Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) έκρινε πως δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτή, πέραν του σχολικού έτους 2018 – 2019, η μη εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3848/2010 για διορισμό και πρόσληψη εκπαιδευτικών καιη περαιτέρω εφαρμογή μεταβατικών ή προσωρινών διατάξεων.

Τα παραπάνω αναφέρονται στην Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής που δημοσιεύθηκε σήμερα.

Επιχειρηματολογώντας δε το ΣτΕ, αναφέρει επιπλέον πως:

“…η πέραν του ανώτατου αυτού ορίου μη εφαρμογή των παγίων διατάξεων του νόμου για τη στελέχωση της δημόσιας εκπαίδευσης με μόνιμους και αναπληρωτές εκπαιδευτικούς θα αποτελούσε πρόδηλη προσβολή της αρχής του κράτους δικαίου και θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση μ ε την αρχή της στελέχωσης των δη μ οσίων υπηρεσιών με μόνιμους υπαλλήλους , καθώς και με τη συνταγματική απαγόρευση της κατάχρησης σχέσεων ορισμένου χρόνου για την κάλυψη παγίων αναγκών” ( ΣτΕ 1882/2017 επτα μ., σκέψ . 12).

Το Υπουργείο βεβαίως αυτή τη στιγμή έφερε για ψήφιση νέο νόμο για το σύστημα διορισμών, που θ αντικαταστήσει τον 3848/2010.

Βασίλης Βούγιας

Έκθεση επί του Νομοσχεδίου της επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής( το απόσπασμα για το νέο σύστημα διορισμού)

Με το Κεφάλαιο Ε΄ του Μέρους Γ΄ (άρθρα 53 έως 69) εισάγεται νέο σύστηµα για τον διορισµό και την πρόσληψη εκπαιδευτικών και Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού και Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού της πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης, διά επιλογής, υπό τον έλεγχο του Ανώτατου Συµβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), µε σειρά προτεραιότητας βάσει πινάκων κατάταξης (άρθρα 53 έως 67).

2. Επί των άρθρων 53 έως 67 Με τις διατάξεις των εν λόγω άρθρων εισάγεται νέο σύστηµα για τον διορισµό και την πρόσληψη εκπαιδευτικών της πρωτοβάθµιας και της δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης, και µελών του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού και του Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού. Η επιλογή διενεργείται µε σειρά προτεραιότητας βάσει πινάκων κατάταξης, υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ.

Επισηµαίνονται συναφώς τα εξής:

Διά του ν. 3848/2010 «Αναβάθµιση του ρόλου του εκπαιδευτικού – καθιέρωση κανόνων αξιολόγησης και αξιοκρατίας στην εκπαίδευση και λοιπές διατάξεις» εισήχθη, ως αποκλειστική διαδικασία πλήρωσης των κενών θέσεων εκπαιδευτικών, διαγωνισµός που προκηρύσσει και διενεργεί κάθε τρία χρόνια το ΑΣΕΠ µε προϋπόθεση επιτυχίας, τη συγκέντρωση βαθµολογικής βάσης (άρθρα 1 και 2). Η σειρά κατάταξης προσδιορίζεται από τις µονάδες του διαγωνισµού, ακαδηµαϊκά κριτήρια, την τυχόν πραγµατική προϋπηρεσία των υποψηφίων και από κοινωνικά κριτήρια.
Με το άρθρο 9 παρ. 1 του εν λόγω νόµου θεσπίσθηκε µεταβατική ρύθµιση διά της οποίας «Κατά την περίοδο έως και το σχολικό έτος 2011-2012 οι διορισµοί µόνιµων εκπαιδευτικών στην πρωτοβάθµια και τη δευτεροβάθµια εκπαίδευση γίνονται σε ποσοστό 60% από τους ισχύοντες πίνακες διοριστέων εκπαιδευτικών του Α.Σ.Ε.Π. και σε ποσοστό 40% από τους κατά την παράγραφο 2 ενιαίους πίνακες προσωρινών αναπληρωτών εκπαιδευτικών µε πραγµατική Προϋπηρεσία. Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευµάτων, που δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, µπορεί να παρατείνεται η µεταβατική περίοδος του προηγούµενου εδαφίου έως τη διενέργεια του πρώτου διαγωνισµού του Α.Σ.Ε.Π. κατά τις διατάξεις του παρόντος νόµου». Πράγµατι, διά διαδοχικών Υπουργικών Αποφάσεων όπως και διά νοµοθετικών διατάξεων, η ως άνω µεταβατική ρύθµιση έτυχε διαδοχικών παρατάσεων.

Όπως έχει κριθεί συναφώς (βλ. ΣτΕ 1882/2017 επταµ.), «ο νοµοθέτης έχει την ευχέρεια να θεσπίζει µεταβατικές διατάξεις, εφόσον κατά την κρίση του αυτό επιβάλλεται για την οµαλή µετάβαση στην εφαρµογή νέου καθεστώτος, ιδίως µάλιστα όταν επέρχεται µεταβολή των ρυθµίσεων που αφορούν την οργάνωση των δηµοσίων υπηρεσιών, στην οποία εντάσσεται και ο τρόπος στελέχωσής τους. Το µεταβατικό όµως καθεστώς δεν είναι συνταγµατικώς επιτρεπτό να υπερβαίνει σε διάρκεια ένα εύλογο χρονικό όριο, το οποίο παρίσταται αναγκαίο για την ανωτέρω µετάβαση. Και τούτο, διότι η υπέρβαση αυτή αναιρεί τη βασική ρύθµιση του νόµου και αποδοµεί την εµπιστοσύνη και τον σεβασµό των πολιτών στην έννοµη τάξη, οδηγώντας σε καταστάσεις ασύµβατες µε την αρχή του κράτους δικαίου. Η εν λόγω αρχή, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγµατος (…) επιβάλλει τη ρύθµιση των εννόµων σχέσεων κατά τρόπο σαφή και προβλέψιµο, αποκλείοντας τον παραµερισµό των πάγιων ρυθµίσεων του νόµου µε τη θέσπιση και εφαρµογή µεταβατικών ή προσωρινών ρυθµίσεων, δηλαδή ρυθµίσεων εξαιρετικού χαρακτήρα, επί µακρό και απροσδιόριστο χρονικό διάστηµα (πρβλ. ΣτΕ Ολοµ. 3578/2010, Ολοµ. 1569/2005)» (ΣτΕ 1882/2017 επταµ.).
Ως προς την εφαρµογή του ως άνω µεταβατικού συστήµατος πρόσληψης εκπαιδευτικών έως και το σχολικό έτος 2015-2016, σηµειώνεται το Συµβούλιο της Επικρατείας την έκρινε «συνταγµατικώς ανεκτή, εφόσον συνέτρεχαν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) Η λειτουργία του µεταβατικού αυτού συστήµατος θα περιοριζόταν σε ένα εύλογο χρονικό διάστηµα έως την εφαρµογή του πάγιου συστήµατος, η προϋπόθεση δε αυτή συνέτρεχε κατά τον ανωτέρω χρόνο, δεδοµένου ότι καθ` όλη τη διάρκεια εφαρµογής των µεταβατικών ρυθµίσεων είχαν θεσπισθεί σηµαντικότατοι περιορισµοί στους διορισµούς µόνιµου προσωπικού του Δηµοσίου.

β) Το µεταβατικό αυτό σύστηµα στηριζόταν σε προκαθορισµένα και αντικειµενικά κριτήρια επιλογής των προσλαµβανοµένων, δηλαδή στα κριτήρια της προϋπηρεσίας και της βαθµολογίας πάνω από τη βάση σε διαγωνισµούς του Α.Σ.Ε.Π., τα οποία συνάδουν προς τις συνταγµατικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας.

γ) Η εφαρµογή του µεταβατικού συστήµατος δεν αφορούσε διορισµούς µονίµων εκπαιδευτικών, αλλά προσλήψεις προσωπικού µε σχέσεις ορισµένου χρόνου, οι οποίες ήταν απολύτως αναγκαίες για λόγους δηµοσίου συµφέροντος επείγοντος χαρακτήρα, προκειµένου να διασφαλισθεί η λειτουργία των σχολικών µονάδων µε την άµεση κάλυψη των σχετικών κενών» (ΣτΕ 4303/2015 επταµ.). Κρίθηκε, ωστόσο, ότι «η µη εφαρµογή των παγίων ρυθµίσεων των άρθρων 1, 2, 3 και 5 του ν. 3848/2010 και η περαιτέρω εφαρµογή µεταβατικών ή προσωρινών διατάξεων δεν είναι συνταγµατικώς επιτρεπτή πέραν του σχολικού έτους 2018 – 2019, ως απώτατου προβλέψιµου ορίου εφαρµογής των ως άνω ρυθµίσεων. Και τούτο, διότι η πέραν του ανώτατου αυτού ορίου µη εφαρµογή των παγίων διατάξεων του νόµου για τη στελέχωση της δηµόσιας εκπαίδευσης µε µόνιµους και αναπληρωτές εκπαιδευτικούς θα αποτελούσε πρόδηλη προσβολή της αρχής του κράτους δικαίου και θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση µε την αρχή της στελέχωσης των δηµοσίων υπηρεσιών µε µόνιµους υπαλλήλους, καθώς και µε τη συνταγµατική απαγόρευση της κατάχρησης σχέσεων ορισµένου χρόνου για την κάλυψη παγίων αναγκών» (ΣτΕ 1882/2017 επταµ., σκέψ. 12).