Συνθήκες διδασκαλίας της Β Ξένης Γλώσσας στην Πρωτοβάθμια – προτάσεις βελτιστοποίηση της

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

www.deutsch.gr ● info@deutsch.gr

ΠΡΟΣ: Δ.Σ. της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας (ΔΟΕ)

ΘΕΜΑ: «Μεταταγμένοι εκπαιδευτικοί κλάδου ΠΕ07, συνθήκες διδασκαλίας της Β’ Ξένης Γλώσσας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και προτάσεις για την βελτιστοποίηση της»

Αγαπητές συναδέλφισσες,

Αγαπητοί συνάδελφοι,

Η Πανελλήνια Ένωση Καθηγητών Γερμανικής Γλώσσας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Π.Ε.ΚΑ.ΓΕ.Π.Ε) αποτελεί την επιστημονική ένωση των εκπαιδευτικών Γερμανικής Φιλολογίας και αριθμεί 3.320 μέλη στην Ελλάδα και το εξωτερικό – εκπαιδευτικούς της ιδιωτικής και της δημόσιας εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων. Ιδρύθηκε το 1996 και εκτός από το κεντρικό Διοικητικό Συμβούλιο λειτουργεί Παράρτημα στη Βόρεια Ελλάδας (με αυτοτελές Διοικητικό Συμβούλιο) και 28 Τοπικές Επιτροπές σε αντίστοιχες περιφερειακές ενότητες της χώρας.

Το Δ.Σ. της Π.Ε.ΚΑ.ΓΕ.Π.Ε εκπροσωπώντας και τους 298 μεταταγμένους εκπαιδευτικούς κλάδου Γερμανικής Φιλολογίας (ΠΕ07), οι οποίοι και συμμετείχαν ενεργά τόσο στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου για τα Υπηρεσιακά Συμβούλια (ΚΥΣΠΕ-ΑΠΥΣΠΕ-ΠΥΣΠΕ), όσο και στις εκλογές για τα Διοικητικά Συμβούλια των Συλλόγων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, που πραγματοποιήθηκαν τους τελευταίους δύο μήνες στις περιοχές αρμοδιότητας των Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης όλης της χώρας, συγχαίρει τους αιρετούς συναδέλφους που αναδείχτηκαν σε αυτές και τους εύχεται καλή δύναμη προκειμένου να ανταπεξέλθουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο δύσκολο έργο της υποστήριξης και προάσπισης των δικαιωμάτων όλων των εκπαιδευτικών, μέσα στην κρίσιμη κοινωνικοοικονομική συγκυρία που διέρχεται ο τόπος, η οποία πλήττει ιδιαίτερα τον νευραλγικό χώρο της Παιδείας.

Δεδομένου του ότι οι Υποχρεωτικές Μετατάξεις εκπαιδευτικών διαφόρων ειδικοτήτων, μεταξύ των οποίων και εκπαιδευτικών κλάδου ΠΕ07, προκάλεσαν σωρεία προβλημάτων αναφορικά με το εργασιακό καθεστώς των ως άνω εκπαιδευτικών και ειδικότερα εκείνων που διδάσκουν το γνωστικό αντικείμενο της Β’ Ξένης Γλώσσας, θεωρούμε απολύτως απαραίτητο να λάβετε γνώση των προβλημάτων αυτών, με έμφαση στο κομμάτι που αφορά τους εκπαιδευτικούς κλάδου ΠΕ07 τους οποίους και εκπροσωπούμε, καθώς και των συναδέλφων του κλάδου Γαλλικής Φιλολογίας (ΠΕ05), έτσι ώστε να καταστεί εφικτή η καλύτερη δυνατή εκπροσώπησή τους και εκ μέρους των προσφάτως εκλεγμένων εκπροσώπων τους, τόσο στα Υπηρεσιακά Συμβούλια, όσο και στα Διοικητικά Συμβούλια των Συλλόγων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

