Η απόφαση του ΣτΕ αφορά τους εργαζόμενους ου αμείβονται με τον και έχουν θεμελιωμένη προϋπηρεσία τουλάχιστον 3 ετών έως τις 14 Φεβρουαρίου του 2012.

Τι ισχύει για αμειβόμενους με τον κατώτατο μισθό

Σύμφωνα με την Ημερησία, η απόφαση αφορά που είχαν προσληφθεί για πρώτη φορά το αργότερο το 2009 και οι οποίοι έως τις 14 Φεβρουαρίου του 2012 είχαν συμπληρώσει τουλάχιστον 3 χρόνια προϋπηρεσίας. Οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι ακόμη κι αν έχουν αλλάξει εργοδότη «κουβαλάνε» τη θεμελιωμένη προϋπηρεσία που είχαν έως τον Φεβρουάριο του 2012.

Τα που λαμβάνουν οι συγκεκριμένα εργαζόμενοι φτάνουν έως και τα 198,9 ευρώ το μήνα, με βάση υπολογισμού το νέο των 663 ευρώ. Το επίδικο που ήρθε να κρίνει η απόφαση είναι αν οι παλαιοί μισθωτοί, που είχαν προσληφθεί έως το 2012 θα συνεχίσουν να λαμβάνουν ή θα χάσουν τις παγωμένες τριετίες τους.

Συνεπώς, η απόφαση δεν αφορά εργαζόμενους που έχουν προσληφθεί για πρώτη φορά από τις 14 Φεβρουαρίου του 2012 και μετά, για τους οποίους τα επιδόματα προϋπηρεσίας παραμένουν στον «πάγο», τουλάχιστον μέχρι η ανεργία να πέσει κάτω από 10%.

Τι λέει η απόφαση

Με την απόφασή του, το ΣτΕ απορρίπτει ως απαράδεκτη την αίτηση του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), που ζητούσε να ακυρωθεί η εγκύκλιος Αχτσιόγλου του 2019, η οποία περιέγραφε την υποχρέωση των εργοδοτών να καταβάλλουν και προϋπηρεσίας (τριετίες) στους αμειβόμενους με τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ τότε, εφόσον είχε θεμελιωθεί δικαίωμα σε αυτά τα επιδόματα έως τον Φεβρουάριο του 2012.

Οι δικαστές απορρίπτουν ως απαράδεκτη την αίτηση του ΣΕΒ και άλλων έξι περιφερειακών Συνδέσμων – Ενώσεων, διασώζοντας κατ αρχήν την ισχύ της εγκυκλίου και συνεπώς και τα επιδόματα τριετιών που ορίζει. Ωστόσο, δεν μπαίνουν στην ουσία της υπόθεσης που αφορά το αν ο νόμος του 2013 – 2014 κατήργησε τις τριετίες του κατώτατου μισθού. Απορρίπτουν την προσφυγή για τυπικούς λόγους, επειδή η εγκύκλιος είναι κατά το δικαστήριο καθαρά ερμηνευτική και δεν μπορεί να προσβληθεί στο ΣτΕ. Δηλαδή, ο ΣΕΒ στρέφονταν, όπως λέγεται στην νομική επιστήμη, «κατά πράξης μη εκτελεστής».

«Το ΣτΕ νίπτει τα χείρας του αναφορικά με την διάταξη του 2013 – 2014 που δημιούργησε αμφισβήτηση για την διατήρηση των 3ετιών», δηλώνει στην «Η» ο δικηγόρος – εργατολόγος, Γιάννης Καρούζος και εξηγεί:

«To δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του ΣΕΒ, κρίνοντας ότι η εγκύκλιος Αχτσιόγλου ως ερμηνευτική δεν παράγει δεσμευτικές έννομες συνέπειες. Απέρριψε την προσφυγή για καθαρά τυπικούς δικονομικούς λόγους, χωρίς να μπει στην ουσία. Είχα υποστηρίξει από την αρχή την άποψη ότι απαιτούνταν η θέσπιση διάταξης νόμου που να ρυθμίζει ρητά το θέμα. Εξάλλου, η εγκύκλιος Αχτσιόγλου συνδέεται με μια υπουργική απόφαση της ιδίας, που πλέον δεν είναι σε ισχύ. Το υπουργείο πρέπει να αποσαφηνίσει ξεκάθαρα το θέμα.

Πάντως, κατά την άποψη μου δεν τίθεται θέμα μη συνυπολογισμού των τριετιών σε όσους τις είχαν θεμελιώσει ως το 2012, κάτι που εφαρμόζει και το ΣΕΠΕ. Φυσικά, δεν τίθεται θέμα εξέλιξης με το ξεπάγωμα των τριετιών λόγω μνημονιακής δέσμευσης της χώρας μας μέχρις ότου ο δείκτης της ανεργίας πέσει κάτω του 10%».

ΣΕΒ και ΓΣΕΕ τηρούν στάση αναμονής μέχρις ότου πάρουν στα χέρια τους και μελετήσουν την απόφαση. Ορισμένοι νομικοί κύκλοι, μάλιστα, εκτιμούν ότι η απόφαση «ρίχνει το μπαλάκι» ξανά στο υπουργείο Eργασίας, ώστε να αποσαφηνίσει κατηγορηματικά αν οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να δικαιούνται τις παγωμένες τριετίες.

Τι λέει το υπουργείο Εργασίας

Συγκλίνουσες νομικές απόψεις εκτιμούν πως το πιθανότερο είναι τα επιδόματα προϋπηρεσίας να διασώζονται εν τέλει ως έχουν γι’ αυτούς που τα λαμβάνουν, δηλαδή οι παλαιοί μισθωτοί που είχαν θεμελιώσει δικαίωμα έως το 2012.

Κι αυτό κατά κύριο λόγο επειδή το υπουργείο Εργασίας έχει εκφραστεί με ανακοινώσεις του, αλλά και με τις θέσεις που διατύπωσε στην δίκη του ΣτΕ, παρουσιάζοντας την άποψη ότι οι παγωμένες τριετίες διατηρούνται για όσους τις λαμβάνουν.

Συγκεκριμένα σε Δελτίο Τύπου τον Ιούλιο του 2021, όταν είχε αποφασιστεί η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% το υπουργείο Εργασίας είχε ανακοινώσει πως «από 1-1-2022 ο κατώτατος μισθός διαμορφώνεται στα 663 ευρώ το μήνα (ή 773,5 ευρώ με αναγωγή των 14 μισθών), ενώ με τις τριετίες φθάνει έως και 198,9 ευρώ υψηλότερα». Στην ίδια ανακοίνωση αναφέρεται στην επίμαχη εγκύκλιο του 2019, «με την οποία ορίστηκε ότι τα ανωτέρω ποσά προσαυξάνονται μέχρι και 30% ανάλογα με τα έτη προϋπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο/η εργαζόμενος/η προ του 2012».

Σε νεότερη ανακοίνωσή του, το υπουργείο Εργασίας, ξεκαθαρίζοντας περαιτέρω το θέμα, σημείωνε πως:

«Η θέση του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων είναι γνωστή και διατυπωμένη ήδη στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Η Κυβέρνηση αυτή έχει κάνει παρέμβαση στην υπόθεση που εκκρεμεί στο ΣτΕ υπέρ της διατήρησης των τριετιών. Η επανάληψη της διατήρησης των τριετιών είναι περιττή. Οι τριετίες σχετίζονται με το νόμο που τις θέσπισε και όχι με τον κατώτατο μισθό».

Με όλα αυτά τα δεδομένα, συγκλίνουσες νομικές απόψεις καταλήγουν πως οι 3ετίες διασώζονται για όσους τις είχαν θεμελιώσει έως τον Φεβρουάριο του 2012, καθώς αυτή είναι και η εκπεφρασμένη άποψη του υπουργείου Εργασίας στις προαναφερθείσες ανακοινώσεις.

Γιατί θεωρείται «χρησμός» η απόφαση
Η απόφαση, ωστόσο, του ΣτΕ χωρίς να μπαίνει στην ουσία της υπόθεσης φέρεται να διατυπώνει σκέψεις που την καθιστούν «χρησμό».

Συγκεκριμένα, οι σύμβουλοι Επικρατείας αποφάνθηκαν ότι η εν λόγω εγκύκλιος «δεν είναι εκτελεστή διότι έχει χαρακτήρα ερμηνευτικής εγκυκλίου» και προσθέτουν ότι με την επίμαχη εγκύκλιο το υπουργείο Εργασίας παρέχει υποδείξεις για την ορθή εφαρμογή και συμμόρφωση του ισχύοντος νομικού πλαισίου, που όμως οι υποδείξεις αυτές «δεν είναι καθ’ εαυτές δεσμευτικές για τους αποδέκτες και δεν αποτελούν νομική δέσμευση γι’ αυτούς».

Παράλληλα, σύμφωνα με το ΣτΕ, «δεν παράγονται δεσμευτικές έννομες συνέπειες από τις υποδείξεις σχετικά με το ύψος των καταβλητέων αποδοχών, η δε προσβαλλόμενη πράξη (σ.σ.: Εγκύκλιος υπουργείου Εργασίας) δεν αποτελεί κατόπιν τούτων εκτελεστή διοικητική πράξη».

Υπογραμμίζεται στην συνέχεια ότι οι εργοδότες «μπορούν να μη συμμορφωθούν (σ.σ.: στο περιεχόμενο της εγκυκλίου), αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τις προβλεπόμενες τυχόν από το νόμο κυρώσεις, στην περίπτωση που οι ενέργειες τους δεν θα είναι πράγματι νόμιμες».

Η ΠΝΠ του 2012

Υπενθυμίζουμε ότι με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου του 2012 (δεύτερο μνημόνιο) πάγωσαν οι τριετίες, με αποτέλεσμα να σταματήσει η εξέλιξή τους το Φεβρουάριο του εν λόγω έτους. Αυτό σημαίνει ότι αν ο αμειβόμενος με τον κατώτατο μισθό (που τότε είχε μειωθεί στα 586 ευρώ) είχε προλάβει να κατοχυρώσει την πρώτη τριετία, εξακολουθούσε να παίρνει την ανάλογη προσαύξηση. Ωστόσο, δε μπορούσε να διεκδικήσει προσαύξηση για τη δεύτερη και την τρίτη τριετία.

Από την άλλη πλευρά, οι εργαζόμενοι που προσλήφθηκαν μετά την εφαρμογή του νόμου έχασαν το δικαίωμα της προσαύξησης του μισθού τους λόγω προϋπηρεσίας, με αποτέλεσμα μέχρι σήμερα να αρκούνται στον κατώτατο μισθό, ο οποίος σύμφωνα με τους δανειστές έπρεπε να καταβάλλεται ως «μοναδιαία αξία», χωρίς να προσμετρώνται σε αυτόν τα χρόνια προϋπηρεσίας ή το έτος πρόσληψης (νόμος 2014).

Αυτή εξάλλου (η καταβολή του μισθού ως μοναδιαία αξία) είναι και η διαφορά «ερμηνείας» της νομοθεσίας, που οδήγησε τον ΣΕΒ στο να ζητήσει τη γνώμη του ΣτΕ επί του συγκεκριμένου θέματος.

Το επίδομα προϋπηρεσίας, ισούται με 10% επί του κατώτατου μισθού και μπορεί να καταβληθεί έως τρεις τριετίες κατ’ ανώτατο όριο.

Έτσι, με τα τρέχοντα δεδομένα, ο αμειβόμενος με τον κατώτατο μισθό που έχει διαμορφωθεί στα 663 ευρώ από 1/1/2022 αν είχε συμπληρώσει το 2012 0 έως 3 χρόνια προϋπηρεσία ο μισθός ανέρχεται στα 663 ευρώ και με το επίδομα γάμου στα 729.30 .

Για το μισθωτό με προϋπηρεσία από 3 έως 6 χρόνια διαμορφώνεται σε 729.3 ευρώ και με το επίδομα γάμου στα 795.60.

Για τον μισθωτό με προϋπηρεσία από 6 έως 9 χρόνια διαμορφώνεται σε 795.6 ευρώ και με το επίδομα γάμου στα 861.60.

Για το μισθωτό με προϋπηρεσία άνω των 9 ετών διαμορφώνεται στα 861.9 ευρώ και με το επίδομα γάμου στα 928.20 .

Οσον αφορά τη νομική διαδικασία, οι εργοδοτικοί φορείς ζήτησαν να ακυρωθεί η εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας της 18ης Φεβρουαρίου 2019 (εγκύκλιος Αχτσιόγλου), η οποία έδινε οδηγίες για την εφαρμογή του νέου κατώτατου μισθού των 586 ευρώ, του ημερομισθίου των 22,83 ευρώ και για την καταβολή τριετιών στους υπαλλήλους και τους εργατοτεχνίτες. Το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση των εργοδοτικών Οργανώσεων ως απαράδεκτη, τονίζοντας ότι η εγκύκλιος είναι καθαρά ερμηνευτική και δεν μπορεί να προσβληθεί στο ΣτΕ. Δηλαδή, ο ΣΕΒ στρεφόταν, όπως λέγεται στην νομική επιστήμη, «κατά πράξης μη εκτελεστής».

Παράλληλα, η ΓΣΕΕ, η Ομοσπονδία Συλλόγων Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων, το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Αθήνας και το υπουργείο Εργασίας υποστήριζαν ότι η εγκύκλιος είναι γνήσια ερμηνευτική και για τον λόγο αυτό απαραδέκτως προσβάλλεται ενώπιον του ΣτΕ με αίτηση ακύρωσης, και ότι οι τριετίες ορθώς συνεχίζουν και καταβάλλονται στους εργαζομένους που τις δικαιούνται, καθώς από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει ρητά ή σιωπηρά η κατάργησή τους.