Του  Νίκου Τσούλια

Η του εκπαιδευτικού έργου αποτελεί το πιο δύσκολο και το πιο αμφιλεγόμενο θέμα διαχρονικά στην εκπαίδευση. Είναι γνωστό το ιστορικό φορτίο του επιθεωρητισμού και η βαριά σκιά που άφησε στους εκπαιδευτικούς και στην εκπαίδευση.

Εδώ και 40 χρόνια «συζητάμε» και αντιδικούμε για το εν λόγω θέμα, χωρίς να υπάρχει ένα σχέδιο γενικής αποδοχής. Όλοι οι σχετικοί Νόμοι και τα ανάλογα Προεδρικά Διατάγματα δεν βρήκαν έδαφος εφαρμογής παρά ελάχιστο και σε οριακές περιπτώσεις.

Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου μαζί με το σύστημα εισαγωγής των μαθητών στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελούν τα πιο πολυσυζητημένα και αμφιλεγόμενα θέματα της εκπαίδευσης από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα.

Είναι δε το μόνο πεδίο στο οποίο – παρά τις αλληλοδιάδοχες θεσμικές ρυθμίσεις με Νόμους και Προεδρικά Διατάγματα – έχουν αποτύχει οι σχετικές εκπαιδευτικές πολιτικές. Ο λόγος είναι προφανής. Δεν αντιστοιχούν σε μια μορφή εσωτερικής και δημιουργικής αξιολόγησης, αλλά επιδιώκουν μάλλον έναν μεγαλύτερο διοικητικό έλεγχο της εκπαιδευτικής πράξης και των εκπαιδευτικών. Προς τούτο, είναι βασική προϋπόθεση να διαμορφωθεί μια κουλτούρα αξιολόγησης μέσα από ένα ήπιο σύστημα σε κλίμα εμπιστοσύνης.

Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου έχει σχετική αυτονομία, γιατί συνδέεται με πολλαπλά ζητήματα του σχολείου και του εκπαιδευτικού συστήματος. Στην απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής για το 6ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ (Σεπτέμβριος 2001) αναφέρεται:

“Κεντρικός στόχος είναι η έμφαση στην ποιότητα της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος…. Η αξιολόγηση του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου, των εκπαιδευτικών και όλων των συντελεστών της εκπαιδευτικής διαδικασίας γίνονται το επίκεντρο της δράσης μας”.

Οι δύο μετωπικά αντίθετες αντιλήψεις που έχουν κυριαρχήσει

α) “η αξιολόγηση είναι το κύριο (ή και μοναδικό) στοιχείο υστέρησης της ελληνικής εκπαίδευσης και η εφαρμογή της θα λύσει τα χρόνια προβλήματα” (δεξιά αντίληψη) και β) “η αξιολόγηση είναι πεδίο χειραγώγησης των εκπαιδευτικών” (αριστερή αντίληψη) αλλοιώνουν το όλο θέμα, διαμορφώνουν μια στείρα αντιπαράθεση, που εμποδίζει την συζήτηση στην ουσία του και στις πραγματικές διαστάσεις του.

Η δική μας – μεταρρυθμιστικής αντίληψης – πρόταση αποσκοπεί:

α) Στη διαμόρφωση μιας κουλτούρας αξιολόγησης σε όλους τους συντελεστές της εκπαίδευσης με βασικούς σκοπούς τη βελτίωση της σχολικής λειτουργίας και

β) Στην εφαρμογή ενός συστήματος εσωτερικής αξιολόγησης για την ενίσχυση της παρεχόμενης παιδείας. Θεωρούμε την αξιολόγηση όχι ως αυτοσκοπό, αλλά ως πεδίο έρευνας και πρωτοβουλίας, που θα απελευθερώνει δημιουργικές εκπαιδευτικές δυνάμεις.

Ο πυρήνας της πρότασής μας είναι ο δημιουργικός μετασχηματισμός της λειτουργίας των Συλλόγων Διδασκόντων και η ενίσχυση της ευθύνης των εκπαιδευτικών, έτσι ώστε το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί αλλά και η εκπαιδευτική κοινότητα στο σύνολό της να διαμορφώσουν έναν πιο ενεργό ρόλο στις πολλαπλές απαιτήσεις της μάθησης, της γνώσης, της παιδαγωγικής.

Στην εσωτερική αξιολόγηση και στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών οφείλουμε να αναλύουμε διεξοδικά και τεκμηριωμένα το κοινωνικό και πολιτισμικό συγκείμενο, το θεσμικό πλαίσιο, την εκπαιδευτική πολιτική, το εκπαιδευτικό περιβάλλον, τα σχολικά βιβλία, τα αναλυτικά προγράμματα, τις υποδομές, τα εργαστήρια, τις βιβλιοθήκες, τις νέες τεχνολογίες κλπ δεδομένου ότι είναι βασικά στοιχεία που διαμορφώνουν το έργο των εκπαιδευτικών και τη σχολική λειτουργία.

Η αξιολόγηση αφορά όλους τους εκπαιδευτικούς, ως έχοντες τον κύριο ρόλο στην παιδεία και στην αγωγή, ως παιδαγωγούς διαρκώς ανήσυχους και ως ερευνητές στην αναζήτηση όλο και πιο νέων μεθόδων και εργαλείων στο πολυσύνθετο έργο τους. Βασική μας θέση είναι ότι στην παιδεία και στην αγωγή δεν υπάρχουν αυθεντίες και ότι κάθε εκπαιδευτικός “νιώθει” την ανάγκη για συνεχή βελτίωση της λειτουργίας του.

Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών υπηρετώντας τον παραπάνω γενικό στόχο επιδιώκει ειδικότερα:

α) Να προσδιορίζει τις αδυναμίες και τις ελλείψεις των εκπαιδευτικών, με στόχο την έμπρακτη αντιμετώπισή τους.

β) Να καταγράφει κατά τρόπο έγκυρο και αξιόπιστο τις δυσκολίες και τα προβλήματα που συναντούν οι εκπαιδευτικοί στην επιτέλεση του έργου τους, ώστε να προσδιορίζονται τα αναγκαία, κάθε φορά, επιμορφωτικά προγράμματα.

γ) Να συμβάλλει στην ενίσχυση της αυτογνωσίας των εκπαιδευτικών, έτσι ώστε να έχουν πιο αξιόπιστη εικόνα της ποιότητας και αποτελεσματικότητας του έργου τους.

δ) Να συμβάλλει στην αναβάθμιση των επαγγελματικών τους προσόντων.

Υ.Γ.  Η όλη θεώρηση θα ολοκληρωθεί σε τρία διαδοχικά άρθρα

Γραμματέας του Τομέα Παιδείας του Κινήματος Αλλαγής