Ο ΣΕΕΠΕΑ Αττικής έστειλε υπόμνημα για το νέο του υπουργείου παιδείας «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών».

Το υπόμνημα

Ο ΣΕΕΠΕΑ Αττικής ως ο πρωτοβάθμιος συνδικαλιστικός φορέας ο οποίος εκπροσωπεί τα μέλη Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού και Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού (ΕΕΠ και ΕΒΠ), μόνιμους και αναπληρωτές που στελεχώνουν τη Δημόσια Ειδική και Γενική Εκπαίδευση, καθώς και τα ΚΕΣΥ και τις ΕΔΕΑΥ της Περιφέρειας Αττικής, με αφορμή την κατάθεση στη Βουλή του εκπαιδευτικού νομοσχεδίου με τίτλο «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις», καταθέτει υπόμνημα με αναλυτική κριτική και προτάσεις επί των άρθρων, σε θέματα για τα οποία τα μέλη μας διαθέτουν πολυετή εμπειρία και βαθιά επιστημονική γνώση.

Το παρόν υπόμνημα αποσκοπεί, έστω και την ύστατη ώρα, να αποτρέψει αδικίες και αστοχίες του υπό συζήτηση νομοσχεδίου και να επισημάνει αβελτηρίες και παραλείψεις, που εμπεριέχονται σε αυτό. Επιπροσθέτως, αποτελεί σύνθεση των προτάσεων και των σημείων κριτικής των συναδέλφων μας, που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Συλλόγου στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού διαλόγου..

Πριν, όμως, αναφερθούμε αναλυτικά στις επισημάνσεις μας, επιθυμούμε να διαμαρτυρηθούμε εντόνως για την απαράδεκτη τακτική του Υπουργείου να νομοθετεί εν μέσω θέρους και να αποφασίζει για σοβαρά ζητήματα της Παιδείας χωρίς δημόσιο διάλογο με τους ίδιους τους λειτουργούς της Παιδείας, αλλά και χωρίς να αφουγκραστεί τις δυσκολίες και τις αγωνίες του εκπαιδευτικού κόσμου.

Επιπλέον, καταγγέλλουμε τη μη συμπερίληψη της ΠΟΣΕΕΠΕΑ, του δευτεροβάθμιου συνδικαλιστικού μας οργάνου, που εκπροσωπεί πανελλαδικά το Ειδικό Εκπαιδευτικό και Ειδικό Βοηθητικό Προσωπικό, στην ακρόαση των φορέων κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής. Επισημαίνουμε, ότι η άσκηση εκπαιδευτικής πολιτικής δεν δύναται να πραγματοποιείται με αποκλεισμούς και διακρίσεις.

Τέλος, ο ΣΕΕΠΕΑ Αττικής καταγγέλλει την προχειρότητα και την αποσπασματικότητα του νομοσχεδίου, το οποίο προσεγγίζει με επιφανειακό και οπισθοδρομικό πνεύμα, μείζονα ζητήματα της παιδαγωγικής επιστήμης και της εκπαιδευτικής πολιτικής και δεν ανταποκρίνεται στο όραμα για το σύγχρονο σχολείο του 21ου αιώνα!

Συγκεκριμένα, επισημαίνουμε τα εξής:

Άρθρο 10:

Προβλέπεται μετά από 13 χρόνια αναμονής (!) η σύσταση θέσεων Συμβούλων Εκπαίδευσης ΕΕΠ. Την επιτυχία αυτή θα την πιστώσουμε στις συνεχείς και άοκνες προσπάθειες των συνδικαλιστικών μας οργάνων και των απλών μελών ΕΕΠ-ΕΒΠ και όχι στην «προνοητικότητα και ευαισθησία» του Υπουργείου Παιδείας που προέβλεψε πανελλαδικά δύο (2) θέσεις Συμβούλων για καθεμία από τις ειδικότητες των Θεραπευτών Λόγου, των Σχολικών Νοσηλευτών, των Εργασιοθεραπευτών – Εργοθεραπευτών και των Φυσικοθεραπευτών, με ό,τι συνεπάγεται για τα καθήκοντα των Συμβούλων αυτών η ανάθεση του συμβουλευτικού έργου σε δυσανάλογα μεγάλους αριθμούς συναδέλφων, μόνιμων και αναπληρωτών. Εδώ, οφείλουμε να προσθέσουμε την παντελή απουσία Συμβούλου για την ειδικότητα του κλάδου ΠΕ31 (Κινητικότητας, Προσανατολισμού και Δεξιοτήτων Καθημερινής Διαβίωσης Τυφλών, των Συμβούλων Επαγγελματικού Προσανατολισμού Τυφλών και των Ειδικών στην Ελληνική Νοηματική), καθώς και Συμβούλου του Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού που αφορά την πολυπληθέστερη κατηγορία από όλους τους κλάδους των συναδέλφων μας. Οι παραλείψεις αυτές είναι ενδεικτικές του αποσπασματικού τρόπου με τον οποίο νομοθετεί του Υπουργείο και της έλλειψης γνώσης για τους κλάδους μας και τις αρμοδιότητές τους. Υπενθυμίζουμε ότι ο ΣΕΕΠΕΑ Αττικής έχει καταθέσει στη Διεύθυνση ΕΑΕ εμπεριστατωμένο υπόμνημα σχετικά με τις ειδικότητες του κλάδου ΠΕ31 που υποστηρίζουν άτομα με οπτική αναπηρία

