Οι προγραφές στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, με προφανή συνέπεια τη μέχρις εξαφανίσεως συρρίκνωση της Τεχνικής Εκπαίδευσης, προς όφελος ιδιωτικών συμφερόντων, κάνουν την όποια αναφορά στο καθεστώς της διδασκαλίας της δεύτερης ξένης γλώσσας (Γερμανικής, Γαλλικής, Ισπανικής και Ιταλικής) να μοιάζει περιττή, άκαιρη και ελαφρώς συντεχνιακή.

Εκτός εάν υπενθυμίσουμε ότι το γνωστικό αντικείμενο της διδακτικής των ξένων γλωσσών είναι το μόνο που καλλιεργεί τη διαθεματικότητα, συνδέει δηλαδή τις πολλαπλές γνώσεις που αποκτώνται σε άλλα μαθήματα. Γιατί το μάθημα της ξένης γλώσσας, στο Δημόσιο Σχολείο, απαλλαγμένο από τον επιβεβλημένο εγκιβωτισμό των απαιτούμενων από τις εξετάσεις γλωσσομάθειας γνώσεων, λειτουργεί ως ευρύ πεδίο εισαγωγής σ’ έναν άλλον ευρωπαϊκό πολιτισμό και διαπερνά δημιουργικά τα ασφυκτικά πλαίσια των βιομηχανικά πεποιημένων μεθόδων εκμάθησης ξένων γλωσσών για τα σχολεία.

Από τις απλές επικοινωνιακές πράξεις μέχρι τις πιο σύνθετες προσεγγίσεις νοοτροπιών και επιστημονικών επιτευγμάτων, η διδασκαλία της δεύτερης ξένης γλώσσας διασώζει κάτι, στο μέτρο του δυνατού, από τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα των εγκύκλιων σπουδών, όχι μόνο λόγω συσσώρευσης ερεθισμάτων, που διακινούν την περιέργεια των μαθητών, από την πρωτοβάθμια μέχρι το λύκειο, αλλά κυρίως γιατί δίνει πολλαπλών σημασιών απαντήσεις στη διόλου εύκολο να απαντηθεί σήμερα ερώτηση, που αναδύεται βασανιστικά από το μακρό παρελθόν: «γιατί μαθαίνω γράμματα;». Η, εν πολλοίς αμφισβητούμενη, αναγκαιότητα της διδασκαλίας της δεύτερης ξένης γλώσσας διατηρεί ζωντανό το ενδιαφέρον για τις σπουδές, τη μελέτη, την καλλιέργεια της ανοχής, της δεκτικότητας και δένει τους μαθητές με τη μεγάλη παράδοση του Διαφωτισμού, ανιχνεύσιμη πια μετά πολλών εμποδίων στα περιθώρια που αφήνει το ασφυκτικό Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών. Σε ποια μαθήματα μπορεί να υπάρξει χρόνος να αναλυθεί ο πρόλογος του Β. Ουγκό στους «Αθλίους» ή να υπάρξει εμπεριστατωμένη αναφορά στον Γερμανικό Ρομαντισμό;

Παραδείγματα στοιχειώδη, δεοντολογικά σαφή σε κάθε συμμετέχοντα στην ενδοσχολική ζωή, που, όμως, παραμένουν θολά και απρόσιτα για το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Αθηνών, το οποίο, εν μέσω θέρους, αυτό που βρήκε να πει μέσα στον γενικό ορυμαγδό ήταν ότι το μάθημα της Ιστορίας μόνον οι Φιλόλογοι (ΠΕ02) μπορούν να το διδάξουν, λες και οι διδάσκοντες ξένες γλώσσες μόνο Φιλόλογοι δεν είναι.

Στο ποικιλόφωνο παράπονο εκ μέρους των γονέων για την αδυναμία των oλιγόωρων εβδομαδιαίως ξενόγλωσσων μαθημάτων να οδηγήσουν τους μαθητές στην κατάκτηση κάποιου πιστοποιητικού γλωσσομάθειας, έρχεται τώρα να προστεθεί η αμφισβήτηση της διδακτικής επάρκειας των καθηγητών ξένων γλωσσών να εμψυχώσουν εκπαιδευτικό υλικό που αφορά το μάθημα της Ιστορίας, καθώς ως κύρια αιτία της υποβάθμισης του μαθήματος της Ιστορίας θεωρείται η διδασκαλία της από τις εκτός ΠΕ02 ειδικότητες.

Eίναι τουλάχιστον πικρό όταν Τμήμα της Φιλοσοφικής Αθηνών, στην κατακλυσμιαία εποχή που διανύουμε, θέτει ως προτεραιότητά του να παρέμβει όχι για να διεκδικήσει ρόλο στη διάσωση του σχολείου, αλλά επιλέγει να προκαλέσει νέους διχασμούς και υποτιμήσεις μεταξύ συναδέλφων που θα πρέπει να συνεργαστούν για να λειτουργήσει ένας από τους λίγους θεσμούς που εγγυώνται την επόμενη μέρα στους μαθητές τους.

Κι είναι ακριβώς η πλευρά των μαθητών που θέτει τα πραγματικά προβλήματα σχετικά με το τι διδάσκεται και με ποιον τρόπο. Στα μαθήματα ξένων γλωσσών τίποτα δεν είναι αυτονόητο, ούτε καν η πειθαρχία των μαθητών, όλα εξαρτώνται από την παρουσία του δασκάλου και από τη μέθοδο που ακολουθεί. Σε κάθε μάθημα ο κόσμος στήνεται από την αρχή, έτσι ώστε να γίνεται σαφές ότι η ξένη γλώσσα φέρνει μιαν άλλη αφήγηση του κόσμου μέσα στην τάξη, το μάθημα εικονογραφεί την αδιάκοπη σχέση ανάμεσα στη συγχρονία και τη διαχρονία, ανάμεσα στο τότε και το τώρα, και όλα αυτά με στόχο την αφήγηση σε έναν άλλο γλωσσικό κώδικα. Σύνθετα ζητήματα όλα αυτά κι έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα του σχολείου, τους στόχους του, τη σχέση του δάσκαλου με τους μαθητές του.

Σήμερα, με τις αλλεπάλληλες συγχωνεύσεις σχολείων, την απώλεια των οργανικών θέσεων, τη διαθεσιμότητα και μετακίνηση πολλών συναδέλφων τους, οι καθηγητές, δέσμιοι ενός Αναλυτικού Προγράμματος που δημιουργήθηκε μέσα σε συμβιβασμούς εξασφάλισης διδακτικών ωρών για όλες τις ειδικότητες, θα κληθούν να θέσουν σε λειτουργία ένα σχολείο που θα μοιάζει με τοπίο μάχης σε καθεστώς πολιορκίας, με πρωταρχική τους έγνοια τη διάσωση των μαθητών τους. Σε μια τέτοια στιγμή οι όποιες διχαστικές παρεμβάσεις υπακούουν σε άλλες προτεραιότητες.

* Η Ρ. Σταύρου είναι εκπαιδευτικός