Είναι γνωστή η ελλειμματική σχέση, που έχουμε με την αρχαία ελληνική γραμματεία. Η μόνη επαφή που έχουν οι περισσότεροι Έλληνες μαζί της είναι η σχέση που έχει αποκτηθεί από το σχολείο κάποιας αρχαίας τραγωδίας και κάποιων φιλοσοφικών κυρίως αποσπασμάτων στο αντίστοιχο μάθημα.
Του Νίκου Τσούλια
Το μόνο που προστίθεται μετά απ’ αυτή την εκπαιδευτική διεπαφή είναι οι θεατρικές παραστάσεις στην Επίδαυρο, στο Ηρώδειο κι αλλού. Υπάρχει μια κρατούσα αιτιολογία γι’ αυτή την κακή θεώρηση, ότι οι νεοέλληνες επιζητούν τη χρήσιμη γνώση, τη γνώση της εποχήςˑ αυτή που θα τους βοηθήσει είτε επαγγελματικά είτε στην καθημερινή του ζωή. Αλλά και αυτό είναι μια λανθασμένη προσέγγιση.
Υπάρχουν – κατά τη γνώμη μου – δύο βασικές ερμηνείες για αυτή την υστέρηση. Η μία έχει ιστορική αναφορά. Οφείλεται στο γλωσσικό ζήτημα, στη διαμάχη μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής, που δεν ήταν διαμάχη μόνο γλωσσική αλλά και ιδεολογική και πολιτική. Η επιβολή της καθαρεύουσας – παρά το γεγονός ότι ο λαός μιλούσε τη δημοτική – έβλαψε την ουσία και τη σπουδαιότητα της αρχαίας γραμματείας μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα, αφού επικεντρώθηκε στον τύπο (γραμματική και συντακτικό) και άφησε σε δεύτερη μοίρα ή και εντελώς απέξω το αξιακό και πολιτισμικό φορτίο των κλασικών κειμένων μας. Η αρχαιοπληξία έπληξε την ίδια την αρχαία γραμματεία μας.
Η δεύτερη ερμηνεία είναι πασίγνωστη. Ως λαός δεν διαβάζουμε! Και αυτό αφορά πρωτίστως τα πιο σπουδαία αποθησαυρίσματα της αρχαιοελληνικής σκέψης. Η σημερινή επικράτηση της με κάθε τρόπο απόκτησης πληροφορίας – και με αιχμή την επιδερμικότητα του σερφαρίσματος στο διαδίκτυο, του tik tok κλπ έναντι της βαθιάς σκέψης και του κριτικού και ορθολογικού λόγου διαμορφώνει την απίσχναση του πυρήνα του στοχασμού μας, πλήττει την πνευματική μας καλλιέργεια.
Αλλά δεν είναι χρήσιμη γνώση αυτή των επιδερμικών πληροφοριών, που και αυτές αλλάζουν πολύ εύκολα, αλλά εκείνη η γνώση που παρέχει τη δυνατότητα να σκεπτόμαστε ορθολογικά, να έχουμε κρητική σκέψη, ώστε να μπορούμε να κρίνουμε και να αξιολογούμε γεγονότα και πράγματα, να ερμηνεύουμε τον κόσμο και να μπορούμε να παίρνουμε σωστές αποφάσεις στης ζωή μας.
Και αυτό γίνεται μόνο με την καλλιέργεια της ελευθερίας του πνεύματος, με το στοχασμό, με τον ορθολογισμό. Το καθολικά αποδεκτό γεγονός ότι η αρχαία γραμματεία αποτελείται βάση – τουλάχιστον του δυτικού πολιτισμού – δεν σημαίνει ότι είναι μία σχέση απλά ιστορική. Αντίθετα, σημαίνει ότι διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τον ανθρώπινο στοχασμό ακόμα και σήμερα. Είναι ολοζώντανη και πάντα πολύ επίκαιρη.
«Ο Πλάτωνας έγραψε κάποτε ότι τα σημαντικά ερωτήματα της φιλοσοφίας είναι ουσιαστικά ελάχιστα. Το ίδιο ισχύει για τη ζωή. Από την ευτυχία στην αγάπη και στο θάνατο, από τη δικαιοσύνη στη δύναμη, στη φιλία, τα πραγματικά προβλήματα μετρούνται στα δάχτυλα – και είναι πάντοτε τα ίδια, απαράλαχτα από τη μία γενιά στην άλλη, ακόμη κι αν συχνά μας ξεγελάνε, μόνο και μόνο επειδή αλλάζουν οι λέξεις με τις οποίες τα εκφράζουμε» (Mauro Bonazzi, Mε τα μάτια των Αρχαίων Ελλήνων).
Για ποιον λόγο οι αρχαίες τραγωδίες παραμένουν πάντα επίκαιρες και αποτελούν ένα «διαχρονικό συνεχές» θεώρησης – και πάντα υπό το φως των καιρών που διάγουμε -, χωρίς να οξειδώνονται και να παλιώνουν; Είναι ισχυρά μηνύματα, βαθιά αρχέτυπα της κοινωνίας και του πολιτισμού που επικαιροποποιούνται αλλά και βαστάνε τον πυρήνα της αγωνίας και της έρευνας του ανθρώπου.