Άρθρο 11:

Στο εν λόγω άρθρο, όπου προβλέπονται ο «Σκοπός και αρμοδιότητες των Κέντρων Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης», γίνεται λόγος (Παρ αθ΄) για «κατ’ αποκλειστικότητα λήψη της απόφασης για αντικατάσταση των γραπτών δοκιμασιών, για τους μαθητές της δημόσιας ή της ιδιωτικής εκπαίδευσης με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, με προφορικές ή άλλης μορφής δοκιμασίες…», αποκλείοντας τη δυνατότητα που είχαν μέχρι σήμερα τα αναγνωρισμένα από το ΥΠΑΙΘ Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα για χορήγηση αντίστοιχων πιστοποιητικών. Η ρύθμιση αυτή επιφορτίζει αναίτια και δυσανάλογα τα ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. με έναν τεράστιο όγκο δουλειάς, στερώντας από γονείς και μαθητές τη δυνατότητα επιλογής πλαισίου και ταχύτερης εξυπηρέτησης.

Άρθρο 17:

Εν συνεχεία, το άρθρο 17 (που αφορά στις Ε.Δ.Υ.) παράγραφος 11, να τροποποιηθεί ως εξής:  «Οι ώρες συνεδριάσεων της Ε.Δ.Υ. ανήκουν για  τον πρόεδρο αυτής και τον εκπαιδευτικό της περ. β΄ της παρ. 3 και για τα υπόλοιπα μέλη στο διδακτικό τους ωράριο». Ακόμη, η επιλογή των μελών ΕΔΥ δεν μπορεί να πραγματοποιείται μόνο από μονοπρόσωπο όργανο, δηλαδή τον προϊστάμενο του ΚΕΔΑΣΥ. Χρειάζεται να τεθεί στον κανονισμό λειτουργίας των ΚΕΔΑΣΥ η συμβολή συλλογικού οργάνου.  Επίσης κρίνουμε πως είναι απαραίτητο, να μετέχουν στις ΕΔΥ, μέλη ΕΕΠ (ΠΕ25) ή ΕΒΠ που υπηρετούν στο σχολείο στα πλαίσια προγράμματος υποστήριξης μαθητή/-των, όπως επίσης και μέλη ΕΕΠ (ΠΕ21, ΠΕ28, ΠΕ29, ΠΕ31), ή Εκπαιδευτικούς ειδικής αγωγής ειδικοτήτων που δεν υπηρετούν στη σχολική μονάδα, αλλά κρίνεται απαραίτητη η συμμετοχή τους στην διαδικασία αξιολόγησης ή/και υποστήριξης του μαθητή, όχι όμως του οικείου ΚΕΔΑΣΥ ή προσωπικού που υπηρετεί σε άλλη σχολική μονάδα, αλλά να προβλεφθούν θέσεις ΕΔΥ που θα υπάγονται στο ΚΕΔΑΣΥ και  για τις συγκεκριμένες ειδικότητες.

Άρθρο 24:

Στο άρθρο 24 παρ1, να υπολογιστούν και να προτάσσονται για τις θέσεις των υπευθύνων αγωγής υγείας οι υγειονομικοί εκπαιδευτικοί ΠΕ87 και το Ε.Ε.Π.. Οι οικείοι συνάδελφοι, σύμφωνα με το πτυχίο τους, έχουν την αρμοδιότητα και τα προσόντα για τα καθήκοντα αυτής της θέσης.

Άρθρο 31:

Στην παρ. 6.δγ) Υποψήφιοι για τις θέσεις διευθυντών νηπιαγωγείων Ε.Α.Ε. μπορεί να είναι εκπαιδευτικοί του κλάδου νηπιαγωγών, εφόσον έχουν τα προσόντα διορισμού και τοποθέτησης σε Σ.Μ.Ε.Α.Ε. και έχουν συμπληρώσει διδακτική υπηρεσία τεσσάρων (4) τουλάχιστον ετών σε νηπιαγωγείο Ε.Α.Ε..», ζητάμε να προστεθεί και το Ε.Ε.Π.

