Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου είναι ισχυρός ιστορικός συμβολισμός. Το σκηνικό του συνδέεται με την αλλαγή μιας εποχής, με το τέλος του Ψυχρού πολέμου, της διπολικής πολιτικής ηγεμονίας ΗΠΑ και ΕΣΣΔ και του τριμερούς κόσμου. Όταν πέφτουν τείχη, το πνεύμα της ελευθερίας σαρκώνεται και όλες οι πολιτικές και ιδεολογικές στομώσεις σπάζουν τα φράγματά τους.

Του Νίκου Τσούλια


Εδώ ήταν και μια απορία της μεταπολιτευτικής γενιάς, που είχε προοδευτικό πολιτικό προσανατολισμό αλλά δεν ανήκε ιδεολογικά στο χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς. Πώς μπορεί να είναι καλύτερο το καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμαχικών χωρών της, όταν στο Τείχος του Βερολίνου γίνονται συνεχώς απόπειρες διαφυγής από το ανατολικό τμήμα του στο δυτικό; Γιατί οι πολίτες εγκαταλείπουν το σοσιαλιστικό (υπαρκτό) παράδεισο και έρχονται στην καπιταλιστική κόλαση και δεν γίνεται το αντίστροφο;
Και το πιο παράδοξο… Σήμερα ένα μέρος από την αριστερά (φυσικά δεν αναφέρομαι στο ΚΚΕ), που υπερασπιζόταν το καθεστώς του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» με όλες τις ανελευθερίες του, που δεν «έβλεπε» το έλλειμμα δημοκρατίας (υπήρχε κάτι ανώτερο έλεγαν…), τις φυλακίσεις και τις εξορίες των αντιπάλων και τα γκουλάνγκ και κατηγορούσε όλους εμάς για κρυφό αντικομμουνισμό, κάνει πως δεν ξέρει τίποτα, πώς δεν συνέβη τίποτα.
Παράλληλη ήταν και η γενικότερη συμπεριφορά της αριστεράς και στην υπόλοιπη Ευρώπη. «Όταν έπεσε το Τείχος, κανείς δεν ήταν εκεί για να τιμήσει τα παλιά θύματα», λέει με έμφαση ο Τσβετάν Τοντόροφ. Αλλά συνέβη και κάτι ακόμα πιο παράξενο. Η εφημερίδα Neues Deutschland, επίσημο όργανο της πρώην Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στις 10 Νοεμβρίου, την επόμενη ημέρα της πτώσης του Τείχους έγραφε το εξής εκπληκτικό: «ασυνήθιστη κίνηση χθες στα σύνορα»!
Το Τείχος του Βερολίνου ήταν το πιο «θερμό σημείο» της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης Δύσης – Ανατολής. Χτίστηκε το 1961 για να ανακόψει τα καθημερινά κύματα εξόδου των ανατολικογεμανών προς τη Δυτική Γερμανία. Με τη διαμόρφωση όμως ενός τείχους μέσα στην ίδια την πόλη καταδείχτηκε με τον πιο εμφαντικό τρόπο ότι σοσιαλισμός χωρίς ελευθερία και δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει και ότι η ιστορία των κοινωνιών και των χωρών δοκιμάζεται και κρίνεται στον τομέα της ανάπτυξης και της πραγματικής προόδου.
Η Ελλάδα την εποχή της πτώσης του Τείχους ήταν βυθισμένη σε έναν ιδιότυπο διχασμό. Η Δεξιά και η Αριστερά είχαν συμπράξει για να αλώσουν τον χώρο της Κεντροαριστεράς του ΠΑΣΟΚ κατηγορώντας με τον πιο ιταμό και ανήθικο τρόπο τον Αντρέα Παπανδρέου χρησιμοποιώντας μια μορφή σκληρής σκανδαλολογίας με τη βοήθεια ανθρώπων του υποκόσμου. Και έτσι δεν παρακολουθήσαμε, δεν αναλύσαμε και δεν ερμηνεύσαμε τις βαθιές αλλαγές που γίνονταν στην Ευρώπη και στον κόσμο. Ήμασταν περίκλειστοι στο καβούκι μιας απολίτικης θεώρησης της ιστορικής πραγματικότητας. Αλλά αυτό δεν είναι είδηση. Και στη διάρκεια της κρίσης το ίδιο συνέβη. