Μουμίν Χακάν*

Αντωνίου Φανή**

Μία από τις βασικές επιδιώξεις της σύγχρονης εκπαίδευσης είναι η πολύπλευρη ανάπτυξη του μαθητή ως ολότητα και η ενίσχυση της διαδικασίας ανακάλυψης και διαμόρφωσης του εαυτού του. Η εκπαίδευση οφείλει αφενός να βοηθάει κάθε άτομο να επιλέξει ένα επάγγελμα που του ταιριάζει, αλλά και αφετέρου να ωθεί το μαθητή στο μέγιστο βαθμό της πνευματικής εξέλιξής του. Σκοπός βέβαια της εκπαίδευσης είναι και να δημιουργήσει άτομα ωφέλιμα στην κοινωνία ή όπως συνήθως λέγεται «σωστούς πολίτες». Με αυτό το σκεπτικό η εκπαίδευση δημιουργεί ένα ικανό ανθρώπινο δυναμικό και στοχεύει στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας με ευημερία. Δυστυχώς σήμερα η πραγματικότητα στη Θράκη για τα παιδιά της μειονότητας, τα οποία έχουν διαφορετική γλώσσα και κουλτούρα, απέχει πολύ από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω. Εδώ και χρόνια οι κυβερνήσεις εφαρμόζουνε μια ειδική εκπαιδευτική πολιτική, η οποία επηρέασε βαθιά τα παιδιά της μειονότητας και έχει επιδράσει αρνητικά στην ανάπτυξη της περιοχής.

Το δικαίωμα στην εκπαίδευση είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε παιδιού είτε αυτό προέρχεται από τη μειονότητα είτε από την πλειονότητα. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να καταπατούμε το δικαίωμα αυτό. Ούτε βεβαίως είναι σωστό να κάνουνε κάποιοι πολιτική «πατώντας» πάνω στους μειονοτικούς μαθητές…Σήμερα η εκπαίδευση εξελίσσεται ταχύτατα, όμως αυτό δεν αντανακλά στα προγράμματα σπουδών της Μειονοτικής Εκπαίδευσης, η οποία μέρα με τη μέρα γίνεται πιο προβληματική. Αντί δηλαδή να βρεθούν λύσεις στα υπάρχοντα προβλήματα, τα τελευταία πολλαπλασιάζονται.

Σύμφωνα με τις σύγχρονες εκπαιδευτικές αντιλήψεις η εκπαίδευση ενός παιδιού αρχίζει από το νηπιαγωγείο. Θα ήταν επομένως καλό η μειονοτική εκπαίδευση να αρχίζει κι αυτή από το νηπιαγωγείο (η φοίτηση στο νηπιαγωγείο είναι υποχρεωτική από το 2007). Δημιουργώντας δίγλωσσα (τουρκικά- ελληνικά) κρατικά νηπιαγωγεία μπορεί να λυθεί άμεσα και οριστικά το πρόβλημα αυτό. Πρέπει να τονίσουμε ότι κυρίως για παιδαγωγικούς και ψυχολογικούς λόγους, η χρήση της μητρικής γλώσσας στο νηπιαγωγείο είναι ορθή και ενδεδειγμένη. Ας μην ξεχνάμε ότι το νηπιαγωγείο είναι βασικά κοινωνικοποιητικός θεσμός και επειδή αποτελεί την πρώτη επαφή των παιδιών με το σχολείο έχει μεγάλη σημασία να είναι χώρος οικείος και φιλικός ώστε τα παιδιά να αγαπήσουν το σχολείο. Άρα η διγλωσσία στο νηπιαγωγείο μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στην ομαλότερη ένταξη των παιδιών στο σχολικό περιβάλλον, καθώς τους δημιουργεί το αίσθημα της οικειότητας και της ασφάλειας.

Όσον αφορά την κατάσταση στα μειονοτικά δημοτικά και εκεί απαιτείται αναβάθμιση και εκσυγχρονισμός του προγράμματος διδασκαλίας (ελληνόφωνο και τουρκόφωνο πρόγραμμα). Θα μπορούσε για παράδειγμα να πραγματοποιείται κάθε χρόνο επιμόρφωση των εκπαιδευτικών του ελληνόφωνου προγράμματος για τις δομικές διαφορές ελληνικής και τουρκικής γλώσσας. Αντίστοιχα θα μπορούσε να καθιερωθεί ετήσια επιμόρφωση των εκπαιδευτικών του τουρκόφωνου προγράμματος και σεμινάρια για τη χρήση και διδασκαλία των βιβλίων. Απαραίτητη επίσης είναι η επικαιροποίηση βιβλίων και εκπαιδευτικών υλικών και στα δύο προγράμματα. Απαιτείται εν ολίγοις άλλου τύπου διδασκαλία από τη σημερινή, με ουσιαστική συνεργασία των δύο προγραμμάτων, τουρκόφωνου και ελληνόφωνου. Επειδή αναμφίβολα σε τέτοιες ιδιαίτερα απαιτητικές συνθήκες διδασκαλίας κρίσιμο ρόλο παίζει ο εκπαιδευτικός, θα μπορούσε η ελληνική πολιτεία να δώσει κίνητρα στους εκπαιδευτικούς – και δεν εννοούμε χρηματικά- για μακρόχρονη παραμονή στα μειονοτικά σχολεία. Θα μπορούσε επίσης να δοθεί μοριοδότηση σε εκπαιδευτικούς με μεταπτυχιακά στη διαπολιτισμική εκπαίδευση ή/και γνώση της τουρκικής γλώσσας. Όσα αναφέρθηκαν παραπάνω θα πρέπει φυσικά να ισχύσουν και για τα μειονοτικά γυμνάσια και λύκεια.

Όσον αφορά την πλειοψηφία των δασκάλων του τουρκόφωνου προγράμματος στα μειονοτικά δημοτικά μέχρι σήμερα ήτανε απόφοιτοι της ΕΠΑΘ (Ειδική Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης). Στην ΕΠΑΘ φοιτούσαν κυρίως απόφοιτοι των ιεροσπουδαστηρίων και η κύρια γλώσσα φοίτησης ήταν τα ελληνικά. Για χρόνια οι γονείς της μειονότητας διατύπωναν τα παράπονά τους για το επίπεδο των δασκάλων και διεκδικούσαν την κατάργησή της ΕΠΑΘ, η οποία καταργήθηκε τελικά πριν ενάμισι χρόνο περίπου. Στη θέση της σχεδιάστηκε να ανοίξει τομέας μειονοτικής (τουρκικής) εκπαίδευσης μέσα στο Παιδαγωγικό τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, στον οποίο θα εισάγονται 20 μειονοτικοί φοιτητές το χρόνο. Πέρυσι το σύστημα αυτό λειτούργησε με θετικά αποτελέσματα. Φέτος για λόγους που παραμένουν αδιευκρίνιστοι, μπήκε στο τμήμα μόνο ένας μειονοτικός φοιτητής! Είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς ότι το γεγονός αυτό, κλονίζει την εμπιστοσύνη των μειονοτικών συμπολιτών μας οι οποίοι θα νομίσουν ότι η κατάργηση της ΕΠΑΘ και η υπόσχεση για ένα πανεπιστημιακό τμήμα στη θέση της ήταν απλά ένα κόλπο της ελληνικής πολιτείας…

Εύκολα λοιπόν συμπεραίνει κανείς ότι το θέμα της μειονοτικής εκπαίδευσης είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο (ας μην ξεχνάμε την εμπλοκή του Υπουργείου Εξωτερικών) και απαιτεί προσεκτικούς αλλά άμεσους και αποτελεσματικούς χειρισμούς και όχι βαρύγδουπες δηλώσεις εντυπωσιασμού ή εύκολους καταδικασμούς- αφορισμούς. Στόχος κάθε προσπάθειας εντοπισμού των αδύναμων σημείων, αλλά και της αναβάθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος των παιδιών της μειονότητας θα πρέπει να είναι η απογκετοποίηση των μειονοτικών μαθητών και η ομαλή ένταξή τους τόσο στο σχολικό αλλά και στο κοινωνικό περιβάλλον. Αντί λοιπόν να συντηρείται μια «μειονεκτική» μειονοτική εκπαίδευση ας προχωρήσει το ελληνικό κράτος στη δημιουργία ενός πραγματικά διαπολιτισμικού μοντέλου εκπαίδευσης, όπου η μητρική γλώσσα και η κουλτούρα του κάθε μαθητή αντιμετωπίζονται με σεβασμό και όχι ως κάτι διαφορετικό άρα ξένο. Ας υιοθετήσει η χώρα μας πολιτικές και στρατηγικές αλληλοσεβασμού και ενσωμάτωσης, βοηθώντας έτσι τόσο στην πρόοδο των παιδιών της μειονότητας όσο και στην ανάπτυξη και πρόοδο της τοπικής κοινωνίας.

avgi.gr

Ημερομηνία δημοσίευσης: 13/01/2013