Κάνοντας μια σύντομη ανασκόπηση στο χρονικό των Μετατάξεων, υπενθυμίζουμε ότι το Υ.ΠΑΙ.Θ προχώρησε τον Αύγουστο του 2013 στην Υποχρεωτική Μετάταξη 3.625 Εκπαιδευτικών διαφόρων ειδικοτήτων από τη Δευτεροβάθμια στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση (βλ. Ν. 4172/13 – ΦΕΚ 986/03.09.2013), παρακάμπτοντας πλήρως την μέχρι τότε ισχύουσα νομοθεσία για την διενέργεια μετατάξεων (βλ. Ν. 1566/85, 1586/86, 1824/88, 3260/04, 3528/07, 3809/09) και εκμεταλλευόμενο την εύλογη ανησυχία των εκπαιδευτικών χωρίς οργανική θέση στη Δευτεροβάθμια, αναφορικά με την πιθανότητα μετακίνησής τους στην επικράτεια ή διαθεσιμότητάς και τελικά απόλυσής τους σε περίπτωση που πλεονάζουν. Στο πλαίσιο της παραπάνω διαδικασίας διενεργήθηκαν 298 μετατάξεις για τον κλάδο ΠΕ07 Γερμανικής και 601 για τον κλάδο ΠΕ05 Γαλλικής Φιλολογίας.

Σημειώνεται ωστόσο ότι οι Υποχρεωτικές Μετατάξεις Εκπαιδευτικών πραγματοποιήθηκαν χωρίς προηγούμενη σύσταση των αντίστοιχων κλάδων και την ίδρυση οργανικών θέσεων στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις της τότε πολιτικής ηγεσίας, ενώ ακυρώθηκε ουσιαστικά και μάλιστα δίχως καμία επίσημη αιτιολόγηση προηγούμενη Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Παιδείας & Θρησκευμάτων και Οικονομικών της 4ης Μαϊου 2012, η οποία και προέβλεπε την σύσταση κλάδων των παραπάνω ειδικοτήτων με ίδρυση αντίστοιχων οργανικών θέσεων. Αυτές ανέρχονταν στις 100 για τον κλάδο Γερμανικής και στις 200 για τον κλάδο Γαλλικής Γλώσσας, για τις οποίες είχαν υποβληθεί μάλιστα έναν χρόνο περίπου αργότερα (20 Μαρτίου 2013) και οι σχετικές αιτήσεις μετάταξης εκ μέρους των ενδιαφερόμενων εκπαιδευτικών.

Επισημαίνεται ότι αυτή η -συνειδητή- παράλειψη ίδρυσης οργανικών θέσεων για τους μεταταγμένους εκπαιδευτικούς όλων των κλάδων και ως εκ τούτου και των εκπαιδευτικών των κλάδων ΠΕ07 και ΠΕ05 χρησιμοποιήθηκε το σχολικό έτος 2013-2014 ως πρόσχημα για την εξαίρεσή τους από την διαδικασία των μεταθέσεων, γεγονός πρωτόγνωρο στα χρονικά της εκπαίδευσης, που αποτελεί ταυτόχρονα κατάφωρη παραβίαση της κείμενης νομοθεσίας και δημιουργεί εκπαιδευτικούς δύο ταχυτήτων.

Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την πραγματοποίηση των Υποχρεωτικών Μετατάξεων εκπαιδευτικών όλων των ειδικοτήτων από το Υπουργείο Παιδείας, χαρακτηρίστηκε όμως πάνω απ’ όλα από σκανδαλώδη αδιαφάνεια (π.χ. μη δημοσιοποίηση μορίων), με αποτέλεσμα την υποβολή από πλευράς των θιγόμενων εκπαιδευτικών σωρείας ενστάσεων και προσφυγών, πολλών εξ αυτών στα Διοικητικά δικαστήρια, ενώ προκάλεσε ακόμα και την παρέμβαση της «Διαφάνειας Ελλάς» και της “Transparency International”. Επιπλέον οδήγησε στην διατύπωση πλείστων όσων θεωριών για το μέλλον των μεταταγμένων εκπαιδευτικών, ενώ έχει προκαλέσει σημαντικά προβλήματα σε όλους τους μεταταγμένους εκπαιδευτικούς και ειδικότερα στους εκπαιδευτικούς κλάδου ΠΕ07 και ΠΕ05, οι οποίοι λόγω κυρίως της έλλειψης θεσμικού πλαισίου για την ειδικότητά τους στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση «απολαμβάνουν» ένα ιδιαίτερο εργασιακό καθεστώς ελαστικής μορφής, το οποίο ευνοεί τις κάθε λογής αυθαιρεσίες και τη καταστρατήγηση στοιχειωδών δικαιωμάτων, ενώ χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη σταθερότητας και στοχοθεσίας.