Άρθρο 53:

Το συγκεκριμένο άρθρο είναι, επίσης, εκτός πραγματικότητας. Η παράγραφος 6 είναι ανάγκη να τροποποιηθεί ως εξής: «Τα ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. υποχρεούνται να εκδίδουν τις αξιολογικές εκθέσεις σε εύλογο χρονικό διάστημα, για το οποίο θα αποφανθεί η Ολομέλεια του ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ». Ζητάμε, δηλαδή να μην υπάρχει η αυστηρή προθεσμία των 60 ημερών, που είναι ανέφικτη και ανεφάρμοστη ειδικά στα ΚΕΣΥ της Αττικής, με τις τεράστιες ελλείψεις προσωπικού και υλικοτεχνικής υποδομής καθώς και τις δυσμενείς χωροταξικές και κτιριακές συνθήκες.

Στο εδάφιο 4 αναφέρεται ότι στα ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. «η αξιολόγηση πραγματοποιείται από διεπιστημονική ομάδα, που απαρτίζεται από έναν εκπαιδευτικό ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης (Ε.Α.Ε.) πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης…, έναν Ψυχολόγο ΠΕ23 και έναν Κοινωνικό Λειτουργό ΠΕ30. Στη διεπιστημονική ομάδα καλούνται και μέλη οποιουδήποτε κλάδου του Ειδικού

Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.), καθώς και εκπαιδευτικοί Ε.Α.Ε., κατά περίπτωση, η συνδρομή των οποίων κρίνεται απαραίτητη για την έκδοση της σχετικής αξιολογικής έκθεσης…». Πρέπει να επισημανθεί ότι σε μια υποστηρικτική δομή που φιλοδοξεί να αποκαλείται «διεπιστημονική», δεν είναι δυνατόν να ορίζεται ως διεπιστημονική ομάδα μόνο η αποτελούμενη από το τρίπτυχο «εκπαιδευτικός, ψυχολόγος και κοινωνικός λειτουργός» και μάλιστα να καλούνται να συνδράμουν σε αυτή, ως «προσκεκλημένοι» ή επικουρικοί (οι χαρακτηρισμοί δικοί μας), οι «λοιποί θεραπευτές». Είναι σαφές ότι η πραγματική διεπιστημονικότητα απαιτεί τη συμπερίληψη όλων ανεξαιρέτως των κλάδων του ΕΕΠ στη διεπιστημονική ομάδα, καθώς προσεγγίζεται έτσι σφαιρικά και πολυπρισματικά η πολυπλοκότητα των εκπαιδευτικών αναγκών των μαθητών και επιτυγχάνεται η ολιστική κατανόηση των μαθησιακών και ψυχοκοινωνικών δυσκολιών τους, προκειμένου να εξευρεθεί η αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή τους και να καταρτιστεί ένα ουσιαστικό και βιώσιμο Εξατομικευμένο Πρόγραμμα Εκπαίδευσης (Ε.Π.Ε.).

Επιπλέον, ο νόμος 3699/2008 στο άρθρο 12 παρ.3 προέβλεπε και την ύπαρξη ΠΕ25 Σχολικών Νοσηλευτών στα ΚΕΔΔΥ. Κάτι που δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Το 2018 το άρθρο καταργήθηκε με τον νόμο 4547. Ωστόσο, ζητήματα που άπτονται ζητημάτων υγείας και ΕΠΕ που συνδέονται με εξειδικευμένα προγράμματα αγωγής υγείας, φανερώνουν την έλλειψη που δεν καλύφτηκε ποτέ και θα ήταν χρήσιμο να προβλεφθεί εκ νέου στα ΚΕΔΑΣΥ ή στις ΕΔΥ που υπάγονται σε αυτά.

Άρθρο 54:

Η Παρ 3 που αναφέρεται στη συνεργασία ΚΕ.ΔΑ.Σ.Υ. με Ε.Δ.Υ. και τους γονείς/κηδεμόνες για τη διαμόρφωση του Ε.Π.Ε., είναι αναγκαίο να τροποποιηθεί ως εξής: «για τη διαμόρφωση του Ε.Π.Ε., καθώς και για κάθε άλλο θέμα που αφορά στη διαδικασία αξιολόγησης και υποστήριξης, τα ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. συνεργάζονται υποχρεωτικά με την Ε.Δ.Υ., τους γονείς ή κηδεμόνες των μαθητών ή και τους μαθητές, μέσω πρωτοκόλλου συνεργασίας. Η άποψη των γονέων ή κηδεμόνων λαμβάνεται προαιρετικά υπόψη για την τελική διαμόρφωση του Ε.Π.Ε. και για την τελική αξιολογική έκθεση».. Επισημαίνουμε εδώ ότι η άποψη των γονέων για το παιδί τους πάντα λαμβάνεται υπόψη από τη διεπιστημονική ομάδα και χρησιμοποιείται ως βασικό στοιχείο καθ’ όλη τη διαδικασία της αξιολόγησης. Ωστόσο, είναι λογικό οι γονείς να μην είναι πάντα αντικειμενικοί των δυσκολιών των παιδιών τους και να χρειάζονται καθοδήγηση και συμβουλευτική υποστήριξη. Παράλληλα, το επιστημονικό προσωπικό είναι εκείνο που έχει τη  γνώση και την εμπειρία να κρίνει το είδος των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών και των εξατομικευμένων παιδαγωγικών μέτρων που πρέπει να ληφθούν.

