Όταν αντιλαμβανόμαστε τα πρώτα σημάδια της, νιώθουμε ότι ξαναγεννιέται ο άνθρωπος. Όταν το πρώτο σμήνος των λέξεων καταφτάνει πάντα με τον πιο απρόσμενο τρόπο και μας ξαφνιάζει, αισθανόμαστε ότι κάτι πρωτόγνωρο δημιουργείται ανεξάρτητα από το ότι ξέρουμε πολύ καλά τι είναι αυτό που εμφανίζεται.

 

Όταν μάλιστα καταφτάνουν οι πρώτες παραφθαρμένες λέξεις και τα πρώτα λανθασμένα νοήματά τους, ξέρουμε ότι θα γίνουν το φυλαχτό της ψυχής μας που μια ζωή θα το έχουμε μέσα μας για να το λέμε στο μικρό παιδί όταν μεγαλώσει αλλά και για να αντλούμε και εμείς νεότητα και φρεσκάδα πάνω από τα σημάδια του χρόνου.

Και είναι το παιχνίδι της κατάκτησης των λέξεων και των νοημάτων του μωρού το πρώτο σκίρτημα του εξανθρωπισμού του ανθρώπου, της πολιτισμικής του γέννησης, γιατί την άλλη διαδικασία της ανθρωποποίησης την έχει αναλάβει το γενετικό μας υπόστρωμα και έρχεται ως θεία δωρεά. Αλλά η γλώσσα είναι ανθρώπινη δωρεά και κατάκτηση. Θα καλλιεργείται ανεπαίσθητα αλλά και συστηματικά και πάντα θα ξαφνιαζόμαστε από την πρώτη ροή της γλώσσας και πάντα θα απορούμε πώς γίνεται και ξέρει το μωρό την «άλφα» ή τη «βήτα» λέξη και θα καμαρώνουμε ξανά και ξανά σαν να γίνεται ένα θαύμα μπροστά στα μάτια μας και δεν μπορούμε να το εξηγήσουμε.

Και είναι ανθρώπινη δωρεά η γλώσσα, γιατί αν το μωρό, το όποιο μωρό, δεν μεγαλώσει μέσα στην ανθρώπινη παρουσία και στο γλωσσικό μας περιβάλλον ποτέ μα ποτέ δεν θα κατακτήσει τη γλώσσα, ποτέ δεν θα θέσει τα θεμέλια του εξανθρωπισμού του. Αλλά το θαύμα δεν το βιώνουν μόνο ή κυρίως οι πάντα χαζολογούντες και έκθαμβοι γονείς του μωρού αλλά και το ίδιο το μωρό. Ποιος μπορεί να περιγράψει το πώς βγαίνει το αθώο πλάσμα από τα μαύρα σκοτάδια της ζωικής κατάστασής του και κατακτά ξέφωτα και ξέφωτα μέσα από της γλώσσας τις αναβαθμίδες; Ποιος μπορεί να ζωγραφίσει τον κόσμο των συναισθημάτων του μωρού που ξετυλίγεται σα βεντάλια και γίνεται το πρώτο στερέωμα της σχέσης του με τον κόσμο; Ποιος ποιητής μπορεί να ανακαλύψει και να ανασυστήσει τις τόσο έντονες και βαθιές διεργασίες που γίνονται στο πνεύμα του μωρού κάθε φορά που μια πρόταση ξεπηδά για να φανερώσει την καινούργια παρουσία του ανθρώπου και της δυνατότητάς του να αλλάξει τον κόσμο, της δυνατότητάς του να κάνει καλύτερο τον κόσμο;

Από την εν δυνάμει βιολογική παρουσία της γλώσσας μέχρι την έκφρασή της και τη δημιουργία της υπάρχει ένα ασύλληπτο κενό, μια άβυσσος στην οποία γίνεται η πραγματική γέννησή μας, εκείνη η γέννηση που τη βιώνουν πραγματικά και οι γονείς και είναι απόλυτα καταδική τους χωρίς να μεσολαβεί κάποια γενετική δομή ή κάποιοι γαμέτες. Και εδώ ίσως να βρίσκεται η πρώτη αιτία δημιουργίας της απόλυτης ομορφιάς της γλώσσας, στις άγνωστες πάντα καταβολάδες, που αν και εμείς τις ρίχνουμε άλλοτε σταθερά και συστηματικά και άλλοτε ανεπαίσθητα και απροσδιόριστα, δεν κατανοούμε ακριβώς πώς ξεφυτρώνει ακριβώς ο βλαστός της γλώσσας. Είναι το ίδιο

και το ίδιο μυστήριο του βλαστού από το σπόρο που βλέπουμε ξανά και ξανά να ξεπετάγεται μπροστά στα μάτια μας και αδυνατούμε να διεισδύσουμε στη βαθύτερη ουσία της γένεσής του.

Αλλά για τον ίδιο τον άνθρωπο το πρώτο ιερό βίωμά του θα έλθει όταν έχοντας κατακτήσει ένα επαρκές στερέωμα λέξεων και εννοιών αρχίζει να φτιάχνει νοήματα και προτάσεις, όταν αρχίζει να ερμηνεύει τα πράγματα και τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του, όταν αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα στον κόσμο και ιχνογραφεί το πρώτο είδωλό του, όταν τα πρώτα συναισθήματά του τον φτερουγίζουν για να ψηλαφίζει τα όνειρά του και τη φαντασία του˙ γι’ αυτό και τα παραμύθια και οι πρώτες αφηγήσεις πέφτουν σα φθινοπωρινή βροχή σε διψασμένο και άνυδρο έδαφος και ρουφιέται γρήγορα – γρήγορα για να ξεπηδήσουν οι τόσες και τόσες ομορφιές του χώματος και της γης.

Και όταν το παιδί νιώθει ότι αγαπάει τους δικούς του, τότε θα θέσει την πρώτη ουσιαστική βάση για να εισαχθεί στην κοινωνία των ανθρώπων μέσα από τις τόσες και τόσες ανθρώπινες επικοινωνίες και κοινωνικές σχέσεις, τότε θα χτίσει τα πρώτα ερείσματα για να φωλιάσει αρχικά και να ξεπεταχτεί αργότερα το πάθος του έρωτα που θα τον οδηγήσει στους τόπους της ευτυχίας μέσα από την συναισθηματική του αυτοπραγμάτωση αλλά και μέσα από το παιχνίδι της αναπαραγωγής, για να παιχθεί ξανά και ξανά το ίδιο σκηνικό με τη γλώσσα, με τη γλώσσα που είναι ο ανθρώπινος παράδεισός μας γιατί εδώ θα γίνεται πάντα η απόπειρα της όποιας τελείωσής μας.