Του Σταύρου Παπαντωνίου
Το ταξίδι ξεκίνησε από την Αθήνα, νωρίς τα ξημερώματα με προορισμό την Κόνιτσα. Το ακριτικό χωριό του νομού Ιωαννίνων, όπου το 1925 εγκαταστάθηκε η οικογένεια Εζνεπίδη, φεύγοντας από τα Φάρασα της Καππαδοκίας, μαζί με τα υπόλοιπα καραβάνια προσφύγων που έρχονταν στην Ελλάδα.

Ενάμιση χρόνο πριν, το 1924 είχε γεννηθεί ένα ακόμη παιδί, από τα οκτώ συνολικά της οικογένειας, που πήρε το όνομα Αρσένιος. Ήταν το κοσμικό όνομα του γέροντα Παΐσιου, που βαπτίστηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924. Λίγες εβδομάδες μετά, η οικογένεια του παίρνει τον δρόμο του ξεριζωμού, από τον τόπο που την γέννησε, με την «μεγάλη» ανταλλαγή.

Ο 95χρονος αδερφός του Γέροντα Παϊσιου, Ραφαήλ Εζνεπίδης

Ώρα 10.15. Φτάνουμε στο Δημαρχείο. Η συζήτηση με τον Δήμαρχο Κονίτσης, Παναγιώτη Γαργάλα, με βάζει γρήγορα στο κλίμα. Στο χωριό υπάρχει ακόμα το σπίτι, όπου ο γέροντας Παίσιος, έζησε τα παιδικά του χρόνια, ενώ μέχρι σήμερα είναι στη ζωή, ο κατά 6 χρόνια μεγαλύτερος αδερφός του γέροντα, ο Ραφάηλ Εζνεπίδης, ηλικίας 95 ετών, κλινήρης πλέον. Ζει με την σύζυγο του και το ένα από τα παιδιά του, τον Χρήστο, ο οποίος μας καλωσορίζει στην μικρή αυλή. Στο χωριό η μέρα είναι ηλιόλουστη, αν και η ψύχρα είναι αισθητή, αφού τα απέναντι βουνά είναι ακόμα χιονισμένα.

«Όταν λιώνουν τα χιόνια κάνει πιο πολύ κρύο», μας λέει ο Χρήστος Εζνεπίδης, ανιψιός του γέροντα Παίσιου και μας ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του, που ήταν ένας μικρός, μακρόστενος χώρος όλος και όλος. Κουζίνα και υπνοδωμάτιο μαζί. Εκεί καθιστός, ο 95χρονος πατέρας του, αδερφός του γέροντα, με μία φωτογραφία του Παίσιου, πάνω από το προκεφάλι του.
«Δεν ακούει καθόλου καλά και έχει να σηκωθεί 3 χρόνια από το κρεβάτι» μας λέει η σύζυγος του. Στο πρόσωπο του πάντως διακρίνει κανείς μια γαλήνη, που επιτείνεται όταν μας βλέπει. «Τι θυμάστε από τον αδερφό σας;» τον ρωτάω.

«Ο Παϊσιος είναι σε μεγάλο κόσμο» λέει με την πολύ αδύναμη φωνή του. «Τι εννοείς παππού;» τον ξαναρωτάω, αλλά οι λέξεις δεν βγαίνουν εύκολα και όσες καταφέρνει να αρθρώσει δεν γίνονται πάντα κατανοητές. Με ρωτάει πως με λένε και από πού ήρθα. Του φωνάζω στο αυτί «από την Αθήνα». Το πρόσωπο του φωτίστηκε: «στην Αθήνα είχαμε σπίτι με τον Παίσιο και έξω είχε μεγάλο κατακλυσμό. Τότε μαζεύτηκε όλος ο κόσμος σπίτι μας» λέει και σταματά. Δεν καταλαβαίνω όλες τις λέξεις και ρωτάω το γιο του.

«Είναι ένα όνειρο που έχει δει τελευταία και μας λέει συνέχεια». Ο αδερφός του Γέροντα Παίσιου σταματά. Η -επί 64 χρόνια- σύντροφος του, του πάει ένα ποτηράκι με φρέσκο πορτοκάλι και μας λέει «Είναι πολύ μεγάλος αλλά για την ηλικία του είναι καλά» Η ίδια θυμάται τον γέροντα Παίσιο, τον κουνιάδο της να κάνει δουλειές στο σπίτι. «Εμείς τον γέροντα Παίσιο, τον θυμόμαστε σαν οικογένεια μας. Έκανε δουλειές του σπιτιού. Μετά έφυγε για το Άγιο Όρος». Ο αδερφός του γέροντα φαίνεται κουρασμένος. Μας κοιτάζει και λέει «Δεν μπορώ να βγω έξω να διαδώσω. Με πονάνε τα πόδια μου». Ο γιος του λέει «παππού κουράστηκες, ώρα να ξαπλώσεις». Έχει έρθει η ώρα να φύγουμε.

Ακριβώς δίπλα από το φτωχικό σπίτι, που ζει σήμερα ο Ραφαήλ Εζνεπίδης, είναι το πατρικό της οικογένειας. Μία πινακίδα που γράφει «πατρική οικία Γέροντα Παισίου» σε «καλωσορίζει» στο σπίτι που μεγάλωσε και έζησε τα εφηβικά του χρόνια ο μοναχός. Η μικρή ξύλινη πόρτα ανοίγει. Το σπίτι δεν έχει αλλάξει από τότε. Η επίπλωση είναι παλιά, όπως και το πάτωμα. Και τα αντικείμενα. Στους τοίχους δεσπόζουν φωτογραφίες του γέροντα, οικογενειακά κειμήλια και προσωπικά αντικείμενα του Αγιορείτη.

Στο μέσον του δωματίου, πίσω από ένα κλειδωμένο τζάμι, υπάρχουν χειροποίητα αντικείμενα του, ένα δικό του ζευγάρι κάλτσες, και βιβλία. Στο τοίχο μια φανέλα του.
«Ο γέροντας ήταν αεικίνητος, σβέλτος» μας λέει ο ανιψιός του και αποκαλύπτει την ιστορία του σπιτιού, στο οποίο πριν το 1922 έμεναν Τούρκοι και δόθηκε στην οικογένεια Εζνεπίδη με την ανταλλαγή. Στο δίπλα δωμάτιο υπάρχουν ακόμα τα κρεβάτια, που κοιμόταν η οικογένεια από τότε. Ο γέροντας έμεινε σε αυτό το σπίτι μέχρι τα 18 του, που κατατάχθηκε ασυρματιστής στο στρατό. Για του λόγου το αληθές μια φωτογραφία στον τοίχο, που είναι στα χακί, εν έτει 1948, δείχνει τον στρατιώτη Αρσένιο Εζνεπίδη.

Ο ανιψιός του μας αποκαλύπτει ένα άγνωστο περιστατικό από την εφηβική ηλικία του γέροντα. «Ήταν τότε στον πόλεμο, που οι Δυτικοί προπάγανδιζαν την θεωρία του Δαρβίνου και κάποιος του την ανέφερε. Τότε ο γέροντας απάντησε πως μπορεί ο Χριστός να έχει ανθρώπινη μορφή. Αργότερα πήγε στο εκκλησάκι στο λόφο, ακριβώς απέναντι από το σπίτι του και προσευχήθηκε βαθιά. Τότε του εμφανίστηκε ο Χριστός με ανθρώπινη μορφή και του είπε «εγώ ειμί το φως του κόσμου».

Η φύση στην Κόνιτσα σε καθηλώνει. Ο ορίζοντας είναι καθαρός και η απέραντη θέα, φτάνει μέχρι την Βόρειο Ήπειρο, που απέχει μόλις λίγα χιλιόμετρα. Η φύση εκεί του άρεσε πολύ του γέροντα. Περπατάμε στο σοκάκι εμπρός στο σπίτι και συζητάμε με τον Χρήστο Εζνεπίδη.

«Ο γέροντας είναι μαζί μας. Δεν μας άφησε» λέει σε μια αποστροφή του λόγου του. «Πως το λες αυτό;» τον ρωτάω. «Το βλέπω σε όνειρο, όπως βλέπω εσένα τώρα» απαντά αφοπλιστικά και κοφτά. Όταν του ζητάς να γίνει πιο συγκεκριμένος το αποφεύγει και αινιγματικά λέει πως «ο γέροντας τα λέει με τρόπο ακόμα και σήμερα». Συζητάμε για το τώρα. Πως βλέπει τα πράγματα. «Είμαστε υπό πίεση. Ο Θεός να βάλει το χέρι του. Λένε ότι μπορεί να γίνει πόλεμος. Μα έτσι και αλλιώς έχουμε πόλεμο. Οικονομικό.

Και από πίσω είναι οι ίδιοι που μας έκαναν πάντα πόλεμο. Δεν έχουν αλλάξει». Για την Τουρκία λέει απλά πως «η Τουρκία είναι πάντα Τουρκία» και θεωρεί πως θα τεθεί κάποια στιγμή το ερώτημα «ή εμείς ή αυτοί». Τον ρωτάω ποιοι κάνουν αυτόν τον οικονομικό πόλεμο. Η απάντηση του ξαφνιάζει «Ο αντίχριστος. Το έχεις ακούσει αυτό;» με ρωτάει με κλειστά μάτια. «Γιατί κλείνεις τα μάτια όταν μιλάς; » τον ρωτάω και γελάει λέγοντας «από τον ήλιο είναι», αφού είχε φτάσει ήδη μεσημέρι και ήταν ντάλα μεσημέρι.

Κοιτάμε απέναντι τα βουνά. Στο βάθος η Βόρειος Ήπειρος. «Η Βόρειος Ήπειρος θα γίνει ελληνική» πετάει και κόβει την κουβέντα. «Που το στηρίζεις» τον ρωτάω, αλλά αποφεύγει να απαντήσει λέγοντας απλά πως «αυτά που έχει πει ο γέροντας είναι αρκετά για τους Έλληνες». Του ζητάω φεύγοντας αν έχει κάτι να μου δώσει για ενθύμιο ή να μου δείξει κάποιο λεύκωμα. Δείχνει να μην του αρέσει αυτό που του είπα. «Δεν κάνουμε εμπόριο εδώ. Δεν είναι για μας αυτά»

Η κυρία Γεωργία Κίτσιου, ζει με τον σύζυγο της ακριβώς στο απέναντι σπίτι. Γνώρισε από τον κοντά τον αγιορείτη μοναχό και θυμάται δύο περιστατικά από τον γέροντα που έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα στην μνήμη της. «Όταν είχε αρρωστήσει το παιδί της θείας μου, είχε πάρει νερό από την βρύση και σταύρωσε το παιδί. Ο πυρετός έπεσε αμέσως.

Το πιστεύω ότι ο γέροντας βοήθησε. Στο χωριό βοηθούσε όλο τον κόσμο. Είχε ένα κουτάκι (φωτο 4) στο οποίο μάζευε λεφτά για τους φτωχούς», ενώ αφηγείται ακόμα ένα περιστατικό, όπου πιστεύει ότι υπήρχε βοήθεια από τον γέροντα της Ορθοδοξίας. «Όταν έγινε ο μεγάλος σεισμός το 1996, έπεσαν σπίτια αλλά δεν έπαθε κανείς τίποτα. Πιστεύουμε ότι μας φύλαξε ο γέροντας» λέει χωρίς περιστροφές, αποκαλύπτοντας και κάποιες ανθρώπινες στιγμές του μοναχού. «Ήταν πολύ ζωντανός άνθρωπος και έκανε καλαμπούρια. Στην μάνα μου την συγχωρεμένε της έλεγε όταν έβγαιναν οι καρποί κ. Ανέτα θα σου κλέψω τα σταφύλια»

Ο πατέρας Κοσμάς, είναι μοναχός εδώ και 54 συναπτά χρόνια στην Κόνιτσα. Τον συναντήσαμε στο γηροκομείο του χωριού και παρά το γεγονός ότι το ρολόι έδειχνε τρεις και είχε ξαπλώσει για την μεσημεριανή ανάπαυση, σηκώθηκε ευγενικά και μας δέχτηκε. Θυμήθηκε μια ιστορία που έλεγε ο γέροντας συχνά. «Εφευγε από το μοναστήρι και πήγαινε σε μια σπηλιά κάτω χαμηλά. Εκεί είχε πόλεμο με τον διάβολο. Του παρουσιάστηκε και ο ίδιος ο γέροντας είχε εξομολογηθεί πως θέλησε να τον γκρεμίσει.

Αυτός συνέχισε να προσεύχεται». «Τι εννοείτε ότι παρουσιάστηκε ο διάβολος;» ρώτησα τον μοναχό. «Ο διάβολος είναι οντότης, όπως έχουμε αγγέλους, που παρουσιάζεται σε αυτούς που έχουν την δύναμη να τον αντιμετωπίσουν» είπε ο πατέρας Κοσμάς, επεξηγώντας πως «Ο γέροντας είχε πολλά χαρίσματα. Τον φώτιζε ο θεός». Μπήκα στον πειρασμό να τον ρωτήσω για την σημερινή κατάσταση της Ελλάδας. Απαντά με ειλικρίνεια «Δεν χρωστάμε μόνο εμείς. Χρωστάνε και άλλες χώρες. Πιστεύω ότι είμαστε έθνος ανάδελφον.

Μας έχουν βάλει στο μάτι». Η συζήτηση κρατάει πολύ ώρα. Ο ηλικιωμένος μοναχός, λέει πολλά. Κρατάω ένα από τα τελευταία «Λένε κάποιοι ευλογία που πήραμε το δάνειο. Μα αυτά είναι δανεικά. Δεν μας τα χαρίζουν. Ο γέροντας είχε κάνει προσευχή για να βρέξει. Ξέρετε πόσο σημαντικό είναι να έρθει βροχή όταν όλα είναι στεγνά παντού έξω; Αυτή είναι ευλογία».

Κλείνω το μαγνητοφωνάκι και βάζω την φωτογραφική στην θήκη. Βγαίνω από γηροκομείο και σε αντίθεση με όσα έλεγε ο μοναχός, έξω δεν βρέχει, αλλά έχει πολύ δυνατό ήλιο. Μπαίνω στο αυτοκίνητο και αφήνω την Κόνιτσα πίσω μου, με την τελευταία εικόνα που συναντώ στην έξοδο του χωριού να ασβεστώνουν, κρατώντας ένα παλιό πασχαλιάτικο έθιμο…