Άρθρο 61:

Στην Παρ 6 αναγράφεται: «Στην αξιολόγηση των στελεχών της εκπαίδευσης λαμβάνεται υπόψη η αξιολόγηση του έργου τους και από το μόνιμο προσωπικό που υπάγεται στα στελέχη αυτά…». Εφόσον το ΥΠΑΙΘ το ίδιο διακηρύσσει ότι “όποιος αξιολογεί, αξιολογείται”, είναι σημαντικό τα στελέχη εκπαίδευσης να αξιολογούνται από το σύνολο των υφισταμένων τους, δηλαδή τόσο το μόνιμο προσωπικό όσο και τους αναπληρωτές. Είναι άδικο και άνισο να εξαιρούνται οι αναπληρωτές από την αξιολόγηση αυτή, ενώ οι ίδιοι υπόκεινται σε αυτήν.

Άρθρο 67: «Πεδία και κριτήρια αξιολόγησης του έργου των μελών του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού των σχολικών μονάδων».

Ως προς την αξιολόγηση διαπιστώνουμε ότι το Υπουργείο βάζει τους εκπαιδευτικούς και τα μέλη ΕΕΠ και ΕΒΠ σε μια συνεχή μέγγενη «αξιολόγησης», χωρίς από τη πλευρά του να έχει εξασφαλίσει βασικές προϋποθέσεις ομαλής λειτουργίας της σχολικής μονάδας και του ΚΕΔΑΣΥ. Ο ΣΕΕΠΕΑ Αττικής κάθε χρόνο καταθέτει υπόμνημα προς τον Περιφερειακό Διευθυντή Π/θμιας και Δ/θμιας Εκπαίδευσης Αττικής και τη Διεύθυνση ΕΑΕ του ΥΠΑΙΘ, που περιλαμβάνει αναλυτικό κατάλογο με τις συνθήκες λειτουργίας, τα κτιριακά προβλήματα και τις ελλείψεις σε  προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή, τόσο των ΣΜΕΑΕ όσο και των ΚΕΣΥ της περιφέρειας Αττικής:

(https://www.seepeaa.gr/Anakoinoseis/Ypomnimata/YPOMNIMA__GIA_TIN_KATASTASI_TON_DOMON__EIDIKIS_EKPAIDEYSIS).

Διαβάζοντάς το, αντιλαμβάνεται κανείς την απαράδεκτη και σε ορισμένες περιπτώσεις τριτοκοσμική κατάσταση υπό την οποία λειτουργεί η Ειδική Εκπαίδευση και τα ΚΕΣΥ, τουλάχιστον στην Αττική. Διαπιστώνεται ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες επιτελούν το διδακτικό και υποστηρικτικό τους έργο οι εκπαιδευτικοί και τα μέλη ΕΕΠ-ΕΒΠ, είναι ιδιαίτερα αντίξοες και ακατάλληλες και απέχουν μακράν από την εξασφάλιση στοιχειωδών προϋποθέσεων προκειμένου να ασκήσουν με επάρκεια τα καθήκοντά τους. Απαιτούμε, λοιπόν, πριν την εγκαθίδρυση οποιουδήποτε συστήματος αξιολόγησης, η Πολιτεία να πράξει τα δέοντα και να μεριμνήσει για τη βελτίωση των κτιριακών εγκαταστάσεων, της καθολικής προσβασιμότητας, των υποδομών, του υλικοτεχνικού εξοπλισμού, των υπηρεσιών που προσφέρει στο μαθητικό πληθυσμό, την παροχή επιμόρφωσης προς τους εκπαιδευτικούς και το ΕΕΠ-ΕΒΠ, την εξασφάλιση στοιχειωδών αξιολογικών εργαλείων και εκπαιδευτικού υλικού, την διασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας , κ.ο.κ. Αν το Υπουργείο Παιδείας επιμένει στο θέμα της αξιολόγησης, μήπως θα πρέπει να δεχτεί πρώτα τη δική μας αρνητική αξιολόγηση στην έλλειψη ικανότητας να παρέχει αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας στους εκπαιδευτικούς;

