Οι εκπαιδευτικές ανισότητες είναι εν πολλοίς βαθιά ριζωμένες στις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες και αποτελούν μείζον κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα.

Του Νίκου Τσούλια, Γραμματέας του Τομέα Παιδείας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. – Κινήματος Αλλαγής

     Ένα μέρος των κοινωνικών ανισοτήτων διαποτίζει το εκπαιδευτικό εποικοδόμημα και διατρέχει ένα πολύ μεγάλο μέρος των μαθητών / μαθητριών. Στην εκπαίδευση συχνά μεταμορφώνονται και παίρνουν την όψη της μαθησιακής αδυναμίας και υστέρησης. Αναπαράγονται, εδραιώνονται και επιστρέφουν πάλι στην αρχική τους πηγή, για να συνεχίσουν να τροφοδοτούν την ταξική διάσταση της εκπαίδευσης στο διάβα των καιρών.
     Είναι αδιόρατη αλλά και πανίσχυρη η επίδραση των κοινωνικών ανισοτήτων στο σχολείο.

Οι μαθητές / μαθήτριες που πλήττονται απ’ αυτές τις προσλαμβάνουν ως μια δική τους ιδιότητα από τις πολύ μικρές ηλικίες, ως ένα φυσικό δεδομένο που τους διακρίνει, ως συστατικό στοιχείο του εαυτού τους. Αλλά ακόμα και αν τις συνειδητοποιούν και τις αμφισβητούν, δύσκολα μπορούν να τις αντιμετωπίσουν μόνοι / μόνες τους.

     Συμβαίνει και κάτι άλλο. Οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες συμβαδίζουν με τις αντίστοιχες μορφωτικές ανισότητες, με τη μεταβίβαση του πολιτιστικού κεφαλαίου, όπως πολύ χαρακτηριστικά ανέδειξαν οι Μπουρντιέ και Πασερόν στο κλασικό έργο τους «Οι κληρονόμοι». Και αυτή η υπόθεση αφορά το σύνολο των νέων που βρίσκονται στους θεσμούς της παιδείας.

     «Ξεκινώντας από τις στατιστικές, που μετρούν την ανισότητα των ευκαιριών για πρόσβαση στην ανώτατη παιδεία ανάλογα με την κοινωνική προέλευση και το φύλο, και βασιζόμενοι στην εμπειρική μελέτη της συμπεριφοράς των φοιτητών και των καθηγητών καθώς και στην ανάλυση των – συχνά άγραφων – κανόνων που διέπουν το πανεπιστημιακό παιχνίδι, είναι δυνατόν να φέρουμε στην επιφάνεια, πέρα από την επίδραση των οικονομικών ανισοτήτων, τον ρόλο που παίζει η κληρονομημένη κουλτούρα, κεφάλαιο εκλεπτυσμένο, αποτελούμενο από γνώσεις – γνώσεις συμπεριφοράς και σωστής ομιλίας – τις οποίες τα παιδιά των προνομιούχων τάξεων οφείλουν στο οικογενειακό τους περιβάλλον, και το οποίο κεφάλαιο αποτελεί μια κληρονομιά τόσο αποδοτική όση η αποστροφή καθηγητών και φοιτητών να την αποδεχθούν ως κοινωνικό προϊόν».

     Οι εκπαιδευτικές ανισότητες αναφέρονται στην κουλτούρα, στην προ του σχολείου μορφωτική σκευή ακόμα και στο λεξιλόγιο των μελλοντικών εκπαιδευόμενων, γι’ αυτό θεωρούνται από τις συντηρητικές θεωρίες ως συστατικό στοιχείο των μαθητών / μαθητριών – θεωρίες που παλιότερα οδηγούσαν στο κλασικό μοτίβο «δεν παίρνει τα γράμματα» και δικαιολογούσε και «νομιμοποιούσε» την εγκατάλειψη αυτών των παιδιών από την εκπαιδευτική εξέλιξή τους.

     Η όλη ιστορία πάει ακόμα πιο πέρα. «Τα σχολεία συμβάλλουν και στη διατήρηση των προνομίων, καθώς υιοθετούν το πολιτιστικό κεφάλαιο των κυρίαρχων ομάδων και το παρουσιάζουν ως νόμιμη γνώση που αξίζει να μεταδοθεί και να εφαρμοστεί» (Michael Apple, Εκπαίδευση και εξουσία).

     Όμως, υπάρχει και κάτι πολύ βασικό στη συζήτησή μας. Οι ανισότητες δεν είναι μόνο ανισότητες, που διαμορφώνουν τα εξωτερικά στοιχεία των πληττόμενων απ’ αυτές παιδιών και νέων, δηλαδή την ενδοεκπαιδευτική τους πορεία.

     Στομώνουν τις επιθυμίες τους και τα όνειρά τους, τους σχεδιασμούς τους και τις φιλοδοξίες τους. Προδικάζουν αρνητικά την επαγγελματική τους εξέλιξη και την κοινωνική τους ανέλιξη. Διαποτίζουν τον συναισθηματικό τους κόσμο και τον ψυχισμό τους με ηττοπαθείς νοοτροπίες. Πλήττουν την αξιοπρέπειά τους. Αμαυρώνουν τη φωτεινότητα της προσωπικότητάς τους.

      Για το σχολείο, το όλο ζήτημα είναι κεντρικής και καθοριστικής σημασίας. Ο εκπαιδευτικός βρίσκεται σε φοβερό δίλημμα. Δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν τον αφορούν. Αλλά και δεν μπορεί μόνος του να αντιμετωπίσει το γκρίζο σκηνικό των μεταμφιεσμένων κοινωνικών ανισοτήτων σε αντίστοιχες εκπαιδευτικές. Απαιτείται ολοκληρωμένο σχέδιο από την πολιτεία. Απαιτείται η πολιτική της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης.
     Ο εκπαιδευτικός έχει σε κάθε διδασκαλία του, ένα ηθικό και παιδαγωγικό πρόταγμα: Να έχει όλους τους μαθητές τους και όλες τις μαθήτριές του, ενεργούς (-ές) και δημιουργικούς (-ές) στο παιχνίδι της μάθησης. Κάθε άλλη στάση του είναι αντιεκπαιδευτική και αντιπαιδαγωγική. Ακυρώνει το ρόλο του σχολείου και του εαυτού του.

     Φυσικά, δεν αρκούν οι διαπιστώσεις και οι αναλύσεις. Απαιτείται αρχικά η πραγματοποίηση Έρευνας με την ευθύνη του Υπουργείου για την όλη εικόνα των εκπαιδευτικών ανισοτήτων, που διευρύνθηκαν και διευρύνονται από την πολύχρονη κρίση και την πανδημία αλλά και από τον αναγκαίο και διαρκή σημερινό και αυριανό ψηφιακό μετασχηματισμό. Εμείς θα συνεχίσουμε με επιμονή, με προτάσεις και ιδέες για την άμβλυνση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων, για την ποιότητα της εκπαίδευσης.