Βλέπουμε ότι η ζωή του ανθρώπου είναι έντονα απαιτητική, ότι η κοινωνία μας είναι άκρως ανταγωνιστική, ότι οι σχέσεις των ανθρώπων δεν διαπνέονται από αλληλεγγύη και από αγάπη.

Του Νίκου Τσούλια

 

Και απ’ αυτή τη διαπίστωση ξεκινάει η αντίληψή μας για διαμόρφωση «σκληρών χαρακτήρων» στα παιδιά μας. Θεωρούμε ότι έτσι θα ανταποκριθούν πιο αποτελεσματικά στα κελεύσματα των καιρών. Και λίγο πολύ αυτή η νοοτροπία – αν και σε πιο ήπια εκδοχή – φτάνει μετά την οικογένεια και στο σχολείο.

Θεωρούμε ότι η σκληρότητα και ο εγωισμός, η αλαζονεία και η έπαρση «ατσαλώνουν» τους νέους και μπορούν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής πιο εύκολα (sic). Βλέπουμε άλλωστε κάτι πολύ απλό. Με δεδομένη τη δομικής μορφής ανεργία (και) των σύγχρονων εποχών, νιώθουμε ότι ο αγώνας της ζωής είναι το πως «δεν θα είμαι εγώ ο άνεργος αλλά αντίθετα θα έχω την πιο οικονομικά αποδοτική εργασία» – οπότε πώς γίνεται να μην ανταγωνιζόμαστε τον άλλον;

Είναι όμως αυτή η πρακτική η πιο σωστή συμπεριφορά; Δίνει καλύτερα εφόδια και πνευματική σκευή για το μέλλον των παιδιών και των νέων; Έχει αυτή η διαπαιδαγώγηση προοπτικές για τις κοινωνίες του μέλλοντος, για κοινωνίες συνοχής και προόδου, και για μια όμορφη ζωή;

Και ενώ βλέπουμε ότι μια υποκουλτούρα στυγνού ανταγωνισμού της αγοράς εργασίας – και που στη συνέχεια γίνεται και τρόπος ζωής – δεν λύνει το πρόβλημα αυτό που τελικά προσπαθούμε να λύσουμε, δεν αμφισβητούμε την ορθότητα της στάσης μας ούτε και αναρωτιόμαστε μήπως δεν είναι έτσι τα πράγματα. Δεν αναρωτιόμαστε ούτε για τις αιτίες των γενικευμένων φαινομένων βίας και απαξίωσης (και) στους κόλπους των μαθητών…

Αλλά ο εργασιακός ανταγωνισμός, ο καταναλωτισμός και οι εμπορευματικές αξίες – που αποτελούν ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο – απαξιώνουν τον συναισθηματικό κόσμο των παιδιών. Υπονομεύουν τις ανθρώπινες και διαπροσωπικές σχέσεις, τη φιλία, τη συνεργασία. Αφυδατώνουν την κοινωνικότητα και την ομαδικότητα. Απομονώνουν τον άνθρωπο και ερημώνουν την ψυχή του. Ο πολίτης χάνει την πολιτική του φυσιογνωμία και γίνεται ιδιώτης.

Το σχολείο έχει ως μία βασική αποστολή του την κοινωνικοποίηση των μαθητών, τη διαμόρφωση ουμανιστικής κουλτούρας και αντίστοιχων αξιών για να έχουν μια δημιουργική κοινωνική εξέλιξη – και όχι μόνο επαγγελματική. Ο Ντυρκέιμ, ο εμβληματικός κοινωνιολόγος, όρισε την εκπαίδευση ως την «δράση που ασκείται από τις γηραιότερες γενεές σε εκείνους που δεν είναι ακόμα ώριμοι για την κοινωνική ζωή. Σκοπός της είναι να ξυπνήσει και να αναπτύξει στο παιδί τις φυσικές, διανοητικές και ηθικές εκείνες ικανότητες που αναμένουν απ’ αυτό και η κοινωνία στο σύνολό της και το ιδιαίτερο εκείνο περιβάλλον για το οποίο προορίζεται».

Αλλά πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, αν κυρίαρχη αντίληψη είναι ο εγωκεντρισμός και ο ανταγωνισμός; Μπορούν να ζήσουν τα παιδιά και οι νέοι σε έναν κόσμο γενικευμένης αντιπαλότητας και εχθρότητας; Μετά απ’ αυτά τα πεδία αναφοράς δεν ακολουθούν η αντιζηλία, το μίσος και ο φθόνος; Και τότε ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενο και το νόημα της ζωής;

Υπάρχει απάντηση σε αυτά τα βασικά ερωτήματα – η καλλιέργεια του σεβασμού και των ευαισθησιών στους μαθητές, που είναι ουσιώδεις ανθρωπιστικές αξίες. Ο σεβασμός στον άλλον καταδεικνύει μια άποψη αγάπης για την ίδια τη ζωή. Είναι σεβασμός στον ίδιο τον εαυτό μας. Οι ευαισθησίες δεν κάνουν πιο αδύναμο το παιδί – το αντίθετο, του ενισχύουν τη δυνατότητα να κατανοεί καλύτερα τον κόσμο και την πραγματικότητα, του ενισχύουν μια όσο το δυνατόν πιο ακέραια ηθική και αισθητική αντίληψη για τη ζωή.

Ο σεβασμός και οι ευαισθησίες σμιλεύουν με τον καλύτερο τρόπο την προσωπικότητα των μαθητών. Είναι πλούτος πνευματικότητας και συναισθήματος. Προάγουν την αλληλεγγύη και την συνοχή, τη φιλία και την ανοιχτή σκέψη, τη δημιουργικότητα και τη συνεργατικότητα. Συνεργούν στην ανάδειξη των κοινωνικών χαρισμάτων και των ουσιαστικών προσόντων. Ανοίγουν δρόμους για τη νοηματοδότηση της ζωής και για την αυτοπραγμάτωση.