 

Άρθρο 75:

Στο άρθρο αυτό περιγράφεται η διαδικασία αξιολόγησης του έργου των μελών του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού και του Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού των σχολικών μονάδων. Η περιγραφή της διαδικασίας αξιολόγησής μας ανήκει προφανώς σε κάποιο εγχειρίδιο και όχι στην ελληνική σχολική πραγματικότητα. Αναρωτιόμαστε πώς ακριβώς θα παρακολουθήσει ο Σύμβουλος «διακριτικά» τις συνεδρίες μας, όταν στην αίθουσα, αν έχουμε αίθουσα και δεν ήμαστε σε καμία αποθήκη, συνυπάρχουμε πάνω από δύο-τρεις ειδικότητες ταυτόχρονα; Συχνά ίσα-ίσα που χωράμε ο θεραπευτής και ένας μαθητής. Ούτε λόγος, βέβαια, για εξοπλισμό… Θα πρέπει, λοιπόν, ο αξιολογητής να αναφέρει στην αξιολόγηση του και να λαμβάνει υπόψη του και τις συνθήκες εργασίας μας, που για μας είναι μια καθημερινή σκληρή πραγματικότητα.

Άρθρο 78:

«Στην περίπτωση που το έργο ενός εκπαιδευτικού, καθώς και μέλους του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.) και Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού (Ε.Β.Π.) αξιολογηθεί οριστικά ως «μη ικανοποιητικό» κατά την αξιολόγησή του ….ο συγκεκριμένος εκπαιδευτικός ή μέλος του Ε.Ε.Π. ή Ε.Β.Π. παρακολουθεί υποχρεωτικό επιμορφωτικό πρόγραμμα». Είναι θλιβερό να χρησιμοποιείται η επιμόρφωση ως σωφρονιστικό μέτρο για τους «μη ικανοποιητικούς». Η επιμόρφωση είναι πολύτιμο αγαθό για όλους τους επιστήμονες και προάγει το επίπεδο εργασίας τους. Ειδικά τα μέλη ΕΕΠ-ΕΒΠ διεκδικούμε για χρόνια τη συμμετοχή μας στην επιμόρφωση από την οποία αποκλειόμαστε συστηματικά. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι στα ΚΕΣΥ αναμένουμε μάταια εδώ και δύο χρόνια την επιμόρφωση των Ψυχολόγων στα νέα ψυχομετρικά εργαλεία, όπως επίσης αναμένουμε και τα ίδια τα υποσχεθέντα αξιολογικά εργαλεία! Δεν μπορούμε λοιπόν να διανοηθούμε ότι χρησιμοποιείται η έννοια της επιμόρφωσης ως τιμωρία για κάποιους.

Στην Παρ. 2. Προβλέπεται ότι αν το έργο ενός δόκιμου εκπαιδευτικού, καθώς και μέλους του Ε.Ε.Π. ή Ε.Β.Π. αξιολογηθεί ως «μη ικανοποιητικό» έστω και σε έναν από τους άξονες της αξιολόγησης δε μονιμοποιείται, αλλά μπορεί να επαναλάβει τη διαδικασία τα αμέσως επόμενα δύο (2) έτη. Η ρύθμιση αυτή πρέπει να καταργηθεί, καθώς θέτει σε συνθήκες συνεχούς ανασφάλειας και φόβου τον/την δόκιμο συνάδελφο, που σημειωτέον έχει αξιολογηθεί πολύ πρόσφατα από τον ΑΣΕΠ και έχει κριθεί κατάλληλος να υπηρετήσει τη θέση του.

Άρθρο 89:

Σχετικά με τη λειτουργία των εκπαιδευτικών ομίλων επισημαίνουμε την παντοδυναμία του Διευθυντή ή του Προϊσταμένου της σχολικής μονάδας ο οποίος «μετά από εισήγηση του Συλλόγου Διδασκόντων ή εκπαιδευτικού/εκπαιδευτικών που έχουν τοποθετηθεί στη σχολική μονάδα ή με δική του πρωτοβουλία, δύναται να αποφασίζει τη συγκρότηση και λειτουργία εκπαιδευτικών ομίλων μετά τη λήξη του ημερήσιου ωρολογίου προγράμματος διδασκαλίας κατόπιν σχετικής ενημέρωσης του Σχολικού Συμβουλίου και της οικείας δημοτικής αρχής». Επίσης στην Παρ. 2 επισημαίνεται ότι «Για κάθε εκπαιδευτικό όμιλο που συγκροτείται ορίζεται με απόφαση του Διευθυντή ή Προϊσταμένου της σχολικής μονάδας ένας εκπαιδευτικός ως Υπεύθυνος του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Η επιλογή των Υπευθύνων των Εκπαιδευτικών Ομίλων πραγματοποιείται μεταξύ των εκπαιδευτικών που εκδηλώνουν ενδιαφέρον για την ανάληψη των σχετικών καθηκόντων».

