Το σύστημα διορισμών ή ο μεγάλος αριθμός των αδιόριστων εκπαιδευτικών είναι το κύριο πρόβλημα, και ποιο από τα δύο επηρεάζει το άλλο; Και ενώ είναι κοινά αντιληπτό ότι η διογκωμένη αδιοριστία είναι η πηγή του σχετικού προβλήματος και ότι δεν υπάρχει κανένα λυτρωτικό σύστημα στον τρόπο διορισμού, η μάχη γίνεται γύρω από το τεχνικό ζήτημα και το οποίο σε κάθε περίπτωση αφορά τους διορισμούς των πρώτων χιλιάδων των αναπληρωτών και αδιόριστων εκπαιδευτικών αφήνοντας έξω από τη σχετική συζήτηση τις δεκάδες χιλιάδες που ακολουθούν…

 

 

Του Νίκου Τσούλια

Υπάρχει βέβαια αιτιολογία που οφείλεται στο άγχος και στο σχεδιασμό ζωής δεκάδων χιλιάδων εκπαιδευτικών αλλά και στην έλλειψη διορισμών επί μια δεκαετία, που διόγκωσε το σχετικό πρόβλημα. Ποια είναι όμως τα αγκάθια στο πρόβλημα των διορισμών των εκπαιδευτικών;
Ο αριθμός των αναπληρωτών και αδιόριστων εκπαιδευτικών δεν είναι διαχειρίσιμος. Τα μνημονιακά μέτρα – με πρώτο το ζήτημα του συνταξιοδοτικού και στα οποία δεν γίνεται καμιά αναφορά ούτε από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. που κατά τα άλλα πανηγυρίζει (!) μόνος αυτός με τους ΑΝ.ΕΛ. για το τέλος των μνημονίων – είναι όλα υπαρκτά και θα απαιτηθεί αγώνας για να αρθούν. Η ορατή πλέον και στην εκπαίδευση επιρροή του δημογραφικού προβλήματος θα παίξει σημαντικό ρόλο στα επόμενα αρκετά χρόνια. Αυτές οι δύο συνθήκες δεν επιτρέπουν αισιοδοξία.

Και δεν νομίζω ότι προσφέρουν τίποτα ουσιαστικό οι μεγαλόσχημες κορώνες περί διορισμού όλων όσων έχουν εργαστεί μέχρι τώρα στο σχολείο δηλαδή για πάνω από 100.000 εκπαιδευτικούς. Αντίθετα προκαλούν υπερβολικές προσδοκίες χωρίς αντίκρισμα και επιτείνουν το όλο πρόβλημα…
Θεωρώ ότι η μέχρι προ της κρίσης περίοδος – κατά την οποία όλες οι σχολές που δημιουργούν εκπαιδευτικούς και οι οποίοι στη συνέχεια είχαν όλοι προοπτική του διορισμού στα σχολεία -, έχει λήξει για το ορατό μέλλον της εκπαίδευσης. Ως εκ τούτου, οι πτυχιούχοι των σχετικών σχολών θα πρέπει να αναζητήσουν και άλλες εναλλακτικές λύσεις. Για άλλους πτυχιούχους (π.χ. του Πολυτεχνείου…) είναι σχετικά πιο εύκολα και για άλλους (π.χ. των κοινωνικών επιστημών ή της Θεολογίας) είναι πιο δύσκολη.

 

Γνώμη μου είναι ότι τα όποια μεταπτυχιακά αναπτύσσονται δεν μπορούν να είναι μονομερώς προσανατολισμένα προς το χώρο της εκπαίδευσης αλλά πρέπει να στραφούν και προς άλλες επαγγελματικές κατευθύνσεις.

Ποιο είναι το μίγμα των κριτηρίων του συστήματος διορισμού; Εδώ έχουν τεθεί – πέραν του πτυχίου – η προϋπηρεσία, τα κοινωνικά κριτήρια και τα ακαδημαϊκά προσόντα. Επ’ αυτού, οι ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών αποκλείουν τα ακαδημαϊκά προσόντα. Είναι ωστόσο δύσκολο να παρακαμφθούν για το λόγο ότι έχει ήδη αναπτυχθεί η πρακτική τους, έχουν δημιουργηθεί συμφέροντα και παράλληλα προστίθεται η λογική ότι αυτά θα ωφελήσουν την εκπαίδευση και το σχολείο. Ο αντίλογος εδώ είναι ισχυρός. Ένας αναπληρωτής χρειάζεται χρήματα για την απόκτηση μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου – που δεν τα βρίσκει προφανώς εύκολα – και επιλέγει να κάνει προϋπηρεσία για να βρεθεί σε όσο το δυνατόν καλύτερη θέση στον πίνακα της αναπλήρωσης.

Αναπτύσσεται επίσης προβληματισμός αν αυτά θα πρέπει να προσμετρώνται όχι μόνο στο διορισμό αλλά και στη μετέπειτα εξέλιξη των εκπαιδευτικών ανατρέποντας την παραδοσιακή εξέλιξη, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εκείνου της κατοχής του διδακτορικού το οποίο συνεργεί στην απόκτηση 6 βαθμολογικών κλιμακίων. Ανάλογη προβληματική παρατηρείται και στην εξέλιξη – και όχι εκείνης του διορισμού που γίνεται γενικά αποδεκτή – των εκπαιδευτικών με τα κοινωνικά κριτήρια. Πάντως, η υπερβολική και η συνεχής προσμέτρηση των πρόσθετων κριτηρίων δημιουργεί προβλήματα, αφού απομειώνει κατά πολύ τα βασικά στοιχεία διορισμού και εξέλιξης. Και έτσι ένας / μια εκπαιδευτικός που έχει μόνο το πτυχίο του / της και δεν έχει παντρευτεί «δεν έχει στον ήλιο μοίρα».

Προφανώς ο προβληματισμός μου είναι σχετικός και κατατίθεται για την ανάπτυξη σχετικού διαλόγου. Θεωρώ όμως ότι το πιο σημαντικό σημείο είναι το εξής. Η αδιοριστία των εκπαιδευτικών δεν λύνεται με κανένα σύστημα αλλά μπορεί να αντιμετωπιστεί εν μέρει και πάντως προοπτικά με την ανάπτυξη της πολιτιστικής και μορφωτικής λειτουργίας των σχολείων και με την άρση των περιοριστικών μέτρων των μνημονίων.