Ντροπή για εμένα, ντροπή για όσους είδαν την εικόνα, για όσους βλέπουν τέτοιες εικόνεςˑ ντροπή και για όλους τους άλλους που δεν βλέπουν τέτοιες εικόνες αλλά τις ξέρουν από αφηγήσεις. Εικόνα ντροπής.

Του

Πρωινό του Απρίλη. Όμορφη ημέρα – ακόμα πιο όμορφη η Αθήνα. Μαγευτικό το Κέντρο της, πάντα σε προσκαλεί σε βόλτα γοητείας και στοχασμού.

Βλέπεις την εικόνα και εύχεσαι να μην την είχες δει. Σου χαλάει τη διάθεση. Άλλες προσλαμβάνουσες είχες ετοιμάσει. Μα και πόσες και πόσες προσδοκίες δεν είχαν για τα καλά φωλιάσει μέσα σου για το ωραίο πρωινό: στα βιβλιοπωλεία, στο Μοναστηράκι, στο Θησείο;

Στην καρδιά της Αθήνας, Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου, έψαχνε στον κάδο απορριμμάτων. Βρήκε πλαστικό κύπελο από καφέ. Είχε κάμποσο… Το γύρισε μέσα στο δικό του άδειο κύπελο. Φαινόταν αραιωμένο. Κρύος θα ήταν ο καφές, θα είχαν λιώσει τα παγάκια. Δεν τον ένοιαζε ο κορωνοϊός. Έψαξε και σακουλάκια. Απέναντι ήταν τα περίφημα Γαλλικά κρουασάν. Προχώρησα. Δεν είδα τη συνέχεια.

Είχα ετοιμάσει στο μυαλό μου τι άρθρο θα γράψω. Ήταν σειρά του πολιτικού άρθρου. Όταν περπατάω, το γράφω. Όταν κάθομαι, απλά πληκτρολογώ, συμπληρώνω και μετασχηματίζω αυτό που ήδη είναι …γραμμένο. Είχα αποφασίσει σε πιο από τα καφέ – στέκια μου θα πήγαινα, στην «Ωραία Ελλάδα», στο επίμηκες μπαλκόνι του με θέα όχι προς την Ακρόπολη (έπρεπε να καθίσω μέσα – άλλη φορά) αλλά προς τη μικρή πλατείτσα, γεμάτη τραπέζια, με πιάτα φορτωμένα, τα branchs έτοιμα στις διπλανές κουζίνες, ημέρες απελευθέρωσης από τον εγκλεισμό της πανδημίας.

Περπάτησα στην Πανεπιστημίου. Βγήκα στην Ακαδημίας. Εδώ ξαπλωμένοι, σκεπασμένοι με ρούχα βαριά. Εικόνες άστεγων. Στην αρχή της κρίσης ξαφνιαστήκαμε με το φαινόμενο. Το συζητήσαμε, το αναλύσαμε. Γράψαμε. Το συνηθίσαμε. «Ζούμε με αυτό», καταπώς ονομάζουμε τη συμβίωσή μας με αρνητικά φαινόμενα.

Όταν είδα πρώτη φορά άστεγους το 1980 στο Παρίσι, στις γέφυρες του Σηκουάνα, σοκαρίστηκα. Και αισθανόμουνα καλά που η Αθήνα δεν είχε άστεγους – μόνο ζητιάνους και εκείνους λιγοστούς. Για μένα το Παρίσι ήταν και είναι λατρευτό. Ήταν και είναι η πόλη που θα ήθελα και θέλω να ζήσω για ένα διάστημα. Να πηγαίνω στα περίφημα καφέ του – εκεί που πέρασαν τόσοι και τόσοι διανοούμενοι – και να γράφω. Ποιος δεν έχει φαντασιώσεις και ονειροπολήσεις;

Η εικόνα των άστεγων μου είχε γίνει εφιάλτης. Δεν φανταζόμουνα ότι θα είχαμε στην Αθήνα και στις πόλεις μας. Βγήκαν θεσμοί – κυρίως Δήμοι – και έγιναν αρωγοί στο δράμα τους. Όχι, το πρόβλημα δεν λύθηκε.

Το πρόβλημα δεν θα λυθεί. Δεν θα το λύσει καμιά κυβέρνηση, κανένας θεσμός. Η ερμηνεία είναι απλή. Κανένας μας δεν το συζήτησε, δεν το συζητά σοβαρά. Κανένας μας δεν το έκανε κυρίαρχο θέμα στις παρέες του, στην εργασία του, στις διεκδικήσεις των συλλογικών του κινημάτων.

Δεν έγραψα το πολιτικό άρθρο. Έγραψα αυτό. Ούτε από ενοχή ούτε από βαθιά συνειδητοποίηση της βαρβαρότητας που κρύβει η εικόνα ντροπής ούτε από αλληλεγγύη ούτε από αλλαγή στάσης. Είμαι ένας από αυτούς που πέρασαν δίπλα του και άντε να κοντοστάθηκα για λίγο. Τίποτα περισσότερο…

Συνηθίσαμε τους άστεγους. Συνηθίσαμε την εικόνα ντροπής. Την κάναμε εικόνα ντροπής των άστεγων – τη δική μας εικόνα ντροπής!