένος εκπαιδευτικός, αφού δε θα έχει καθόλου περίσσευμα υπομονής ή (και) συμπάθειας εκ μέρους των εκπαιδευόμενων και θα επιχειρεί να αντικαταστήσει την ελλειμματική παιδαγωγική του κουλτούρα με την επιβολή και την εφαρμογή σιδηράς πειθαρχίας. Σε ποιο βαθμό θα μπορούν να ανταποκριθούν εκπαιδευτικοί μεγάλης ηλικίας στις απαιτήσεις των μαθημάτων των κατευθύνσεων για τις εισαγωγικές εξετάσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση; Ποιοι και ποιες θα μπορούν να φέρουν εις πέρας μια πενθήμερη σχολική εκδρομή;» (Εκπαιδευτικός ετών 67)

Είναι προφανές ότι τα επόμενα χρόνια η ελληνική εκπαίδευση θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις διαστάσεις και τις ποικίλες επιπτώσεις της γήρανσης του εκπαιδευτικού επαγγέλματος. Για αυτόν τον λόγο απαιτείται η λήψη διαρθρωτικών μέτρων και άμεσων παρεμβάσεων όπως:

  • νέων εκπαιδευτικών, με τις διαδικασίες
  • Υλοποίηση προγραμμάτων αντισταθμιστικής εκπαίδευσης για την αντιμετώπιση του προβλήματος του κοινωνικού αποκλεισμού και ανισοτήτων
  • Τροποποίηση και σημαντική μείωση του διδακτικού των εκπαιδευτικών με τη δυνατότητα συμπλήρωσής του μετά από συγκεκριμένη ηλικία στην εφαρμογή προγραμμάτων κοινωνικού χαρακτήρα και διοικητικών υπηρεσιών της εκπαίδευσης.
  • Θεσμοθέτηση οργανικών θέσεων εκπαιδευτικών ειδικοτήτων και σε όλες τις περιφερειακές διευθύνσεις εκπαίδευσης και ιδιαίτερη έμφαση προσανατολισμού οι θέσεις αυτές να καλυφθούν κατά προτεραιότητα σε περιοχές νησιωτικές και ορεινές.