Διαπιστώνουμε στα εδάφια αυτά την παντοδυναμία του Διευθυντή που χωρίς να λογοδοτεί πουθενά, αποφασίζει και διατάσσει, χωρίς απαραίτητα τη σύμφωνη γνώμη του Συλλόγου Διδασκόντων, ασκώντας πιέσεις αν χρειαστεί, μέσω της αξιολόγησης, προκειμένου να εξευρεθούν πρόθυμοι εκπαιδευτικοί ως Υπεύθυνοι των Ομίλων.

Στην παρ. 2 επισημαίνεται επιπλέον ότι «ο χρόνος που οι Υπεύθυνοι Εκπαιδευτικών Ομίλων αφιερώνουν στην οργάνωση και λειτουργία των εκπαιδευτικών ομίλων δεν προσμετράται στο εργασιακό τους ωράριο, αλλά συνεκτιμάται κατά την ατομική αξιολόγησή τους, καθώς και κατά την επιλογή τους ως στελεχών εκπαίδευσης». Με άλλα λόγια πρόκειται για απλήρωτη εργασία, με την υπόσχεση απόκτησης «μορίων» στην ατομική αξιολόγηση, αλλά και καταστρατήγηση βασικών εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων υπό το καθεστώς απειλών και φόβου.

 

Άρθρα 109-166 (σελ 153-195):

ΜΕΡΟΣ Ε΄: ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Αναρωτιόμαστε πόσο προοδευτικό και σύγχρονο μπορεί να είναι ένα νομοσχέδιο που αφιερώνει 42 σελίδες και 57 άρθρα (!), σε ζητήματα εκκλησιαστικής εκπαίδευσης και γιατί το Υπουργείο θεωρεί απαραίτητη την προσθήκη «ενός νόμου μέσα στο νόμο» για την εκκλησιαστική εκπαίδευση αν και θα μπορούσε να νομοθετήσει για αυτό ξεχωριστά. Το Υπουργείο πέρα από Παιδείας είναι και Θρησκευμάτων, ωστόσο το περιεχόμενο είναι ασύνδετο με τα λοιπά θέματα του οικείου νομοσχεδίου.

Άρθρο 204:

Με μεγάλη ικανοποίηση διαπιστώνουμε ότι το ΥΠΑΙΘ έλαβε υπόψη την πρότασή μας για εισαγωγή της Πρώιμης/Έγκαιρης Παρέμβασης στο Νηπιαγωγείο, όπως την είχαμε διατυπώσει στη διαβούλευση για το νομοσχέδιο «Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις» (Αρ. Πρωτ: 720/ 5-5-2020), για τον έγκαιρο εντοπισμό και αντιμετώπιση προβλημάτων λόγου, επικοινωνίας, συμπεριφοράς, καθώς και μαθησιακών δυσκολιών. Ωστόσο, η αναφορά είναι πολύ γενική και περιορισμένη σε ένα άρθρο όλο και όλο, χωρίς να διευκρινίζονται οι στόχοι, η μεθοδολογία, η οργάνωση, οι διαδικασίες και τα επιδιωκόμενα οφέλη.

Υπενθυμίζουμε ότι η πρώιμη παρέμβαση πρέπει να αποτελεί έμπρακτα και όχι διακηρυκτικά υποχρέωση του κράτους και οφείλει να παρέχεται σε όλα τα παιδιά που την έχουν ανάγκη, από τη γέννησή τους και κυρίως πριν αυτά μπουν στην εκπαίδευση, μέσω ειδικών θεραπευτικών προγραμμάτων που θα προσφέρονται δωρεάν σε δημόσια πλαίσια. Με την είσοδο των παιδιών στην υποχρεωτική εκπαίδευση χωρίς να έχουν λάβει αντίστοιχη υποστήριξη, το κράτος οφείλει να διαθέτει διαγνωστικούς-αξιολογικούς-υποστηρικτικούς φορείς που θα εντοπίζουν εγκαίρως τις δυσκολίες τους και εξειδικευμένο προσωπικό που θα βρίσκεται μέσα στο σχολείο και θα μπορεί να υλοποιεί τα προγράμματα που χρειάζονται. Στο νομοσχέδιο (άρθρο 157 παρ.1) ωστόσο, δεν αναφέρεται ο τρόπος και το προσωπικό που θα υλοποιεί τα προγράμματα πρώιμης παρέμβασης.