Έτσι, ενώ η παρουσία μόνιμου προσωπικού εκπαιδευτικών Ξένης γλώσσας και στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση αποτελεί βασική προϋπόθεση και ταυτόχρονα αναγκαία συνθήκη για την ομαλή διεξαγωγή της διδασκαλίας της Β’ Ξένης Γλώσσας, έρχεται η εξαιρετικά δύσκολη πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί για τους μεταταγμένους εκπαιδευτικούς κλάδου ΠΕ07 και ΠΕ05 σε συνέχεια του αυθαίρετου, βεβιασμένου και δίχως κάθε σχεδιασμό τρόπου πραγματοποίησης των Υποχρεωτικών Μετατάξεων να διαψεύσει το δεδομένο αυτό, προκαλώντας σημαντικά προβλήματα αναφορικά με τις συνθήκες διεξαγωγής της διδασκαλίας της Β’ Ξένης Γλώσσας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, και παράλληλα την πλήρη απαξίωση των εκπαιδευτικών των παραπάνω κλάδων, όσο βεβαίως και του γνωστικού αντικειμένου που διδάσκουν.

Δεν είναι τυχαίο μάλιστα, ότι το Δ.Σ. της Πανελλήνιας Ένωσης Καθηγητών Γερμανικής Γλώσσας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης γίνεται σε καθημερινή σχεδόν βάση αποδέκτης πληθώρας καταγγελιών για σωρεία προβλημάτων και παρατυπιών που σημειώνονται σε βάρος των εκπαιδευτικών κλάδου ΠΕ07, ενώ είχε την ευκαιρία να καταγράψει ανάγλυφα την ισχύουσα κατάσταση και να λάβει υπόψη του και σχετικές προτάσεις διευθέτησης των προβλημάτων εκ μέρους των συναδέλφων από διάφορα μέρη της Ελλάδας, στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης για τη διδασκαλία της Γερμανικής γλώσσας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση που έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη (Hotel Capsis – 07.09.2014) και στην Αθήνα (Hotel President – 14.09.2014).

Ωστόσο, αν και η Ένωσή μας έχει επανειλημμένως επισημάνει στους αρμόδιους τα πολλά και σημαντικά προβλήματα που έχουν προκύψει σε συνέχεια των Υποχρεωτικών Μετατάξεων, προτείνοντας σειρά εμπεριστατωμένων και επιστημονικά αιτιολογημένων προτάσεων για την άρση τους, αυτά όχι μόνον δεν έχουν επιλυθεί αλλά βαίνουν προϊόντος του χρόνου διαρκώς αυξανόμενα, ενώ και η ίδια η διαδικασία των Υποχρεωτικών Μετατάξεων εξακολουθεί να βρίσκεται παρόλα τα προβλήματα που προκάλεσε εν πλήρη εξελίξει (τελευταία νομοθετική ρύθμιση βλ. ΦΕΚ, τ. Γ’, φύλλο 714/06.06.2014). Σημειώνεται δε, ότι λόγω της σοβαρότητας του ζητήματος, η Ένωσή μας ανέδειξε το θέμα των Υποχρεωτικών Μετατάξεων και μέσα από τις σελίδες του περιοδικού aktuell (τριμηνιαία έκδοση της Πανελλήνιας Ένωσης Καθηγητών Γερμανικής Γλώσσας Π.Ε.), φιλοξενώντας στο πλαίσιο εκτενούς αφιερώματος (τεύχος 36) τις απόψεις των τριών από τους τέσσερις αιρετούς εκπροσώπους των εκπαιδευτικών στα κεντρικά υπηρεσιακά συμβούλια της εκπαίδευσης (ΚΥΣΠΕ και ΚΥΣΔΕ). Σε συνάρτηση με το παραπάνω αφιέρωμα και λαμβάνοντας υπόψη σχετικό αίτημα συναδέλφων Γερμανικής Φιλολογίας, η συντακτική επιτροπή του περιοδικού aktuell ζήτησε και από τον πρώην Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων Καθηγητή Κωνσταντίνο Αρβανιτόπουλο να λάβει θέση στο ζήτημα των Υποχρεωτικών Μετατάξεων, ο οποίος αν και χειρίστηκε το ζήτημα αυτό, δεν έχει μέχρι σήμερα ανταποκριθεί στο αίτημα των συναδέλφων, παρόλο που έχει ενημερωθεί σχετικά και μάλιστα εγγράφως από τις 28.08.2014 ().

Κάνοντας λοιπόν μια συνολική αποτίμηση των συνθηκών που έχουν προκύψει σε συνέχεια της διενέργειας των μετατάξεων με τον ως άνω αναφερόμενο τρόπο για τους εκπαιδευτικούς κλάδου ΠΕ07 και ΠΕ05 και την διδασκαλία του γνωστικού τους αντικειμένου, θα διαπιστώσει ότι δεν επέφερε κάποια ουσιώδη μεταβολή επί το θετικότερο για τη διδασκαλία της Β’ Ξένης Γλώσσας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση εν συγκρίσει με την προ μετατάξεων εποχή, όπου οι εκπαιδευτικοί κλάδου ΠΕ07 και ΠΕ05 υπηρετούσαν αποκλειστικά με μερική ή ολική διάθεση σε αυτήν. Και αυτό γιατί οι μεταταγμένοι εκπαιδευτικοί των παραπάνω κλάδων, όχι μόνον συνεχίζουν να υπηρετούν στην Πρωτοβάθμια με το προηγούμενο καθεστώς αλλά και με πολύ δυσμενέστερους όρους, αφού η έλλειψη θεσμικού πλαισίου σε συνδυασμό με την αύξηση του ωραρίου έχει καταστήσει τις συνθήκες εργασίας και διεξαγωγής του μαθήματος ακόμα δυσκολότερες για αυτούς. Ωστόσο το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί κλάδου ΠΕ07 και ΠΕ05 εντοπίζεται στο γεγονός του ότι αποτελούν τη μόνη κατηγορία εκπαιδευτικών με υποχρέωση μετακίνησης σε εξαιρετικά μεγάλο αριθμό σχολικών μονάδων, γεγονός που μεταφράζεται σε μετακίνηση σε κατ’ ελάχιστον 4, κατά κανόνα 5 και συχνότατα σε 6 σχολικές μονάδες, ενώ έχουν καταγραφεί περιπτώσεις μετακίνησης μέχρι και σε 8 σχολικές μονάδες. Έτσι δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι οι εκπαιδευτικοί των κλάδων Γερμανικής (ΠΕ07) και Γαλλικής (ΠΕ05) Φιλολογίας αποτελούν μια «ιδιαίτερη» κατηγορία εκπαιδευτικών, οι οποίοι βιώνουν όχι μόνο την ισχύουσα για όλους τους εκπαιδευτικούς κρίσιμη κατάσταση που υφίσταται σήμερα στον χώρο της Παιδείας αλλά και σειρά επιπρόσθετων προβλημάτων που παρατίθενται ακολούθως:

Προβλήματα που καταγράφονται σε υπηρεσιακό επίπεδο πριν την τοποθέτηση των εκπαιδευτικών κλάδου ΠΕ07 και ΠΕ05 στις εκάστοτε ομάδες σχολείων:

Προβλήματα μετά την τοποθέτηση των εκπαιδευτικών κλάδου ΠΕ07 και ΠΕ05 στις σχολικές μονάδες:

Παράλληλα με τα παραπάνω καταγράφονται και επιπλέον προβλήματα που οδηγούν σε πλήρη απαξίωση του εκπαιδευτικού έργου τόσο των εκπαιδευτικών κλάδου ΠΕ07 και ΠΕ05, όσο και των ίδιων των δασκάλων καθώς λόγω της έλλειψης των δεύτερων και με προφανή στόχο την «κάλυψη» των υφιστάμενων κενών χωρίς την πραγματοποίηση των απαιτούμενων διορισμών παρατηρείται όλο και συχνότερα η απασχόληση εκπαιδευτικών κλάδου ΠΕ07 και ΠΕ05:

Αναφορικά με τα παραπάνω επισημαίνεται το γεγονός της τοποθέτησης εκπαιδευτικών κλάδου ΠΕ07 και ΠΕ05 σε Ολοήμερα Δημοτικά Σχολεία με σκοπό τη συμπλήρωση του υποχρεωτικού διδακτικού τους ωραρίου σε αντικείμενα εκτός του γνωστικού τους αντικειμένου, τρείς ολόκληρους μήνες μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς και της κατάρτισης και παγίωσης σχολικών προγραμμάτων υπό το καθεστώς όλων των προαναφερόμενων δυσκολιών και προβλημάτων, και ταυτοχρόνως με πλήρη αγνόηση των αντίξοων συνθηκών και του μεγάλου αριθμού των σχολικών μονάδων στις οποίες καλούνται να εργαστούν οι ως άνω εκπαιδευτικοί (π.χ. περίπτωση Δ’ Διεύθυνσης Π.Ε. Αθήνας, η οποία προχώρησε στις 04.12.2014 μέσω της ιστοσελίδας της στην κοινοποίηση της τοποθέτησης εκπαιδευτικών κλάδου ΠΕ07 και ΠΕ05 σε Ολοήμερα Δημοτικά Σχολεία με σκοπό τη συμπλήρωση του διδακτικού τους ωραρίου, χωρίς μάλιστα σχετική απόφαση ΠΥΣΠΕ.

Προβλήματα παραβίασης της επιλογής των μαθητών και μαθητριών που έχουν επιλέξει τη Γερμανική Γλώσσα καθώς:

Προβλήματα αναφορικά με την εφαρμογή της σχεδιαζόμενης Αξιολόγησης των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης για τους εκπαιδευτικούς κλάδου ΠΕ07 και ΠΕ05, αφού:

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι τόσο τα παραπάνω, όσο και σειρά άλλων προβλημάτων που άπτονται του αντικειμένου της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης, έτσι όπως αυτή παρέχεται σε όλες τις βαθμίδες του ελληνικού Δημόσιου Σχολείου λαμβάνουν χώρα, ενώ η ελληνική Πολιτεία έχει δεσμευθεί στην εφαρμογή της Πολιτικής Προαγωγής της Πολυγλωσσίας που ασκεί η Ευρωπαϊκή Ένωση (Βλέπε: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: ). Επισημαίνεται ότι στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής η ΕΕ έχει θέσει ως πρωταρχικό στόχο «το να κατέχει κάθε ευρωπαίος πολίτης δύο ακόμα γλώσσες εκτός από τη μητρική του» (Κοινοτική Οδηγία 1+2), για την επίτευξη του οποίου ορίζεται ότι «τα παιδιά πρέπει να διδάσκονται δύο ξένες γλώσσες στο σχολείο από νεαρή ηλικία», ενώ ένας ακόμα στόχος είναι και «η δημιουργία φιλικού περιβάλλοντος για τις γλώσσες όλων των κρατών μελών», στόχος από τον οποίο φαίνεται να απομακρυνόμαστε όλο κα περισσότερο λόγω ακριβώς των προαναφερθέντων προβλημάτων και δυστοκιών που καταγράφονται αναφορικά με τη διδασκαλία των ξένων γλωσσών σε όλες τις βαθμίδες της Δημόσιας Εκπαίδευσης της χώρας μας.

Η εισαγωγή, λοιπόν, της Β’ Ξένης Γλώσσας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, η οποία υπενθυμίζεται ότι έλαβε χώρα καταρχήν στο πλαίσιο Πιλοτικού προγράμματος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (Βλέπε: Εισαγωγή Δεύτερης Ξένης Γλώσσας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση ), το οποίο υλοποιήθηκε κατά τα σχολικά έτη 2005-2006 και 2006-2007 στην Ε’ και ΣΤ’ τάξη 219 Δημοτικών Σχολείων της χώρας και απευθύνονταν τότε σε 15.000 μαθητές της χώρας, ήρθε σε συνέχεια αυτής ακριβώς της δέσμευσης της χώρας μας για εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Γλωσσικής Πολιτικής. Σημειώνεται ακόμα ότι η επιτυχία που σημείωσε η πιλοτική εφαρμογή του προγράμματος οδήγησε τελικά στην καθιέρωση της Β’ Ξένης Γλώσσας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και στην ανάγκη για ύπαρξη μόνιμου διδακτικού προσωπικού στην βαθμίδα αυτή, η οποία επικυρώθηκε, όπως αναφέρθηκε ήδη με την σύσταση κλάδου Γερμανικής και Γαλλικής Γλώσσας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και την ίδρυση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Παιδείας & Θρησκευμάτων και Οικονομικών της 4η Μαϊου 2012, η οποία ωστόσο αγνοήθηκε από τον Υπουργό Παιδείας & Θρησκευμάτων Καθηγητή Κωνσταντίνο Αρβανιτόπουλο ως μη γενόμενη και οδήγησε στις Υποχρεωτικές Μετατάξεις του 2013.

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η υιοθέτηση από μεριάς της ελληνικής Πολιτείας της Πολιτικής Προαγωγής της Πολυγλωσσίας που ασκεί η Ευρωπαϊκή Ένωση εφαρμόζεται σε καθαρά τυπικό και επιφανειακό επίπεδο, αφού εξαντλείται κυρίως στην εισαγωγή (και κατάργηση) στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα επιπλέον γλωσσών (κυρίως της Γαλλικής και Γερμανικής) πέραν της Αγγλικής και της δυνατότητας επιλογής μεταξύ αυτών, η οποία και αυτή όμως καταστρατηγείται στην -πλέον συχνότατη- περίπτωση έλλειψης διαθέσιμου εκπαιδευτικού της μίας ή της άλλης γλώσσας. Στο πλαίσιο αυτό είναι αξιοσημείωτη η διαχρονικά παρατηρούμενη προχειρότητα, αδιαφορία καθώς και η έλλειψη στοιχειώδους σοβαρότητας αναφορικά με την εφαρμογή της Ξενόγλωσσης Εκπαίδευσης στο Δημόσιο Εκπαιδευτικό Σύστημα της χώρας μας, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την επιστημονικά και διδακτικά αυθαίρετη μείωση των ωρών διδασκαλίας στο Γυμνάσιο από τρεις σε δύο διδακτικές ώρες την εβδομάδα, την εισαγωγή σε αυτό διδακτικού εγχειριδίου για τα Γερμανικά (Deutsch-ein Hit!) τη απουσία συνοδευτικού CD, την εισαγωγή -επίσης στο Γυμνάσιο- και σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάργηση γλωσσών (π.χ. Ιταλικά/Ισπανικά), την θέσπιση της φθηνότερης τιμής ως κριτηρίου επιλογής των διδακτικών εγχειριδίων στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση με ταυτόχρονη κατάργηση της δυνατότητας για προμήθεια βιβλίου εργασιών κ.λπ. Την ίδια στιγμή λαμβάνει χώρα η παραγωγή και εκπόνηση πολυάριθμων και καταρχήν αξιόλογων έργων, πράξεων ή καινοτόμων δράσεων, η εφαρμογή των οποίων ωστόσο διαρκεί όσο και η (συν)χρηματοδότηση τους από κοινοτικά κονδύλια, με αποτέλεσμα τα πορίσματά τους να κινούνται αφενός μεν σε επίπεδο καθαρά ακαδημαϊκό, αφού αποτελούν τελικά θέμα επιστημονικών ανακοινώσεων και μόνον, αφετέρου δε σε επίπεδο μικροπολιτικών συμφερόντων, καθώς καθίστανται αντικείμενο πολλά υποσχόμενων εξαγγελιών από πλευράς της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας.

Λαμβάνοντας υπόψη τις εξαιρετικά δυσμενείς εξελίξεις στον χώρο της Ξενόγλωσσης Εκπαίδευσης στο Δημόσιο Εκπαιδευτικό Σύστημα της χώρας μας και ειδικότερα στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και στον αντίποδα της προωθούμενης πολιτικής των «εκπτώσεων» στον χώρο της Εκπαίδευσης και της επιδιωκόμενης παγίωσής της με άλλοθι την οικονομική κρίση, ο επιστημονικός φορέας των καθηγητών Γερμανικής Γλώσσας μένει σταθερός στην δέσμευση και ταυτόχρονα υποχρέωσή του για την επιδίωξη εφαρμογής και στην χώρα μας μιας Γλωσσικής Πολιτικής, η οποία αφενός μεν να συνάδει ουσιαστικά με τους στόχους που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση αναφορικά με τη διδασκαλία και εκμάθηση των ξένων γλωσσών, καθώς και με τις σύγχρονες και διεθνώς ισχύουσες εξελίξεις και τα επιστημονικά δεδομένα στον χώρο αυτό. Τονίζουμε ότι η δέσμευσή μας υπαγορεύεται πάνω και πρώτα απ’ όλα από τις ανάγκες των μαθητών και μαθητριών στην χώρα μας, ειδικά στο πλαίσιο της τρέχουσας κοινωνικοοικονομικής συγκυρίας, όπου η πολύ καλή γνώση ξένων γλωσσών αποτελεί ελάχιστη προϋπόθεση για την πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας, τόσο της Ελλάδος όσο και της ευρωπαϊκής ή διεθνούς αγοράς εργασίας, αφού «η γνώση ξένων γλωσσών θεωρείται μία από τις βασικές δεξιότητες που χρειάζεται να αποκτά κάθε πολίτης της ΕΕ προκειμένου να βελτιώσει τις ευκαιρίες του στους τομείς της εκπαίδευσης και της απασχόλησης στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής κοινωνίας της γνώσης, ιδίως κάνοντας χρήση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων».

Στο πλαίσιο αυτό θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε την πάγια θέση του επιστημονικού μας φορέα, ότι η Γλωσσική Πολιτική, όπως και κάθε είδους (εκπαιδευτική) πολιτική δεν μπορεί και δεν πρέπει να ασκείται επικοινωνιακά και μόνον, με τη χρήση εύηχων συνθημάτων τύπου «Πρώτα ο μαθητής» ή με συνεχείς μετονομασίες του σχολείου σε «Νέο», «Ψηφιακό» ή «Κοινωνικό» που πόρρω απέχουν από την πραγματικότητα, χωρίς την ίδια στιγμή να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές ανάγκες των τελικών αποδεκτών αυτής, ούτε βέβαια εν μέσω διαρκών και αναίτιων αντιπαραθέσεων της πολιτικής ηγεσίας αφενός μεν με τους εκπροσώπους της εκπαιδευτικής κοινότητας, οι οποίοι καλούνται να εφαρμόσουν στην πράξη τις εκάστοτε πολιτικές και είναι οι καθ’ ύλη αρμόδιοι για να αποφανθούν για τις δυνατότητες εφαρμογής αυτών και αφετέρου της ευρύτερης επιστημονικής κοινότητας, η οποία και διαθέτει το απαιτούμενο θεωρητικό υπόβαθρο για να γνωμοδοτήσει σχετικά με το γνωστικό αντικείμενο της διδασκαλίας της Β’ Ξένης Γλώσσας.

Προκειμένου να επιτευχθεί η άρση των δυσλειτουργιών που εμποδίζουν τη σωστή εκμάθηση των Ξένων γλωσσών στο σχολείο και ειδικότερα στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση θα θέλαμε να επισημάνουμε καταρχήν την αναγκαιότητα για:

Για την επίτευξη της αναβάθμισης της Ξενόγλωσσης Εκπαίδευσης στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ωστόσο, είναι απαραίτητη η ουσιαστική και όχι κατ’ επίφαση υιοθέτηση και εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Γλωσσικής Πολιτικής, μέσω ενός προσεκτικού και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού που θα αφορά σε όλες τις βαθμίδες του Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συστήματος και θα εναρμονίζεται και με το Ενιαίο Πρόγραμμα Σπουδών των Ξένων Γλωσσών, το οποίο και έχει εκπονηθεί για όλες τις γλώσσες και βαθμίδες της εκπαίδευσης.

Στο πλαίσιο αυτό οι επιστημονικοί φορείς των εκπαιδευτικών Γερμανικής και Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας έχουν καταθέσει επανειλημμένως υπομνήματα προς την πολιτική ηγεσία του Υ.ΠΑΙ.Θ. με τις επιστημονικά τεκμηριωμένες προτάσεις τους για τη διδασκαλία της Β’ Ξένης Γλώσσας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, με τελευταίο το κοινό υπόμνημα από 23.11.2014 () προς τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Ανδρέα Λοβέρδο, τα μέλη της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων και τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (ΕΣΥΠ), με τις ακόλουθες προτάσεις για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση:

Την θεσμοθέτηση κατώτατου αριθμού 8 και ανώτατου αριθμού μαθητών 15 για τη σύσταση τμήματος Β’ Ξένης Γλώσσας.

