Βιώνουν μια δύσκολη πραγματικότητα. Συνήθως τα σύννεφα βαστάνε σε όλη τη διάρκεια της σχολικής ζωή τους. Νιώθουν στιγματισμένοι. Το πολύ – πολύ κάποιοι να τους κοιτούν με συμπάθεια και με κατανόηση, μέχρι εκεί. Η κουβέντα τους δύσκολα μετράει, εκτός και αν έχουν κάποιο τομέα στον οποίο να ξεχωρίζουν θετικά, κυρίως στον αθλητισμό, πού αλλού;

Του

Και το πιο βαρύ δεν είναι ότι γεύονται σιωπηλές διακρίσεις, που συνήθως είναι και πιο τραυματικές με τα όποια υπονοούμενά τους, αλλά ότι οι αυτοί οι ίδιοι αποδέχονται την υποβάθμιση (τι να κάνουν…) και απαξιώνουν τον εαυτό τους. Στους περισσότερους θα μείνει και ένα ψυχοσυναισθηματικό στίγμα, που μπορεί να βαστήξει μια ζωή. “Μέχρι εδώ μπορώ. Δεν είμαι ικανός για να συναγωνιστώ τους άλλους”.

Είναι οι των “πίσω θρανίων”. Οι μαθητές των κοινωνικών ανισοτήτων. Οι μαθητές που κληρονόμησαν την “ανισότητα” από τους γονείς τους και θα την κληρονομήσουν στα παιδιά τους. Ο καταμερισμός εργασίας, ο καταμερισμός πλούτου και φτώχειας, ο κοινωνικός καταμερισμός λειτουργούν ως τμήματα ενός ενιαίου άγραφου νόμου, του πιο αυταρχικού νόμου, της αναπαραγωγής του πολιτισμικού κεφαλαίου. Κάποιοι που θα ξεφύγουν απ’ αυτό τον νόμο, είναι ακριβώς η μεγάλη παραμυθία περί κινητικότητας, που στις έντονα ταξικές και πολλαπλά κλασματικές κοινωνίες μας προβάλλεται ως στοιχείο εκδημοκρατισμού! Δεν έχουν κάποιον πλάι τους, συμπαραστάτη στο ταξίδι της μάθησης και της γνώσης. Είναι οι μαθητές, που ανήκουν στην αυξανόμενη κοινότητα του λειτουργικού αναλφαβητισμού.

Οι γονείς τους βρίσκονται συνήθως στην ίδια μοίρα, στην εργασία τους, στην κοινωνία γενικότερα. Είναι ο τελευταίος τροχός της άμαξας. Μα αυτοί νιώθουν και ενοχή. Τα δικά τους παιδιά δεν μπορούν να βρεθούν στην ίδια γραμμή με τα παιδιά των γονέων, που είναι μορφωμένοι και τα βοηθούν από τα πρώτα τους βήματα στον κόσμο των Γραμμάτων. Δεν μπορούν να τα στείλουν σε φροντιστήρια – άντε στο τέλος του λυκείου, αν κάτι καταφέρουν για να σπουδάσουν σε κανένα πανεπιστήμιο. Τότε δεν έχει και πολύ νόημα. Δεν το ξέρουν.

Είναι οι φτωχοί γονείς, οι γονείς που δεν έχουν τελειώσει το λύκειο, που δεν σπουδάσει για διάφορους λόγους, οι γονείς που ήλθαν μετανάστες ή πρόσφυγες στη χώρα μας. Αποφεύγουν να ρωτάνε τα παιδιά τους στο πως πάνε στα μαθήματα, μην τους κάνουν αυτά καμιά ερώτηση που δεν την ξέρουν, και τι να τα συμβουλεύσουν; Και στο σχολείο αποφεύγουν να πηγαίνουν. Νιώθουν ενοχή.

Οι εκπαιδευτικοί τους είναι οι μόνοι που μπορούν να τους καταλάβουν καλύτερα απ’ όλους. Να τους κατανοήσουν. Ίσως και να τους βοηθήσουν. Αλλά δεν πρόκειται και αυτοί να τους δώσουν λύση. Με την παιδαγωγική και την κοινωνιολογική τους ματιά, ερμηνεύουν καλύτερα από τον καθένα την εικόνα τους. Αρκετοί από τους εκπαιδευτικούς θα σταθούν πλάι τους και θα τους βοηθάνε όσο μπορούν – κυρίως στις μικρές ηλικίες τους. Αργότερα, όταν τα μαθησιακά κενά θεριεύουν όλο και πιο πολύ και γίνονται μαθησιακά χάσματα, τα πράγματα γίνονται σχεδόν αδύνατα.

Πολλοί εκπαιδευτικοί θα υστερούν στην παιδαγωγική τους ευθύνη. Θα δικαιολογούνται από τις ελλείψεις των προηγούμενων σχολικών τάξεων, τις οποίες δεν μπορούν να τις καλύψουν και η γενναιοδωρία τους θα εξαντληθεί στο να τους δίνουν κάποιο “χαριστικό βαθμό” με …αντάλλαγμα να κάθονται ήσυχα σε μια γωνιά. Οι εκπαιδευτικοί, που νοιάζονται πράγματι για την τύχη αυτών των μαθητών, θα πηγαίνουν να τα βοηθήσουν διδάσκοντας δωρεάν στα Κοινωνικά Φροντιστήρια.

Και ήλθε και η πανδημία. Και έκανε την γκρίζα εικόνα τους μαύρη. Τηλε-εκπαίδευση, ίντερνετ, λάπτοπ κλπ σε ακόμα μια πρόσθετη έλλειψη. Το μάθημα χαοτικό. Και αν τώρα δεν νιώθουν βλέμματα κατανόησης ή συμπάθειας ή διακρίσεων και είναι φαινομενικά πιο ήρεμοι, συνειδητοποιούν πιο πολύ ότι είναι απελπιστικά μόνοι τους, ότι το μέλλον τους έχει πολλά σύννεφα…