Προτείνουμε συγκεκριμένα τα εξής: α) να επεκταθεί η παρουσία των ΕΔΥ (πρώην ΕΔΕΑΥ), σε όλες τις μονάδες προσχολικής αγωγής, ώστε να είναι δυνατή τόσο η έγκαιρη ανίχνευση όσο και η ψυχοκοινωνική υποστήριξη των μαθητών και των οικογενειών τους, β) να ενισχυθούν οι ΕΔΥ με τις ειδικότητες των Λογοθεραπευτών, Εργοθεραπευτών και Φυσικοθεραπευτών, ειδικοτήτων απαραίτητων και εξειδικευμένων σε θέματα πρώιμης παρέμβασης, γ) παράλληλα να προβλεφθεί η ύπαρξη σε κάθε νηπιαγωγείο μέλους του Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού (ΕΒΠ), υπεύθυνου για την επικούρηση της αυτοϋπηρέτησης των νηπίων, στην τουαλέτα, στη σίτιση και στις καθημερινές δραστηριότητες, τομείς που, σύμφωνα με τη διαπιστωμένη γνώμη των νηπιαγωγών, χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και αναδύονται τα τελευταία χρόνια ως ιδιαίτερα προβληματικοί στα νήπια, δ) για την πρόληψη και την έγκαιρη παρέμβαση σε θέματα υγείας, όπως και για την ισότιμη ενσωμάτωση των παιδιών με προβλήματα υγείας στο νηπιαγωγείο, απαραίτητη κρίνεται η παρουσία του Σχολικού Νοσηλευτή που υποστηρίζει παιδιά με προβλήματα υγείας (συνηθέστερα σακχαρώδη διαβήτη, επιληψία, αναφυλαξία κ.α.), προλαμβάνει και αντιμετωπίζει ατυχήματα και λοιμώξεις και εκπαιδεύει τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και τα παιδιά στις πρώτες βοήθειες, στην υγιεινή διατροφή, στη φροντίδα προσωπικής υγιεινής, στην υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής και πολλά άλλα.

Αναφορικά δε με την οργάνωση της υποστήριξης των προνηπίων με αναπηρίες ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στο σχολείο (άρθρο 204, παρ.2), αυτή χαρακτηρίζεται από προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα. Όπως αναφέρει το σχέδιο νόμου, οι γονείς που θα διαθέτουν «σχετική ιατρική γνωμάτευση» από την οποία θα «προκύπτει η ανάγκη λήψης μέτρων υποστηρικτικής παρέμβασης» θα αιτούνται στα ΚΕΔΑΣΥ την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών (sic) και ψυχοκοινωνικών αναγκών των παιδιών τους, ένα χρόνο πριν την είσοδό τους στο νηπιαγωγείο, δηλαδή μέχρι και 4 μήνες πριν κλείσουν τα 3 τους χρόνια!!! Προφανώς με σκοπό οι διεπιστημονικές ομάδες να «μαντέψουν» το είδος της εκπαιδευτικής υποστήριξης που ΘΑ χρειαστούν τα παιδιά ένα χρόνο μετά. Γιατί, τι άλλο μπορεί να κάνει μια/ένας νηπιαγωγός ο οποίος δεν είναι εξειδικευμένος στην αξιολόγηση παιδιών αυτής της ηλικίας; Και ο οποίος ακόμα και αν ήταν, πως θα μπορούσε σε μια τόσο μικρή ηλικία και σε παιδιά που δεν έχουν καμία επαφή με την εκπαίδευση να αποφασίσει για το είδος της εκπαιδευτικής υποστήριξής τους; Η απάντηση είναι προφανής: η ιατρική επιστήμη, η οποία θα αποφασίζει για την αναγκαιότητα της υποστήριξης, τελικά θα επιβάλει και το είδος της.

Επιπλέον, για άλλη μια φορά, το νομοσχέδιο (αρ. 204 παρ.3) αναφέρεται σε προγράμματα επιμόρφωσης, τα οποία ποτέ δεν έχουν υλοποιηθεί.

Οργανικές Θέσεις ΠΕ 25 Σχολικών Νοσηλευτών

Τέλος, ως Σύλλογος που εκπροσωπεί το Ειδικό Εκπαιδευτικό και Ειδικό Βοηθητικό Προσωπικό, οφείλουμε και από τη θέση αυτή να επιστήσουμε την προσοχή του Υπουργείου στην πρόταση που επανειλημμένως έχουμε διατυπώσει και στις επιστολές μας προς το ΥΠΑΙΘ και προς πάσα κατεύθυνση, για την επέκταση του θεσμού του σχολικού νοσηλευτή στα σχολεία Γενικής Εκπαίδευσης.

