: Εύκολα, γρήγορα και χωρίς φειδώ ασκούμε την κριτική μας στην πολιτεία για την ασθενή παιδεία που μας έχει αναθέσει να υπηρετούμε.

Το ίδιο όμως εύκολα, μάλλον πιο γρήγορα και χωρίς να φείδονται χαρακτηρισμών απαξιωτικών εκτοξεύουν τα βέλη της κριτικής τους εναντίον μας μαθητές, γονείς και άλλοι, σχετικοί ή άσχετοι με την παιδεία. Θα προσπαθήσω να διατυπώσω με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ειλικρίνεια, συχνά προσεγγίζοντας τις παρυφές της τραχείας αυστηρότητας, την αξιολόγηση – κριτική μου για την εκπαιδευτική κοινότητα, έχοντας μία θητεία λίγο πάνω από 10 χρόνια στο δημόσιο σχολείο.

Αν τα ζυγίσουμε, νομίζω, προϊδεάζοντας αυτόν που θα συνεχίσει να διαβάζει το κείμενο, θα διαπιστώσουμε ότι τα καλά υπερτερούν ξεκάθαρα λόγω μεγαλύτερου βάρους. Συνεπικουρεί σε αυτό ο εκάστοτε υπουργός παιδείας και η εκάστοτε κυβέρνηση με τις ελλείψεις, τις αστοχίες, τις παλινωδίες της. Είναι γενικώς, μία ικανή δικαιολογία για τις δικές μας αστοχίες και ελλείψεις και ένα άλλοθι ακόμη και για εγκλήματα που διαπράξαμε εκπαιδευτικού τύπου, είτε εν γνώσει μας σπανιότερα είτε από αμέλεια συχνότερα.

Μέσα μας γίνεται συχνά πάλη ανάμεσα στα καλά και τα κακά με τη νίκη να γέρνει πότε προς τη μία πλευρά και πότε προς την άλλη. Εξαρτάται από πολλά: αν είσαι στο ξεκίνημα, αν ήταν επιλογή το διδασκαλίκι, αν υπάρχει ενθάρρυνση και άλλα. Αμιγείς χαρακτήρες στην υπερβολή τους, χείριστους ή άριστους, μάλλον δεν θα βρεις. Στόχος, αν βάζαμε τους αριθμούς να μιλήσουν, να αυξηθούν τα ποσοστά των καλών.

Τα κακά μας πρώτα: εκπαιδευτικοί δημόσιοι υπάλληλοι, όσο και αν πασχίζουμε να αντικρούσουμε το χαρακτηρισμό αυτό. Που ακολουθούμε ό,τι μας υπαγορεύεται χωρίς ( ή με μικρές ) παρεκκλίσεις, που το σχολείο το θεωρούμε τσιφλίκι μας. Που δεν σπαταλάμε πολύ φαιά ουσία, χρόνο, έγνοια, γιατί θέλουμε να αποδώσουμε στα πραγματικά μαθήματα, στα ιδιαίτερα που έχουμε. Που κάνουμε απεργίες, για να διατυμπανίζουμε ότι μετέχουμε σε έναν καλό κοινό σκοπό. Που καλύπτουμε με ιδεολογικές κορώνες την ανάγκη για ψυχική εκτόνωση, για ένα διάλειμμα νόμιμο και αγωνιστικοφανές. Που στηρίζουμε καταλήψεις, για να χάσουμε μάθημα και μετά δεν δεχόμαστε αναπληρώσεις ωρών.

Που βαδίζουμε χρόνια στα σίγουρα, χωρίς να τολμάμε δοκιμές, πειράματα, να κινηθούμε λίγο σε αχαρτογράφητα ύδατα. Που ρίχνουμε τις ευθύνες σε μαθητές, γονείς, προηγούμενους καθηγητές και σε όποιον άλλον παρασύρει η μπάλα της ανευθυνότητας μας. Που έχουμε αφήσει τη φαντασία στο σπίτι ή την επιστρατεύουμε τις στιγμές της γκρίνιας και της κριτικής. Που γελούμε με τα χάλια των παιδιών, που καθρεφτίζουν τα δικά μας χάλια. Που ειρωνευόμαστε, που διαπρέπουμε στις διακρίσεις, τις επικρίσεις, τις συγκρίσεις. Που μαλώνουμε σαν τα κοκόρια στις συνελεύσεις, αλλά ζητάμε από τα παιδιά να κάνουν διάλογο, τηρώντας απαρέγκλιτα τους κανόνες. Που πάνω πάνω βάζουμε την πειθαρχία και την τάξη και τα θέματα τα διοικητικά και κάτω κάτω τα παιδαγωγικά. Υπάρχουν κι άλλα, αρκετά ακόμη.

Ώρα για τα καλά: οδηγός μας είναι πάντα το παιδί που ακόμη βασιλεύει μέσα μας και ένα όραμα για ένα σχολείο σχεδόν ιερό που θα το χαιρόμαστε όλοι, μαθητές εκπαιδευτικοί, γονείς. Που μοιράζουμε απλόχερα σε μαθητές και συναδέλφους απόψεις, γνώσεις, ιδέες, εμπειρίες, βιώματα. Που αγωνιζόμαστε να μυήσουμε τα παιδιά στον κόσμο των λόγων, των αριθμών, της φαντασίας, της ανοιχτοσύνης.

Δεν παύουμε να προσπαθούμε, κάποιοι να αγωνιζόμαστε, παρά την απαξίωση από την πολιτεία και συχνά από γονείς και παιδιά. Που μας αρκεί για ανταμοιβή ένα χαμηλόφωνο ευχαριστώ, ένα φευγαλέο ειλικρινές χαμόγελο που συχνά μας περιμένει στη γωνία, στο πρόσωπο του ντροπαλού παιδιού. Δεν αποζητούμε τα χειροκροτήματα και τους επαίνους και τις δόξες.

Αφιερώνουμε άπειρες ώρες για προετοιμασία, ακόμη και αν καταλήξουμε φωνή βοώντος εν τη τάξει. Προσπαθούμε να κρατήσουμε την καλή μας διάθεση, την ψυχραιμία μας, ενώ έχουμε πάντα εύκαιρο σε κάποιο τσεπάκι του μυαλού μας το χιούμορ. Που δεν σταματάμε να εμψυχώνουμε, να πολεμάμε με τους ήρωες τους υπερφυσικούς που προσφέρονται με καταιγιστικούς ρυθμούς στα παιδιά στο διαδίκτυο κυρίως και στα βιντεοπαιχνίδια. Με όπλο μας συχνά μόνο ένα πίνακα, μία κιμωλία ή ένα μαρκαδόρο, σχεδόν με το τίποτα που όμως έχουμε μάθει να το κάνουμε κάτι. Που παρακάμπτουμε τους σκοπέλους της γραφειοκρατίας και πολλά τα κάνουμε στα μουγκά, για να υπηρετήσουμε την ουσία. Συνωμότες της μάθησης και της ζωής.

Που διεκδικούμε έναν ομορφότερο κόσμο, καλύτερες συνθήκες για τα παιδιά που δεν είναι δικά μας, αλλά τα νιώθουμε σαν δικά μας και που πολλές φορές με παράπονο, ομολογώντας το στον εαυτό μας και στους άλλους, αφήνουμε στην άκρη τα δικά μας(παιδιά). Είμαστε εν τέλει από καλή γενιά, όπως θα έλεγε και ο ποιητής, και όχι μόνο αυτός. Και υπάρχουν πολλά πολλά, ακόμη.