“Στα Μυστεγνά, πρωί, ανεβαίνοντας τους ελαιώνες για το εκκλησάκι της Αγίας   Μαρίνας. Το βάρος που νιώθεις να σου έχει αφαιρεθεί σαν αμαρτία ή τύψη και χωνεύεται από το χονδρό χώμα, λες και το τραβά η μεγαθυμία των προγόνων!” (Οδ. Ελύτης).

Του Νίκου Τσούλια

 

Δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που μπορεί – φτάνοντας κάθε χρόνο μπροστά από το Πάσχα – να ισχυριστεί ότι δεν νοσταλγεί το Πάσχα των παιδικών του χρόνων. Είναι μια προσφυγή που προκύπτει κάπου εκεί από τα σύνορα μεταξύ του συνειδητού και του ασυνείδητου κόσμου μας, εκεί που γίνονται οι πιο φοβερές διεργασίες, και οι οποίες άλλοτε μας ανταριάζουν για τα καλά και άλλοτε μας δωρίζουν τις πιο γλυκές στιγμές.

Και η νοσταλγία για το Πάσχα των παιδικών χρόνων δεν είναι μια συνηθισμένη μορφή νοσταλγίας, η οποία πάντα πηγάζει και αναβρύζει όλο και πιο έντονα στο διάβα του χρόνου (δηλαδή της ηλικίας), αλλά είναι μια νοσταλγία Αθωότητας και Απορίας. Και η μεν Αθωότητα είναι γενικής εκδοχής προκύπτουσα αυθεντικά από την ψίχα της παιδικής ηλικίας η δε Απορία συνδέεται με τα μεγάλα ερωτήματα, που παραμένουν ερωτήματα σ’ όλη μας τη ζωή! Τι είναι θάνατος; Μπορεί να αναστηθεί ο άνθρωπος; Υπάρχει άλλη ζωή; Γι’ αυτό το λόγο η νοσταλγία του Πάσχα εκείνων των καιρών έχει πάντα ένα νήμα αφήγησης που βαστάει όλα τα χρόνια που έχουν περάσει.

Και μαζί με τα μεγάλα ερωτήματα – τα οποία άλλοι τα απαντούν με την πίστη και άλλοι τα αφήνουν αναπάντητα – φωλιάζουν οι καλές στιγμές των παιδικών χρόνων. Γιατί η νοσταλγία δεν είναι η μνήμη, και αρέσκεται να κρατάει μόνο τις φωτεινές στιγμές του παρελθόντος μας. Γι’ αυτό την αγαπάμε και τη λατρεύουμε και όχι μόνο γιατί κρύβει στο βάθος της την εστία της πραγματικής πατρίδας μας, που δεν είναι άλλη από την παιδική ηλικία. Και η νοσταλγία μεταμορφώνει με το μαγικό ραβδί της την όποια ασχήμια και την ωραιότητα. Μπορείς έτσι να νοσταλγείς τη φτώχεια παραλείποντας την ίδια τη φτώχεια! Γιατί η κάμπια έχει μεταμορφωθεί σε πεταλούδα!

Και βρίσκεις τόσο εύκολα τα παιδικά όνειρα που έκανες το Πάσχα… Και να ποιες μπορεί να είναι οι ονειρικές εικόνες των αλλοτινών Γιορτών που έρχονται μόνες τους: Κάποια πάνινα άσπρα παπούτσια που δίσταζες κάποιες ημέρες να τα φορέσεις όχι μόνο για να μη τα λερώσεις αλλά και για να μην τα πατήσεις κάτω (!), κανένα διπλοφορεμένο ρούχο από κάποιο συγγενή στην Αθήνα, να φύγεις από τις λάσπες και τις σκληρές δουλειές, να σπουδάσεις, να πας στην Αθήνα και μετά να έρχεσαι με καλά ρούχα σαν τους νέους εκείνων των καιρών, που φορούσαν κοστούμια και γραβάτες επιστρέφοντας από την πρωτεύουσα, και να κερνάς όλους το καφενείο γιατί θα έχεις λεφτά στην τσέπη…

Όμως η νοσταλγία μπορεί να είναι γενναιόδωρη αλλά θέλει ξεχωριστή αντιμετώπιση, γιατί δεν είναι απλά και μόνο θύμηση. Θέλει να γίνει στοιχείο του παρόντος χρόνου σου, να ζωντανέψει… Αλλιώς χάνεται σαν τον καπνό στη φόρα του ανέμου. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Η επιστροφή στο χωριό σου – αν λείπεις απ’ αυτό – είναι μια αφορμή, αλλά δεν αρκεί. Άλλωστε, τίποτα δεν θυμίζει το χθες. Δεν υπάρχουν οι «μεγάλοι» – «μεγάλος» είσαι εσύ – για να πάρεις τη θέση του παιδιού που νοσταλγείς, δεν κάθεσαι όρθιος στην εκκλησία

αλλά στο στασίδι των ηλικιωμένων…

Κι όμως υπάρχουν λύσεις. Η σκέψη, η συνείδηση του ανθρώπου είναι ό,τι πιο φοβερό, ό,τι πιο φωτεινό στο Σύμπαν της φυσικής πραγματικότητας αλλά και στον Κόσμο της κοινωνικής πραγματικότητας. Μπορείς να βρεις ένα ερημοκκλήσι, ένα ταπεινό εκκλησάκι και να γευθείς την εικόνα της λιτότητας και της «απεριττότητας», να χαζέψεις με το τρεμάμενο φως των φτωχικών κεριών που παλεύει με την πνοή του ανέμου ίσως και με τη δική σου, να εκκλησιαστείς με μια μικρή παρέα στην οποία ο καθένας και η καθεμιά θα κουβεντιάζουν κυρίως με τον εαυτό τους, να σ’ αγγίξουν τα λόγια του παπά και του ψάλτη ψυχικά και συναισθηματικά, να εκστασιαστείς με τις ψαλμωδίες, να στοχαστείς στα μεγάλα ερωτήματα, να αναρωτηθείς για την πορεία της ζωής σου, για το περιεχόμενο και το νόημα που της έχεις δώσει!

Έτσι η νοσταλγία ζωντανεύει. Γίνεται κομμάτι φωτεινό του εαυτού σου. Ζεις μαζί της και ομορφαίνει τη ζωή σου!

Καλή Ανάσταση!