Το βιβλίο μάς μετέτρεψε τους μύθους σε αληθοφανή πραγματικότητα, η περιπέτεια πάντα μας οδηγούσε σε μια μυστική ατμόσφαιρα, σε μια έκρηξη της φαντασίας μας, που η σημερινή εικονική προσομοίωση της τεχνολογίας ούτε κατά ένα μυριοστό δεν την προσεγγίζει, τρυπώναμε και εμείς μέσα στις αποστολές, γινόμαστε κάποιοι από τους ήρωες ή προσθέταμε τον εαυτό μας στον κεντρικό ήρωα, έχοντας την ίδια ανάσα με αυτόν για να μη μας πάρει είδηση ο συγγραφέας, γιατί «γράφαμε» και εμείς την πλοκή πριν διαβάσουμε την εκδοχή του συγγραφέα, μαντεύοντάς την πότε μόνοι μας στο κρεβάτι πριν κοιμηθούμε όταν ονειρευόμαστε τους κόσμους που θα κατακτούσαμε, πότε όταν σταματούσαμε για λίγο να πάρουμε καμιά ανάσα από το κυνηγητό της μπάλας με τους φίλους μας, πότε όταν δουλεύαμε στα χωράφια και προσμέναμε το πέσιμο του ήλιου για να γλυτώσουμε από την κούραση.

 

Γι’ αυτό προστρέχαμε στα βιβλία. Τα σκεφτόμαστε διαρκώς.

Ήταν το βιβλίο εκείνα τα χρόνια που ευαγγελιζόταν τη μεγάλη έξοδο από τη φτώχεια και τους περιορισμούς του χωριού της δεκαετίας του 1960. Ήταν το βιβλίο που εμπεριείχε κρυφούς πόθους και ανομολόγητες φιλοδοξίες παιδικότητας και εφηβείας – της παιδικότητας και της εφηβείας που βαστούσαν πολύ λίγο –, που ωρίμαζε το σχέδιο για το φτερούγισμα ακόμα και πάνω από τους στόχους. Ήταν το βιβλίο που δημιουργούσε το μέλλον μας, το φωτεινό μέλλον μας. Το βιβλίο λατρεύτηκε. Το βιβλίο έγινε έμβλημα, προοίμιο και επωδός κάθε πράξης, πεζής τε και φανταστικής. Το βιβλίο έτρεφε και κουβαλούσε την επιθυμία. Η γνώση ήταν ο επίγειος παράδεισος. Αργότερα θα ζευγαρωθεί με την αγάπη και θα γίνουν οι μόνιμοι σύντροφοι της ζωής, το νόημα της ζωής. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι άλλα τα μεγάλα ζητήματα; Ποιος μπορεί να βρει άλλο πεδίο που έχει τη δύναμη να σταθεί δίπλα στην αγάπη και στη γνώση; Γι’ αυτό προστρέχαμε στα βιβλία. Τα σκεφτόμαστε διαρκώς.

Προστρέχαμε και προστρέχουμε στα βιβλία. Τα φορτώσαμε με το βάρος κάθε ανησυχίας, κάθε αγωνίας, ακόμα και το βάρος της υπαρξιακής αγωνίας. Από τώρα – τι μπορεί να σημαίνει βέβαια αυτό το «τώρα»; – σκέφτομαι ποια βιβλία θα με συνοδεύσουν στο ταξίδι των ταξιδιών. Η «Οδύσσεια» είναι η μεγάλη ναυαρχίδα, η σηματωρός. Θα πάρω μαζί μου Όμηρο, Αριστοτέλη, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Παπαδιαμάντη. Αυτοί δε συζητιούνται. Είναι ο γήινος παράδεισος. Ποιος δε θα τον κουβαλήσει μαζί του. Μόνο δέκα βιβλία θα έλθουν μαζί μου. Και γίνεται μάχη καθημερινή. Αλλάζω διαρκώς την αξιολόγηση. Στις θέσεις εφτά έως δέκα γίνεται χαμός.

 

Για το ταξίδι αυτό υπήρξαν (συχνά το σκέπτομαι και ως υπάρχουν) άνθρωποι που είχαν ένα ξεπέταγμα πάνω από κάθε σκιά του φόβου. Δεν τους ξέρω όλους. Θυμάμαι μερικούς. Ο Σωκράτης είναι το μεγάλο, το φωτεινό, το ανεπανάληπτο παράδειγμα. Είναι θείο και ιερό το πρόσωπό του. Θυμάμαι και πιο γήινους, αν και μπροστά στη μεγάλη αναχώρηση όλοι οι άνθρωποι είναι φοβερά ίσοι, ίσως να

είναι η μοναδική στιγμή της απόλυτης ισότητας και δικαιοσύνης. Ας είναι. Θυμάμαι το γερο – Παναή στο χωριό που ήθελε και ξανα – ήθελε να φτιάξει τον τάφο του μόνος του για «να μη χασομερήσει κανένα παλικάρι από τη δουλειά του». Θυμάμαι το γλυκύτατο Λεωνίδα Κύρκο που (μας) αποχαιρέτησε όλους φεύγοντας «Γεια σας φίλοι μου».

 

Προστρέχοντας με τα βιβλία κερδίζεις τη ζωή, την απαλλάσσεις από τη «σκιά», της βρίσκεις την ομορφιά, της αγγίζεις το νόημα, αρχίζεις και καταλαβαίνεις και τα σύνορα ύπαρξης και ανυπαρξίας, δεν είναι δα και τόσο σαφή, είναι όμως σύνορα! Και στα σύνορα θέλεις κάποια καταφύγια, θέλεις βιβλία…