Ένα από τα πιο βασικά ζητήματα που αντιμετωπίζει το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι οι πολλαπλές προκλήσεις που θέτει η εποχή της παγκοσμιοποίησης, του σχηματισμού υπερ-εθνικών σχηματισμών και της έκρηξης των νέων τεχνολογιών.

Του

Ας τεθεί το ερώτημα: Κατά πόσο η διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής θα έχει αμιγή εθνικά χαρακτηριστικά και κατά πόσο θα συνυπολογίζει τους διεθνείς μετασχηματισμούς στην οικονομία και στην κοινωνία; Και βέβαια η απάντηση δεν είναι εύκολη και δεν έχει να κάνει με ποσοτικά χαρακτηριστικά.

Ας ξεκινήσουμε από τα πιο απλά. Η συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) δημιουργεί ορισμένες συνθήκες που όχι μόνο δεν μπορούν να παρακαμφθούν, αλλά απαιτείται μια εγχώρια δυναμική πρόταση, η οποία να επηρεάζει αυτές τις συνθήκες. Με βάση τους ευρωπαϊκούς θεσμικούς κανόνες, η χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής κάθε χώρας είναι κατ’ αρχήν εθνική υπόθεση. Ωστόσο, οι αλληλεπιδράσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές και καμιά εθνική πολιτική δεν διαμορφώνεται μόνο με τα στοιχεία του παρελθόντος.

Κατ’ αρχήν για την Τριτοβάθμια εκπαίδευση υπάρχει η διαδικασία διαμόρφωσης Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου, όπου ανάμεσα στα άλλα επιχειρείται η χάραξη κοινών παραγόντων πιστοποίησης των σπουδών προκειμένου να ευνοείται η μετακίνηση σπουδαστών και επιστημόνων χωρίς προβλήματα ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε. Υπάρχει η πρόβλεψη ακόμα να γίνεται ένα μέρος των προπτυχιακών σπουδών ενός φοιτητή σε άλλη χώρα πέραν εκείνης της καταγωγής του.

Έτι περαιτέρω, η χρηματοδότηση από τα ταμεία της Ε.Ε. είναι προσανατολισμένη σε εκείνους τους τομείς που ευνοούν τη συσχέτιση των σπουδών με την αγορά εργασίας, με την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών και με τους θεσμούς της κατάρτισης περισσότερο παρά με εκείνους της ανθρωπιστικής παιδείας. Ακόμα η πίεση έρχεται και από διεθνείς οργανισμούς και διεθνή προγράμματα, όπως είναι ο Ο.Ο.Σ.Α. και το πρόγραμμα PISA. Τόσο οι συγκρίσεις των στοιχείων των εκπαιδευτικών συστημάτων των διαφόρων χωρών όσο και οι διεθνείς διαγωνισμοί φοιτητών και μαθητών για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών συστημάτων έχουν προσανατολισμό στον αγγλοσαξονικό τύπο εκπαίδευσης, δηλαδή με έντονα στοιχεία κατάρτισης.

Όλα αυτά τα στοιχεία ουσιαστικά πιέζουν την ελληνική πολιτεία να λάβει υπόψη της αυτές τις εξελίξεις. Μπορεί η Ελλάδα να πει ότι δεν με αφορούν; Ποιος μπορεί να πάρει την ευθύνη και να πει στους νέους ότι οι ορίζοντές τους δεν θα είναι ευρωπαϊκής κλίμακας;

Αλλά και το αντίστροφο ερώτημα έχει και αυτό την αξία του. Μπορούμε να προσχωρούμε με άκριτο τρόπο στις επιταγές μιας ολοένα και διευρυνόμενης φιλελευθεροποίησης της οικονομίας και της εκπαίδευσης όταν μάλιστα αρχίζουν να ιδιωτικοποιούνται διαρκώς και περισσότερες όψεις της δημόσιας εκπαίδευσης (μείωση των δαπανών για την παιδεία, αύξηση διδάκτρων, περιστολή των επενδύσεων, μεταφορά της έρευνας από τα πανεπιστήμια στη σύμπραξή τους με επιχειρήσεις), όταν το ίδιο το περιεχόμενο της εκπαίδευσης μετατοπίζεται από τον παιδαγωγικό, ουμανιστικό και μορφωτικό χαρακτήρα του – που έχει αποκομίσει από την εποχή του Διαφωτισμού – σε έναν εμπορευματικό – εργαλειακό χαρακτήρα με αμφίβολα αποτελέσματα όσον αφορά την απασχόληση των νέων;

Επειδή στην πολιτική σχεδόν τα πάντα είναι αποτέλεσμα συσχετισμού δύναμης, νομίζω ότι η λύση δεν βρίσκεται ούτε σε μια αντίληψη εσωστρέφειας ούτε σε άκριτη αποδοχή των αλλαγών που έρχονται «απέξω». Απαιτείται παρέμβαση και πολιτική συμμαχιών στα κέντρα των αποφάσεων της Ε.Ε., που ούτως ή άλλως έχουμε θεσμική συμμετοχή. Χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι τα πράγματα είναι εύκολα.

Όταν οι Η.Π.Α. υπέστησαν το περίφημο «Σπούτνικ – σοκ», με τον πρώτο περίπατο του Γιούρι Γκαγκάριν στο διάστημα, σοκαρισμένες από το προβάδισμα της τότε Σοβιετικής Ένωσης στην τεχνολογία και στα αστροναυτικά προγράμματα, έκαναν μια σοφή κίνηση, έριξαν το βάρος της πολιτικής τους στην εκπαίδευση, θεωρώντας ότι αυτή ήταν ο τομέας ευθύνης στην οποία ουσιαστικά υπερείχε η Σοβιετική Ένωση. Και επιδόθηκαν σε ένα ευρύ μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα στην παιδεία, με αποτέλεσμα – συνεργούντων βέβαια και άλλων παραγόντων – την απόλυτη υπεροχή της στο διεθνή χώρο από τη δεκαετία του 60, θέση που κρατάει μέχρι σήμερα.

Αναφέρω αυτή την περίπτωση γιατί δείχνει με τον πιο παραστατικό τρόπο το ρόλο της εκπαίδευσης και της μόρφωσης στις σύγχρονες κοινωνίες, έναν ρόλο που απαιτεί συγκροτημένες αλλαγές επί του περιεχομένου του σχολείου και επί των βασικών στοχοθεσιών μιας αντίληψης κοινωνικής και οικονομικής προόδου.