Γύρω απ’ αυτό το ζευγάρι μπορεί να παίζεται και ολόκληρη η ζωή μας, ανεξάρτητα από το αν το συνειδητοποιούμε ή όχι. Κάθε στιγμή της ζωής μας είναι μια διαρκής διαπάλη μεταξύ γνώσης και άγνοιας. Κάθε στιγμή της ζωής μας είναι και στιγμή γνώσης ή, πιο ορθά, στιγμή μετασχηματισμού της γνώσης και της άγνοιας, μετασχηματισμού της μεταξύ των σχέσης.


Υπάρχει μια κρατούσα άποψη που ισχυρίζεται ότι όσο περισσότερο μαθαίνουμε, τόσο περισσότερο μειώνεται η άγνοιά μας. Αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Η γνώση ναι μεν μειώνει την άγνοια σε μερικά σημεία, αλλά ταυτόχρονα την πολλαπλασιάζει σε άλλες περιοχές, στις νέες περιοχές της γνώσης. Και αυτό γιατί η νέα γνώση προσθέτει νέα ερωτήματα και νέους προβληματισμούς.

 
Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι η σχέση γνώσης και άγνοιας δεν είναι σαν μια εικόνα χωραφιού με κάποιο παρακείμενο λόγκο, όπου όσο ξεχερσώνεις το χωράφι, τόσο μεγαλώνει αυτό και μειώνεται ο λόγκος. Έχει ειπωθεί, πολύ χαρακτηριστικά, ότι η σχέση γνώσης και άγνοιας προσομοιάζει με ένα νησί, στο οποίο όσο μεγαλώνει η επιφάνεια του νησιού / της γνώσης, τόσο μεγαλώνει και η περιφέρεια του νησιού / της άγνοιας.
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η άγνοια πάντα είναι ενδιαφέρουσα, πάντα έχει την αξία της. Και ο λόγος είναι απλός, αφού από την άγνοια θα αναδυθεί η νέα γνώση, αφού από την άγνοια θα προχωρήσουμε σε νέες αντιλήψεις και δεξιότητες. Υπάρχει και μια άλλη πλευρά. Στην επιστήμη θεωρείται αυτονόητο ότι ποτέ δεν θα υπάρξει οριστική γνώση, ότι ποτέ δεν θα φτάσουμε σε μια οριστική αλήθεια. Και οι εξηγήσεις προς τούτο είναι απλές.

 
Οι γνώσεις είναι μια κοινωνική κατασκευή, επομένως εξαρτώνται από την κοινωνική και πολιτισμική εξέλιξή μας. Επιπλέον, η επιστήμη ποτέ δεν μπορεί να αποδεχτεί οριστική αλήθεια, γιατί τότε θα μετέπιπτε σε μια έννοια δόγματος. Αλλά δόγμα και επιστήμη είναι έννοιες ασύζευκτες, είναι έννοιες ασύμβατες και αντιτιθέμενες. Η ιστορία της επιστήμης, η φιλοσοφία και η κοινωνιολογία της επιστήμης αλλά και η ίδια η ζωή, όπως μπορεί να μελετηθεί μέσα από τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις μας, μάς καθοδηγούν σε μια μάλλον σχετική αντίληψη της γνώσης.

Αλλά αφού η γνώση είναι σχετική και προσωρινή – με το δεδομένο της διαρκούς αμφισβήτησής της και της αβεβαιότητάς της -, ως προς ποιο σημείο έγκειται η αξία της; Η απάντηση είναι απλή. Κάθε σώμα γνώσης ερμηνεύει – στη δεδομένη ιστορική στιγμή – με τον καλύτερο τρόπο την πραγματικότητα, φυσική και κοινωνική. Ο όποιος επακόλουθος μετασχηματισμός της – ολικά ανατρεπτικός ή εν μέρει αναθεωρητικός – έχει φοβερή αξία αφού αυτή η προσωρινής ισχύος γνώση οδηγεί και καθοδηγεί κάθε φορά τη δημιουργία τής όλο και πιο νέας γνώσης.

