Φρονώ ότι η πρώτη τάξη του λυκείου είναι η τελευταία σχολική τάξη στην οποία ο μαθητής και η μαθήτρια συμμετέχουν ολοδύναμα στην εκπαιδευτική λειτουργία.

Από την επόμενη χρονιά οι μαθητές εντάσσονται στη λογική των «κατευθύνσεων», βλέπουν ουσιαστικά την τελευταία τάξη του λυκείου και μέσω αυτής την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αν και η πρώτη τάξη φαίνεται μετέωρη ανάμεσα στη «χαλαρότητα» της υποχρεωτικότητας του Γυμνασίου και στον ενταγμένο και απόλυτο στόχο της εισόδου των μαθητών στο πανεπιστήμιο, που κρίνεται στη δευτέρα και στη τρίτη τάξη του λυκείου, είναι μια κρίσιμη και καθοριστική χρονιά για συγκεκριμένους λόγους. Και να γιατί.

Πρώτον, είναι η χρονιά στην οποία ωριμάζει το παιδί με μια θαυμαστή ταχύτητα. Ανάμεσα στην αρχή και στο τέλος αυτής της τάξης ο νέος και η νέα βλέπουν να μετασχηματίζεται η όλη προσωπικότητά τους. Δεύτερον, και σχετικό με το πρώτο, η πρώτη λυκείου είναι η χρονιά που ο μαθητής αισθάνεται τον εαυτό του να μετεωρίζεται ανάμεσα στην παιδική αθωότητα και στην ορμητική εφηβεία με έντονα τα συγκρουσιακά στοιχεία σε αυτό τον μετεωρισμό. Συχνά δε εμφανίζονται εντάσεις στον ψυχολογικό τομέα με ασήμαντες αφορμές, πιο πολύ στο σπίτι παρά στο σχολείο. Τρίτον, τη χρονιά αυτή οι μαθητές καλούνται ουσιαστικά, τυπικά αυτό κρίνεται την επόμενη χρονιά, να πάρουν μια μεγάλη απόφαση, να επιλέξουν αν και τι θα σπουδάσουν. Και μάλιστα σε μια φάση της ηλικίας τους που συχνά δεν νιώθουν έτοιμοι, αλλά και δεν έχουν τα δεδομένα / εξωτερικά στοιχεία για να πάρουν μια ορθή κατ’ αρχήν απόφαση. Όλο αυτό το διεγερμένο «πεδίο» της προσωπικότητας μαθητών είναι και η μεγάλη πρόκληση του σχολείου (ουσιαστικά των εκπαιδευτικών) να μη μείνει στο γνωστό διδακτισμό, αλλά να συζητήσει το σύνολο της «παιδαγωγικής πρότασης», να αγκαλιάσει την κουλτούρα αμφισβήτησης των εφήβων, να μετασχηματίσει το άγχος και των αγωνία τους σε δύναμη θέλησης και αποφασιστικότητας, να καλλιεργήσει τα όνειρα και τις φιλοδοξίες τους αναζητώντας μαζί τους την πρόκληση και τη μαγεία της ευθύνης απέναντι στο μέλλον τους. Και όλα αυτά γίνονται υπό την «πίεση» δύο δεσμευτικών συνθηκών: δεν υπάρχουν κανόνες αλλά μόνο παιδαγωγικές αρχές και οι αρχές αυτές πρέπει μάλλον να διαφοροποιούνται ανάμεσα στους μαθητές.

Τα «πρωτάκια», τελευταία φορά θα φέρουν αυτό τον τίτλο, με την ανιχνευτική ματιά τους το πρώτο διάστημα (ως προς το τι είναι το λύκειο και το επακόλουθο βάρος της περίφημης εισαγωγής) μέχρι τις τελικές εξετάσεις της τάξης τους βιώνουν το εκπαιδευτικό σύστημα με έναν χρησιμοθηρικό και ως εκ τούτου δραματοποιημένο τρόπο: «θα με βοηθήσει τελικά το λύκειο (ουσιαστικά εδώ εμπεριέχεται το σύνολο της σχολικής διαδρομής των παιδιών) να «νομιμοποιήσω» τις γνώσεις μου με μια επαγγελματική προοπτική»; Αυτό το ερώτημα πλανάται και στη σχέση γονέων και μαθητών με μια απολυτότητα που δεν αφήνει περιθώρια για άλλες συζητήσεις, λες και το μεγάλο ποτάμι της ζωής – που κουβαλάει τόσα και τόσα … – να στενεύει τούτη εδώ την περίοδο και να αναγκάζει τα «νερά – γεγονότα» να τρέχουν πιο ορμητικά. Παρενθετικά, για μας τους εκπαιδευτικούς τα πρωτάκια είναι και μια όαση, είναι η τελευταία ευκαιρία μας για μια «παιδική» συμπεριφορά, μπορούμε να τα …πειράζουμε. Μετά «βαραίνουν». Και συνάμα είμαστε πιο προστατευτικοί σ’ αυτά, μια όμορφη νότα στην παιδαγωγική σχέση.

Θεωρώ πως τα προβλήματα είναι πολυσύνθετα, αλλά μπορούν να λυθούν. Τι απαιτείται: α) Γνώση του παιδιού και του εφήβου, γνώση της προσωπικότητάς του, των δυνατοτήτων και των αδυναμιών του, γνώση των προβλημάτων του (προφανώς και των οικογενειακών) και των φιλοδοξιών του. β) Θεωρητική προσέγγιση κυρίως μέσα από τα επιστημονικά και παιδαγωγικά ευρήματα της έρευνας και επειδή η έρευνα δεν έρχεται μόνη της προς εμάς, πρέπει να αναζητηθεί. γ) Αξιοποίηση της εμπειρίας, της προσωπικής και της εμπειρίας των άλλων συναδέλφων. Εδώ οφείλω να σημειώσω ότι η ανταλλαγή εμπειριών, ερμηνειών, απόψεων και ιδεών μεταξύ των εκπαιδευτικών είναι το καλύτερο κοίτασμα επίγνωσης των ζητημάτων του σχολείου και των μαθητών. δ) Ουσιαστικοποίηση της λειτουργίας και του ρόλου του συλλόγου διδασκόντων και των παιδαγωγικών συνεδριάσεων. Μέσα από το διάλογο, τον πλούτο των διαφορετικών προσεγγίσεων και την αντιπαράθεση των επιχειρημάτων μπορεί να αναζητηθούν οι λύσεις στα ζητήματα του σχολείου. Εδώ, στη συλλογική αφήγηση, στην ένταση του προβλήματος και στην καθημερινή σχολική πράξη αναδύεται η ομορφιά της αγωγής.