*της Μαρίας Πετροπούλου

Μελετώντας αυτές τις μέρες το αντικρουόμενο περιεχόμενο άρθρων και σχολίων σχετικά με την Τράπεζα θεμάτων και την κατάργησή της, θέλησα να αποτυπώσω εδώ την προσωπική μου άποψη.

Παρόλο που συμπεριλαμβάνεται και ένα από τα άρθρα μου: «Φωτογραφίζοντας τις ιδιωτικές μας στιγμές», θα προσπαθήσω να είμαι όσο πιο δίκαιη και αντικειμενική μπορώ.

Καταρχάς δεν είμαι θιασώτρια της τακτικής να αναθέτουμε πλήθος εργασιών και μεγάλο όγκο ύλης στους μαθητές, προκειμένου να κατανοήσουν βασικές έννοιες και να αντιληφθούν τον κόσμο. Αντιθέτως, καταδικάζω αυτήν την τακτική, γιατί αποδυναμώνει την κρίση αλλά και τη διάθεση του μαθητή για μάθηση.

Επίσης, και πέρυσι αλλά και φέτος εισέπραξα, από το σύνολο των μαθητών, μια γενικότερη δυσαρέσκεια ή ακόμη και φόβο στην ιδέα της εφαρμογής της. Και για αυτόν τον λόγο κυρίως θεωρώ πως ως ευσυνείδητοι και υπεύθυνοι καθηγητές οφείλουμε να αφουγκραζόμαστε τα «θέλω», τις ανάγκες και τις βαθύτερες επιθυμίες των μαθητών μας και να μην κωφεύουμε σε αυτές.

Η Τράπεζα θεμάτων θα προκαλούσε φοβερό άγχος και εκνευρισμό στους μαθητές, εφόσον πολλαπλασίαζε τον όγκο της ύλης σε όλα τα μαθήματα. Ανάλογο άγχος προκάλεσε και στους περισσότερους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι καλούνταν να εντατικοποιήσουν τους ρυθμούς της διδακτικής πράξης, επιδιδόμενοι σε ένα ασθματικό κυνήγι των συγκεκριμένων θεμάτων, χάνοντας εν τέλει την ουσία. Όμως, το πρόβλημα, δεν είναι ποσοτικό αλλά πρωτίστως ποιοτικό.

Τέλος, θεωρώ πως μια άλλη παράμετρος πολύ σημαντική, είναι πως θα αφαιρούσε από τον εκπαιδευτικό τη δυνατότητα της προσωπικής σφραγίδας και του εξατομικευμένου τρόπου διδασκαλίας, καθώς και το δικαίωμα της ελευθερίας στη διδακτική πράξη μέσα από την ελεύθερη επιλογή θεματικού υλικού. Γεγονός που θα οδηγούσε σε μια εξομοίωση της διδακτικής πράξης και των φορέων αυτής, μια μηχανιστική τυποποίηση στο πλαίσιο μιας ανελεύθερης διαδικασίας, όπου η αυτενέργεια και η πρωτοβουλία εκπαιδευτικού αλλά και μαθητή θα έπεφτε στο κενό.

Έτσι, θα ενισχυόταν η στείρα αποστήθιση και όχι η βαθύτερη και ουσιαστικότερη εμπέδωση της ύλης, ούτε η κριτική ικανότητα του μαθητή. Θα ήταν λοιπόν προτιμότερο, όπως και προτάθηκε, να λειτουργήσει ως μια ανεξάρτητη πηγή άντλησης θεμάτων, που θα έγκειται στην προσωπική και ελεύθερη επιλογή υλικού από την πλευρά εκπαιδευτικού και μαθητή όποτε εκείνοι το θελήσουν

Και ας μην ξεχνάμε άλλωστε τα λόγια του Τζων Ντιουι: «η μηχανική ομοιομορφία των σπουδών και μεθόδων δημιουργεί ένα είδος ομοιόμορφης ακινησίας κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η ομοιομορφία των σπουδών, ενώ πίσω απ’ αυτήν την εξαναγκαστική ομοιομορφία, οι προσωπικές τάσεις διοχετεύονται σε ανορθόδοξους και λίγο πολύ απαγορευμένους δρόμους».

Μαρία Δ. Πετροπούλου: Φιλόλογος, συγγραφέας στις εκδ. Ζητη