 
Είναι, δηλαδή, κάτι σαν μια εικόνα διαρκών αναβαθμίδων, όπου η διαρκής ανάβαση οδηγεί σε καλύτερη θέαση της πραγματικότητας. Αυτή ήταν μια πολύ καλή παρομοίωση την οποία απέδιδε ο Αϊνστάιν για την όλη εξέλιξη της γνώσης. Άλλωστε, εμείς τα φαινόμενα μελετάμε και «τα φαινόμενα είναι η όψη όσων δεν φαίνονται» (Αναξαγόρας) και το διαρκώς μεταβαλλόμενο σώμα της γνώσης δεν απομειώνει καθόλου την έννοια της γνώσης, γιατί «στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε τίποτα· γιατί είναι στο βάθος η αλήθεια» (Δημόκριτος). Η σχετικότητα της γνώσης είναι τελικά δύναμη της γνώσης, ακριβώς γιατί με αυτή τη σχετικότητα κινείται η ιστορία του ανθρώπου!

 
Σε κάθε περίπτωση, η αλλαγή της γνώσης προκύπτει και από το συνεχή μετασχηματισμό τόσο των κοινωνικών μας λειτουργιών όσο και των νοητικών μας διαλογισμών. Μπορεί κάποια ερωτήματα – τα πιο στοχαστικά και φιλοσοφικά – να έχουν διαχρονικό χαρακτήρα και να είναι αυτά που συνδέουν όλους τους ανθρώπους που πέρασαν και θα περάσουν από την επιφάνεια του ταπεινού μας πλανήτη.

 
Και είναι ερωτήματα του βαθύτερου πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης: Τι είναι ζωή, τι είναι χρόνος, τι είναι το “είναι” και το ον, ποιο είναι το νόημα της ζωής μας; Είναι ερωτήματα που έχουν πάντα την αξία τους, είναι ερωτήματα που έχουν προσωρινές και σχετικές απαντήσεις, είναι ερωτήματα που κάθε εποχή τούς δίνει το δικό της χρώμα, είναι ερωτήματα που έχουν τη ακτινοβολία τους κυρίως ως παραμένοντα εσαεί ερωτήματα. Ίσως, γιατί δεν μπορούν να συναντήσουν οριστική εκδοχή.

 
Αλλά υπάρχουν και ερωτήματα – οδηγοί που συνεργούν στο να ξεχερσώνουμε την άγνοια, που δίνουν οριστική απάντηση σε μια περιοχή της γνώσης, που ρίχνουν φως στη σκιά, που είναι σηματωροί για την προαγωγή της έρευνας. Ας αναλογιστούμε το ερώτημα – απορία του Νεύτωνα: γιατί πέφτει το μήλο προς τα κάτω; Ένα ερώτημα ακατανόητης αξίας γι’ όλους μας, αφού εκφράζει μια κοινότοπη απορία. Και όμως αυτό το ερώτημα δεν άλλαξε μόνο τον κόσμο της φυσικής εκείνης της εποχής βάζοντας τα θεμέλια του πειράματος στην παραγωγή της γνώσης – της φυσικής που βαστούσε το άρωμα του Αριστοτέλη περίπου για είκοσι αιώνες (!) -, αλλά άλλαξε και τη ματιά του ανθρώπου για τον κόσμο.

 
Η ερωτηματοθέτηση έχει ιδιαίτερη αξία στην παραγωγή της νέας γνώσης. Κάθε έρευνα δεν ξεκινά από ένα ερώτημα ή από μια υπόθεση; Κάθε νέα γνώση δεν αφορμάται από μια απορία επί κάποιου αυτονόητου ζητήματος; Η δύναμη της έρευνας κρύβεται σε μια κουλτούρα αμφισβήτησης, αμφισβήτησης αυτού που θεωρείται γνώση και που φυσικά την ασπάζεται ταυτόχρονα ως τέτοια!

 
Γνώση και άγνοια, ο πιο μόνιμος δίδυμος αστερισμός στην ιστορία μας, το πιο ταιριαστό ζευγάρι επί του πεδίου του οποίου διαμορφώνουμε τη ζωή μας και την άποψη για τη ζωή μας, επί του οποίου στοχαζόμαστε προσωπικά και συλλογικά και συγκροτούμε την κοινωνική μας εξέλιξη.
«Όπως ακριβώς βλέπουμε τη μέλισσα να κάθεται σε όλα τα φυτά και να παίρνει απ’ το καθένα ό,τι καλύτερο υπάρχει, έτσι πρέπει και αυτοί που επιθυμούν να μορφωθούν, να μην αφήνουν τίποτε χωρίς να το γνωρίσουν, από παντού όμως να επιλέγουν τα ωφέλιμα». Ισοκράτης “Προς Δημόνικον”