Αν και βρισκόμαστε στη δίνη μιας πρωτόγνωρης υγειονομικής κρίσης, με την πανδημία να έχει ανατρέψει όλες τις σταθερές της ζωής μας, μας προκαλεί κατάπληξη το γεγονός ότι το Υπουργείο Παιδείας έχει ξεχάσει να εντάξει οργανικά στις σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας Γενικής εκπαίδευσης το θεσμό του Σχολικού Νοσηλευτή. Η ουσιαστική αξιοποίηση των σχολικών νοσηλευτών μπορεί να επιφέρει θεαματικά αποτελέσματα ενισχύοντας σημαντικά την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Η ένταξη του μαθήματος Πρώτων Βοηθειών από την αρχή της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης μέχρι και το τέλος της δευτεροβάθμιας είναι επιβεβλημένη και οδηγεί αδιαμφισβήτητα στην αναβάθμιση τόσο του δημόσιου σχολείου, όσο και ολόκληρης της κοινωνίας.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου, τα τελευταία χρόνια αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των προσλαμβανόμενων αναπληρωτών ΠΕ 25 σχολικών νοσηλευτών/τριων ως «παράλληλη στήριξη» στη Γενική εκπαίδευση. Στην πραγματικότητα όμως οι ανάγκες είναι σημαντικα μεγαλύτερες καθώς υπάρχει απουσία ενημέρωσης και άγνοια για την ύπαρξη και το ρόλο του κλάδου αυτού, τόσο από τους εκπαιδευτικούς και τους/τις Διευθυντές/ντριες – Προϊστάμενους/ες των σχολικών μονάδων, όσο και από τους γονείς. Η δημιουργία οργανικών θέσεων σχολικών νοσηλευτών στη Γενική εκπαίδευση και η υγειονομική κάλυψη του σχολικού πληθυσμού (ιδιαιτέρως των μεγάλων σχολικών μονάδων) είναι μείζονος σημασίας με πολλαπλά οφέλη προς τους μαθητές, τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς, το σύστημα υγείας και την κοινωνία.

Εν κατακλείδι, θεωρούμε το κατατεθέν σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις», ένα πόνημα αναχρονιστικό, οπισθοδρομικό και συντηρητικό που εισάγει ένα πολύπλοκο, γραφειοκρατικό και δυσκίνητο σύστημα λογοδοσίας και διοικητικής διάρθρωσης! Παράλληλα, περιέχει ασαφείς και μη επεξεργασμένες διατάξεις για σοβαρά παιδαγωγικά ζητήματα και καθιερώνει, με πνεύμα συγκεντρωτικό, αυταρχικό και αντιδημοκρατικό, την παντοδυναμία του Διευθυντή σχολικής μονάδας έναντι του Συλλόγου Διδασκόντων.

Αν πραγματικά το ΥΠΑΙΘ επιθυμεί να βελτιώσει την ποιότητα της Δημόσιας Εκπαίδευσης, τότε πρέπει άμεσα να προχωρήσει σε αύξηση της χρηματοδότησης της Παιδείας, με μόνιμους διορισμούς εκπαιδευτικών, ΕΕΠ και ΕΒΠ, κατασκευή σύγχρονων κτηριακών υποδομών και παροχή σύγχρονου εξοπλισμού.

Αν πραγματικά το ΥΠΑΙΘ ενδιαφέρεται για την βελτίωση των παροχών στις εκπαιδευτικές δομές και τα σχολεία να ικανοποιήσει το αίτημα του συνόλου των κλάδων των εκπαιδευτικών, του ειδικού εκπαιδευτικού και ειδικού βοηθητικού προσωπικού, για καθολική, ετήσια, επιμόρφωση, αλλά και επιστημονική εποπτεία.

Καλούμε όλο το Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό, το Ειδικό Βοηθητικό Προσωπικό, τους συνοδοιπόρους μας εκπαιδευτικούς, τους γονείς και τους μαθητές/τριες, να είναι σε εγρήγορση ώστε να συνταχθούν στους αγώνες μας για ένα σύγχρονο και δημοκρατικό σχολείο ώστε να αντισταθούν στην πρώτη καταπάτηση δικαιωμάτων ή στρεβλής χρήσης των χωρίων του παρόντος νομοσχεδίου!

Για τους παραπάνω λόγους, ζητάμε την απόσυρση του παρόντος σ/ν και την άμεση έναρξη ουσιαστικού διαλόγου με τις εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες και όλους τους αρμόδιους φορείς. Προς την κατεύθυνση αυτή, πιστεύουμε ότι συνδράμουμε με τις κατατεθείσες προτάσεις και την κριτική επί των άρθρων.