Ο Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης με νέα επιστολή του προς τους Ιεράρχες της Εκκλησίας μας εντοπίζει και αναδεικνύει τα προβληματικά σημεία του Κανονισμού λειτουργίας της Μεγάλης Συνόδου, καθώς και άλλων κειμένων της.
Μακαριώτατε Ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἐν ὄψει τῆς μελλούσης νά συνέλθει Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, θά ἤθελα νά θέσω γιά ἀκόμη μία φορά, εὐλαβῶς, ἐνώπιόν Σας κάποιες θεολογικοῦ χαρακτήρα σκέψεις μου, πού ἐλπίζω νά Σᾶς φανοῦν ἀξιοποιήσιμες.
1. συνδέεται πρός τάς αὐτοκεφάλους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας καί ὄχι πρός τά καθ’ ἕκαστον μέλη τῶν ἐν τῇ Συνόδῳἀντιπροσωπειῶν αὐτῶν, συμφώνως πρός τήν ὁμόφωνον σχετικήν ἀπόφασιν τῆς Ἱερᾶς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν,
2. ἡ κατά Ἐκκλησίας καί ὄχι κατά τά μέλη αὐτῶν ψήφισις ἐν τῇ Συνόδῳ τῶν κειμένων δέν ἀποκλείει τήν ἀρνητικήν θέσιν ἑνός ἤ καί πλειόνων ἀρχιερέων μιᾶς ἀντιπροσωπείας αὐτοκεφάλου τινός Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπί τῶν γενομένων τροπολογιῶν ἤ καί ἐπί ἑνός κειμένου γενικώτερον, ἡ διαφωνία τῶν ὁποίων καταχωρίζεται εἰς τά Πρακτικά τῆς Συνόδου, καί
3. ἡἀξιολόγησις τῶν διαφωνιῶν αὐτῶν εἶναι πλέον ἐσωτερικόν ζήτημα τῆς εἰς ἥν ἀνήκουν αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, ἡὁποία δύναται νά ὑποστηρίξῃ τήν θετικήν ψῆφον αὐτῆς ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀρχῆς τῆς ἐσωτερικῆς πλειονοψηφίας, ἐκφράζεται δέ ὑπό τοῦ Προκαθημένου αὐτῆς, διό καί δέον ὅπως προβλεφθῇ εἰς αὐτήν ὁἀναγκαῖος χῶρος καί χρόνος δι᾽ἐσωτερικήν συζήτησιν ἐπ᾽ αὐτοῦ».
Στό Ἄρθρο αὐτό βλέπουμε, ὅτι ἡὁμοφωνία τῆς Μεγάλης Συνόδου περιορίζεται στή μία ψῆφο κάθε Τοπικῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. Οἱἐπιμέρους διαφωνίες –ἐφόσον αὐτές συμβαίνει νά ἀποτελοῦν μειοψηφία, στό πλαίσιο τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν- ἀφήνονται ὡς «ἐσωτερική ὑπόθεσή τους», πρᾶγμα πού εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτο γιά τήν συγκεκριμένη Πανορθόδοξη Σύνοδο, ὅταν μάλιστα συμβαίνει τό θέμα τῆς διαφωνίας νά εἶναι γιά δογματική ὑπόθεση. Καί ἡ περίπτωση αὐτή εἶναι πάρα πολύ πιθανή. Λόγου χάρη, τό θέμα τῆς αὐτοσυνειδησίας καί τῆς ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας, πού πραγματεύεται τό Κείμενο: «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ», εἶναι θέμα ἐκκλησιολογικό, δηλαδή κατεξοχήν δογματικό. Κατά συνέπεια, δέν εἶναι θεολογικά ἐπιτρεπτό, ἕνα Κείμενο πού προωθεῖται πρός ἔγκριση, ἀπό τή μία μεριά νά εἰσηγεῖται οὐσιαστικά τήν Προτεσταντική θεωρία τῶν «κλάδων» -νομιμοποιώντας μέ τήν ἀποδοχή του τήν ὕπαρξη πολλῶν Ἐκκλησιῶν μέ πολύ διαφορετικά δόγματα- καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ «Κανονισμός Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς Συνόδου» αὐτῆς νά ἀγνοεῖ στήν πράξη τούς ἐνδεχόμενους μειοψηφοῦντες Ἱεράρχες τῶν ἐπιμέρους Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καί νά μήν λαμβάνει σοβαρώτατα ὑπόψη τίς θεολογικές τοποθετήσεις τῆς ἐπισκοπικῆς συνειδήσεώς τους.
Καί ἐδῶ γεννᾶται τό εὔλογο θεολογικό-δογματικό ἐρώτημα: Πῶς θά ὁμολογηθεῖ στήν προκειμένη περίπτωση ἡ μία πίστη τῆς Ἐκκλησίας, «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ»; Πῶς θά μπορέσουν οἱ Συνοδικοί Πατέρες νά ποῦν: «ἔδοξε τῷἉγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν»; Πῶς θά ἀποδείξουν ὅτι ἔχουν «νοῦν Χριστοῦ», ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ θεοφόροι Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας;
Μακαριώτατε,
Στά δογματικά θέματα, ὡς γνωστόν, ἡἀλήθεια δέν βρίσκεται στήν πλειονοψηφία τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων. Ἡἀλήθεια καθεαυτήν εἶναι πλειοψηφική, γιατί στήν Ἐκκλησία ἡἀλήθεια εἶναι Ὑποστατική πραγματικότητα. Γι’ αὐτό, καί ὅσοι διαφωνοῦν μέ αὐτήν, ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ καθαιροῦνται καί ἀφορίζονται κατά περίπτωση. ἩἉγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν ἐπιτρέπεται νά ἀφήσει σέ κατώτερα συνοδικά σώματα τό ἐξαιρετικά σοβαρό θέμα τῆς ἐνδεχόμενης διαφωνίας τῶν μειοψηφούντων ἐπισκόπων σέ δογματικά θέματα. Ἐπιβάλλεται, ὡς ἀνώτατο συνοδικό σῶμα, νά ἐπιληφθεῖ αὐτοῦ τοῦ θέματος ἄμεσα, γιατί διαφορετικά ὑπάρχει ὁρατός ὁ κίνδυνος τοῦ Σχίσματος στήν Ἐκκλησία, τήν στιγμή ἀκριβῶς, πού ἡ Μεγάλη αὐτή Σύνοδος φιλοδοξεῖ νά ἐπαναβεβαιώσει τήν ὁρατή ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας.