Του Νίκου Τσούλια

Κι όμως δεν θα πω επιτέλους, επειδή τελείωσα το πιο δύσκολο ανάγνωσμα που υπάρχει! Γιατί, πώς μπορεί να ανακουφιστείς, όταν τελειώνει ένα όμορφο πνευματικό ταξίδι, όταν κοιτάς πως και πως να ξαναρχίσεις το διάβασμά του που τόσο πολύ σε γοητεύει;

Μπορεί ένα βιβλίο να είναι κουραστικό και απολαυστικό ταυτόχρονα; Μπορεί άλλοτε να σε εκνευρίζει και άλλοτε να πλέεις σε πελάη ευτυχίας; Μπορεί κάποιες στιγμές να διαβάζεις 4-5 σελίδες χωρίς ανάσα, γιατί θα χάσεις το νόημα και άλλες να μη θες να τελειώσουν 5-6 σελίδες του ίδιου νοήματος, γιατί γεύεσαι ένα μεγαλείο πνευματικού στοχασμού; Κι όμως συμβαίνουν όλα αυτά τα αντιφατικά στο εν λόγω εμβληματικό έργο του Μαρσέλ Προυστ.

Ποια μπορεί να είναι η εξήγηση για μια τέτοια μοναδικότητα ενός βιβλίου; Δεν ξέρω. Αυτοσχεδιάζω, καταθέτοντας την πρώτη σκέψη που έρχεται στο μυαλό μου ανατρέχοντας στους τρεις μήνες που έκανα παρέα με τον Γάλλο συγγραφέα.

Η όλη υπόθεση δεν εμπίπτει στη λογική του βιβλίου. Είναι μια αφήγηση ζωής!

Για να σταθείς στοιχειωδώς επάξια ως αναγνώστης σε ένα τόσο εκτεταμένο εφτάτομο έργο οφείλεις να διαμορφώσεις μια ουσιαστική και πολύ προσωπική σχέση με τον δημιουργό του. Να τον διαβάζεις καθημερινά και πολλή ώρα, συστηματικά και αφοσιωμένα. Αν δεν τηρηθούν αυτά, ένα είναι βέβαιο. Θα εγκαταλείψεις την προσπάθεια. Γι’ αυτό πάνω από όλα θέλει μια απόφαση …αποφασιστική! Η πρόκληση είναι συγκεκριμένη. Και στον τελευταίο τόμο οφείλεις να έχεις κατά νου τα ζητήματα και τις υποθέσεις που τέθηκαν από τον πρώτο τόμο. Τα εφτά βιβλία είναι ένα βιβλίο!

Το όφελος είναι μοναδικό. Νιώθεις ότι μετασχηματίζεται η ζωή σου, ότι όλα τα ζητήματα, που κατά καιρούς σε απασχολούν – υπαρξιακά, ερωτικά, συναισθηματικά, πνευματικά, επιστημονικά, φιλοσοφικά αλλά και απλές σκέψεις που έρχονται στο νου σου χωρίς να καταλαβαίνεις από που και πώς και φωλιάζουν στο πνεύμα σου για τα καλά σα να είναι δικά σου δημιουργήματα – παρελαύνουν ως μια ενότητα. Ιδιαίτερα οι στοχασμοί του γύρω από το μείζον ζήτημα του Χρόνου και της ίδιας της Ζωής είναι εκπληκτικοί.

Αν θα ήθελα να χαρακτηρίσω με δύο λέξεις το όλο αφήγημα, θα έλεγα ότι είναι μια πνευματική οδύσσεια διπλής κορύφωσης: Λογοτεχνικής και Φιλοσοφικής. Ατέλειωτοι στοχασμοί διαμορφώνουν πτυχώσεις επί πτυχώσεων με μια πληθωρικότητα, που αναρωτιέσαι: μα πώς τα σκέπτεται όλα αυτά ακόμα και με την πιο μικρή αφορμή; Η τέχνη της γραφής κάνει το απόλυτα ασήμαντο σε μοναδικό σπουδαίο. Και αναρωτιέσαι: μα τι μαγικό ραβδί είναι αυτό; Συμμετέχεις στην αφήγηση του ήρωα και άλλοτε νιώθεις ως αντιλόγου συνομιλητής του, άλλοτε ως φίλος του, άλλοτε ως μέρος του εαυτού του και άλλοτε γίνεσαι εσύ ο ήρωας τροποποιώντας την εξέλιξη της αφήγησης!

Κι όμως, η όλη ιστορία δεν έχει κάποιες ιδιαίτερες περγαμηνές. Κι όμως με φτωχό υλικό ο συγγραφέας πλάθει ένα πολύ όμορφο μυθιστόρημα. Η τοιχογραφία είναι αρκετά οριακή. Παρακμιακό το όλο σκηνικό. Συζητήσεις στα σαλόνια της μεγαλοαστικής τάξης με αντικείμενο τα ατέλειωτα σχόλια προς κάθε πρόσωπο που συμμετέχει. Οι ήρωες δεν έχουν καμιά ανησυχία βιοτικών αναγκών ούτε και με καμιά έννοια εργασίας. Το Παρίσι δοκιμάζεται από την πολύκροτη υπόθεση Ντρέυφους και οι διαμάχες δίνουν και παίρνουν. Ο πόλεμος “ακούγεται” κάπως μακριά από τις ανησυχίες των θαμώνων και των ατέλειωτων και εν πολλοίς ανούσιων συζητήσεων.

Οι ερωτικές ατασθαλίες και η ομοφυλοφιλία διατρέχουν από άκρη σε άκρη την ιστορία. Όμως κυριαρχεί ένας έρωτας ανεκπλήρωτος, που συνοδεύεται από την άνευ ορίων ζηλοτυπία του βασικού ήρωα. Κι εδώ στο παιχνίδι του έρωτα, ο Προυστ εμφανίζεται με πένα ζηλευτή. Είναι εκπληκτικός. Αλλά και με αφορμή την απώλεια της γιαγιάς του, επιδίδεται σε μια ζηλευτή σπουδή περί του θανάτου.

Το ίδιο κάνει και με διάφορες άλλες πεδία: τη μνήμη, τον χρόνο κλπ, στις οποίες ξεδιπλώνεται μια ακαταμάχητη τέχνη της γραφής και ένα πολύπτυχο παιχνίδι στοχασμών. Βέβαια η αναζήτηση του Χαμένου Χρόνου και η σκιαγράφηση του Ανακτημένου Χρόνου και οι κεντρικές του ιδέες, είναι η μοναδική παρακαταθήκη του Γάλλου συγγραφέα στον αιώνα τον άπαντα.

Ποια μπορεί να είναι η επωδός σε αυτό το κείμενό μου; Μα αυτό που φώλιασε για τα καλά μέσα μου. Κάποια καλή στιγμή θα το ξαναδιαβάσω!

Υ.Γ. Γι’ αυτό το εμβληματικό έργο θα γράφω ξανά και ξανά…