Είναι οι πιο ισχυρές σχέσεις στην ιστορία του ανθρώπου. Και αυτό οφείλεται σε πολύ συγκεκριμένους και κραταιούς λόγους. Εδώ εκφράζεται η πιο ισχυρή έκφραση αγάπης και συναισθήματος που μπορεί να παρατηρηθεί στην κοινωνία και επιτελείται η αναπαραγωγή και η προετοιμασία της αυριανής όψης της κοινωνίας. Με δεδομένο ότι τα παιδιά αποτελούν την ουσιαστική εστία της οικογένειας και ότι συναρθρώνουν το συνεκτικό ιστό του συγκεκριμένου θεσμού, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει άλλη κοινωνική δομή που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τις σχέσεις γονέων και παιδιών.

Οι σχέσεις αυτές αν και στηρίζονται και στον κόσμο της αγάπης και του συναισθήματος αφενός αλλά και στη συγκρότηση της πιο εμβληματικής μορφής του συμφέροντος αφετέρου, δεν είναι καθόλου εύκολες ούτε και ανέφελες. Βέβαια η κρατούσα αντίληψη θεωρεί ότι ο ρόλος των γονέων έναντι των παιδιών – που είναι και η βάση συγκρότησης των μεταξύ των σχέσεων – είναι μια υπόθεση που προκύπτει αβίαστα, χωρίς γνώση και αναζήτηση. Ίσως γιατί θεωρείται ότι αρκεί το αίσθημα της αγάπης για να διαμορφωθεί το όλο σκηνικό των σχέσεων. Δεν είναι όμως τα πράγματα τόσο απλά.

Οι σχέσεις γονέων και παιδιών είναι ίσως οι πιο σύνθετες και οι πιο δύσκολες σχέσεις που μπορούν να παρατηρηθούν στην κοινότητα των ανθρώπων. Γιατί είναι σχέσεις ζωής και αφορούν το όλον της λειτουργίας των και δεν επικυριαρχούνται από την ισχύ του χρήματος και του στενού συμφέροντος. Παράλληλα είναι υπό διαρκή μετασχηματισμό και η όποια αρχική ισορροπία – που στηρίζεται στην περισσή φροντίδα των γονέων προς τα παιδιά – προϊόντος του χρόνου αντιστρέφεται πλήρως.

Αλλά όσο πιο ισχυρές και πιο συναισθηματικές είναι οι εν λόγω σχέσεις τόσο περισσότερα αγκάθια κρύβουν και προκαλούν εντάσεις και ενστάσεις ποικίλων αφετηριών και κατευθύνσεων. Οι γονείς πάντα εμφανίζονται προστατευτικοί και δύσκολα αποδέχονται την απόλυτα αναγκαία σχετική αυτονομία των παιδιών τους μέσα από τους χώρους της αμφισβήτησης σε κάποια φάση της ηλικίας τους. Και όμως γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η διαμόρφωση ισχυρής και ανεξάρτητης προσωπικότητας στον κόσμο των νέων γίνεται και μέσα από κάποιου είδους συμβολικής «πατροκτονίας», όπου η αποκοπή ριζών και δεσμών είναι προϋπόθεση για το ξεπέταγμα των νεαρών βλαστών. Αν το παιδί στη φάση της εφηβείας και της νεότητας δεν αμφισβητήσει (ίσως και να απορρίψει εν μέρει τουλάχιστον) τη γονεϊκή κυριαρχία, δεν μπορεί να ανοίξει έναν δρόμο αυτονομίας.

Και όλη αυτή η οδύσσεια συντελείται σε ένα ασταθές σκηνικό, σε μια πολύ εύθραυστη ισορροπία. Μπορούν να δεχθούν οι γονείς την απομείωση του ρόλου τους στη δυναμική σχέση τους με τα παιδιά τους; Μπορούν τα παιδιά – ως έφηβοι και νέοι – να διαχειριστούν την ολοένα και αυξανόμενη ελευθερία τους με περισσή περίσκεψη και σύνεση; Μπορούν και οι δύο πλευρές να αποδέχονται μια διαρκώς μεταβαλλόμενη ισορροπία στις σχέσεις τους μέσα στην οποία θα χάνουν και θα κερδίζουν διαφορετικά προνόμια και ξεχωριστές υποχρεώσεις;

Σε κάθε φάση εξέλιξης της οικογένειας εμφανίζονται νέα χαρακτηριστικά στις σχέσεις γονέων και παιδιών και μια βαθμιαία μετεξέλιξη κατά κανόνα μπορεί και εκφράζει αυθεντικά τις νέες ισορροπίες. Όμως όταν οι ισορροπίες ανατραπούν με το πέρασμα της ισχύος από τους γονείς στα παιδιά, το όλο σκηνικό αλλάζει άρδην. Τώρα οι σχέσεις δοκιμάζονται. Η κάθε πλευρά διεκδικεί περισσότερο «έδαφος επιρροής». Η αναδιανομή του κέντρου αποφάσεων γίνεται με εντάσεις και αναστατώσεις, με κλυδωνισμούς και απογοητεύσεις. Τώρα τα παιδιά είναι αυτά που έχουν την φροντίδα των γονέων και όχι αντίστροφα.

Παλιότερα σε εποχές όπου η οικογένεια ήταν άκρως πυρηνική, περιελάμβανε και τις τρεις εν ζωή γενιές της. Όμως η οικονομική ανάπτυξη της χώρας στην προ κρίσης περίοδο και ο βαθύς πολιτισμικός μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας επέφερε την σχεδόν απότομη αποκοπή της μεγαλύτερης γενιάς από την οικογένεια. Όταν εισέρχεται στην οικογένεια η νέα γενιά και έχουμε και τα παιδιά των παιδιών, το όλο σκηνικό των σχέσεων γονέων και παιδιών – πέραν του ότι έχουν πλέον διμερή όψη – γίνεται πιο σύνθετο και η μεσαία γενιά έχει την ευθύνη και τη φροντίδα πρωτίστως για τα δικά της παιδιά και λιγότερο για τους γονείς. Οι σχέσεις τώρα γονέων και παιδιών είναι διαμεσολαβημένες από τις νεοαναδυόμενες σχέσεις νέων γονέων – μικρών παιδιών. Όταν δε προστεθεί και η έννοια της αποκατάστασης (επαγγελματικής και οικογενειακής) της ανερχόμενης γενιάς των νεότερων παιδιών, τότε το όλο σκηνικό αποκτά νέες και επείγουσες προτεραιότητες.

Σε κάθε περίπτωση η ουσία των σχέσεων γονέων και παιδιών πάντα θα επικυριαρχούνται από την αγάπη και την αμέριστη επιμέλεια των μεν προς τους δε ανάλογα με το ισοζύγιο των δυνατοτήτων και των αναγκών της κάθε πλευράς. Οι σχέσεις αυτές δεν αναπτύσσονται εν κενώ, αλλά επηρεάζονται και συνδιαμορφώνονται από το πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον. Υπάρχει πάντα διαλεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ οικογένειας και κοινωνίας και δεν μπορεί να νοηθεί καμιά σχέση του ανθρώπου χωρίς τη συλλειτουργία του και στο προσωπικό του μικροπεριβάλλον αλλά και στο ευρύτερο συγκείμενο. Ωστόσο, οι σχέσεις γονέων και παιδιών έχουν πάντα προσωπικό άρωμα και μοναδική ιδιαιτερότητα, γιατί εκφράζουν την ιδιοπροσωπεία των συγκεκριμένων κάθε φορά ανθρώπων και την ταυτότητα της κουλτούρας τους και της κοσμοθεωρίας τους.