Παράξενο το σκηνικό της διδασκαλίας…

Παράξενο είναι το όλο σκηνικό της διδασκαλίας. Και μόνο η σχέση της με το χρόνο, η ίδια η ιστορική της εξέλιξη συνιστά μια πολύ ιδιαίτερη, μια μοναδική κοινωνική λειτουργία. Η διδασκαλία είναι το πιο ουσιαστικό αλλά και το πιο διαχρονικό νήμα στην πορεία του πολιτισμού. Η διδασκαλία μπορεί να θεωρηθεί ο πιο σταθερός θεσμός στην ιστορία του ανθρώπου.

Του Νίκου Τσούλια

Αυτή η σταθερότητα του πυρήνα της διδασκαλίας αφορά και τους εκπαιδευτικούς με έναν πολύ περίεργο τρόπο. Ας σκεφτούμε λίγο μια εικόνα των σχέσεων εκπαιδευτικού και εκπαιδευομένων. Ας πάρουμε μια οριακή περίπτωση, για να γίνει πιο εμφανές το στοιχείο που θέλουμε να αναδείξουμε. Ένας εκπαιδευτικός πριν τη συνταξιοδότηση βρίσκεται σε μια μέση ηλικία των «εξήντα συν». Αυτός ο εκπαιδευτικός έχει «απέναντί του» παιδιά και εφήβους με την αντίστοιχη νεανική νοοτροπία. Πρόκειται για μια νοοτροπία περίπου ανάλογη με εκείνη που και αυτός είχε πριν από 30 και 40 χρόνια. Πρόκειται για μια μαγική εικόνα, γιατί ο εκπαιδευτικός συναντά και αντιμετωπίζει όλη εκείνη την παιδική και νεανική κουλτούρα που γι’ αυτόν είναι μεν μια μακρινή ανάμνηση, αλλά την έχει διαρκώς «προ οφθαλμών» και πρέπει να τη βιώνει με αποδοχή ή έστω με κατανόηση και με συγκατάβαση ή τελικά με ανοχή. Οφείλει δηλαδή να προσλαμβάνει τα πειράγματα, τους αστεϊσμούς, τις τόσες και τόσες αθώες ή μη «ανοησίες», την «αιρετική» φρασεολογία, τη διαρκή κινητικότητα ως απόλυτα φυσιολογικές εκδηλώσεις, παρά το γεγονός ότι τον παραπέμπουν στο δικό του απώτερο παρελθόν που δεν έχει καμιά σχέση με τη σημερινή του λειτουργία, παρά το γεγονός ότι τον «κουράζουν» και τα νιώθει όλα αυτά πολύ βαρετά. Για να κατανοηθεί η σημασία αυτής της εικόνας ίσως βοηθάει λίγο η εξής υπόθεση. Μπορεί ένας γονέας να φανταστεί τις σχέσεις του με τα παιδιά του, σχέσεις «παγωμένες» – αυτός να μεγαλώνει αλλά να έχει διαρκώς απέναντί του την παιδικότητα και την εφηβεία ως βασικό στοιχείο της ζωής του;

Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι η διδασκαλία και το εκπαιδευτικό επάγγελμα απαιτούν μια τέτοια «διαχρονική» στάση και συμπεριφορά και δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Και πρόκειται για μια απολύτως φυσική εξήγηση. Αλλά η διδασκαλία δεν είναι μια λειτουργία στην οποία ο επαγγελματίας μπορεί να είναι σε «απόσταση» από το «αντικείμενό του», γιατί πολύ απλά σ’ αυτή την εκδοχή δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στο ρόλο του. Και όχι μόνο αυτό αλλά οφείλει να είναι συναισθηματικά και ψυχικά «δεμένος» με τον κόσμο των παιδιών και των εφήβων, γιατί εξίσου απλά σε μια αντίθετη εκδοχή θα λειτουργεί ως ένα «ανθρώπινο μαγνητόφωνο» που δεν έχει καμιά σχέση με το όλο σκηνικό της διδασκαλίας, δηλαδή θα λειτουργεί «εν κενώ» ή μάλλον δεν θα λειτουργεί.

Τα ερωτήματα παραμένουν. α) Πώς μπορεί η διδασκαλία να διαπερνά την ιστορία του ανθρώπου χωρίς να συμμετέχει ουσιαστικά και ενεργά στο πανίσχυρο παιχνίδι της εξέλιξης και της διαρκούς μεταβολής; β) Πώς μπορεί η διδασκαλία να απαιτεί από τον εκπαιδευτικό να αγνοεί τη ροή της ζωής του, την ωρίμανσή του, ακόμα και την παρακμή του για να μπορεί να ανταποκριθεί στο ρόλο του;

Στο πρώτο ερώτημα, ίσως η απάντηση να μην μπορεί να δοθεί από πουθενά και ίσως να αρκεί μια απλή ερμηνεία. Γιατί αν η διδασκαλία «αγνοεί» τη ροή του χρόνου, αν τον προκαλεί με την αμεταβλητότητά της, τότε κάποια ιερότητα κρύβει μέσα της και το ανθρώπινο στοιχείο είναι απλώς μια έκφρασή της. Στο δεύτερο ερώτημα δεν υπάρχει απάντηση – απλώς υπάρχει μια μεγάλη πρόκληση προς τον εκπαιδευτικό, να αποδεχτεί τη μεγάλη του ευθύνη, με το να γευθεί τη ζωή του και την όποια εξέλιξή της μέσα από το παιχνίδι της διαρκούς νεότητας του σχολείου.

ip[
Exit mobile version