Σημαντικό επίσης για την εξασφάλιση παροχής ποιοτικής ξενόγλωσσης εκπαίδευσης είναι να λάβει η ηγεσία του Υ.ΠΑΙ.Θ. όλα εκεί τα μέτρα, σύμφωνα και με τις δυνατότητες τις οποίες προσφέρουν οι υπάρχουσες διατάξεις νόμων (π.χ. το άρθρο 25 του νόμου 4203/2013), ώστε οι εκπαιδευτικοί ΠΕ05 και ΠΕ07 να συμπληρώνουν το υποχρεωτικό ωράριο διδασκαλίας τους σε όσο το δυνατόν λιγότερες σχολικές μονάδες. Η μετακίνηση εκπαιδευτικών σε παραπάνω από δύο σχολικές μονάδες θα πρέπει να συνοδεύεται και από την αντίστοιχη αναλογική μείωση του υποχρεωτικού τους ωραρίου διδασκαλίας.

Τέλος, επιβάλλεται για λόγους διασφάλισης της ποιότητας του εκπαιδευτικού υλικού, η αλλαγή της διαδικασίας προμήθειας των βιβλίων στα Δημοτικά σχολεία από το ελεύθερο εμπόριο. Προτείνουμε να οριστεί ανώτατη τιμή για την προμήθεια των βιβλίων Γαλλικής και Γερμανικής γλώσσας. Η απάντηση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής για το ζήτημα αυτό, που περιλαμβάνεται στο με Αριθ. Πρωτ. 13236/21-11-2014 έγγραφο του ΙΕΠ (βλ.) μπορεί να εκληφθεί επιεικώς μόνο ως προσβολή της νοημοσύνης των εκπαιδευτικών Γερμανικής και Γαλλικής Φιλολογίας και ιδιαίτερα ως βάναυση προσβολή του κύρους και της νοημοσύνης της Σχολικής Συμβούλου Γερμανικής γλώσσας κ. Σοφίας Ιωαννίδου, της Σχολικής Συμβούλου Γαλλικής γλώσσας Δρ. Θηρεσίας Φωτιάδου και των συναδέλφων Γερμανικής και Γαλλικής Φιλολογίας που συγκρότησαν την επιτροπή κρίσης ελευθέρων βοηθημάτων Γαλλικής και Γερμανικής Γλώσσας Δημοτικού Σχολείου για το σχολικό έτος 2014-15 (βλ. τη σχετική Υπουργική Απόφαση με Αριθμ. Πρωτ. Φ.52/220/54266/Γ1/08-04-14 στο )

Θεωρώντας ότι οι παραπάνω προτάσεις αποτελούν βασική προϋπόθεση τόσο για την άρση των προαναφερόμενων προβλημάτων όσο και πάνω απ’ όλα για την ουσιαστική αναβάθμιση της διδασκαλίας της Ξένης Γλώσσας και ως εκ τούτου την παροχή ποιοτικής Ξενόγλωσσης Εκπαίδευσης στο Δημόσιο σχολείο, ζητούμε:

Την ενεργή συμβολή σας στην προώθηση και επίλυση όλων των παραπάνω θεμάτων και ειδικά στο δίκαιο αίτημά μας για άμεση ίδρυση οργανικών θέσεων, το οποίο μπορείτε να στηρίξετε μεταξύ άλλων υπογράφοντας και εσείς τη σχετική εκστρατεία συλλογής υπογραφών μεταβαίνοντας στον σύνδεσμο:

Συναδέλφισσες και συνάδελφοι,Παραμένουμε στην διάθεσή σας για κάθε περαιτέρω διευκρίνιση ή πληροφορία.

Για το Διοικητικό Συμβούλιο

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η Γ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΤΙΛΕ ΣΤΕΦΑΝΙΑ-ΜΠΕΤΙΝΑ-ΑΛΒΙΝΑ ΓΚΡΙΤΖΑΛΙΩΤΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ

ip[
Exit mobile version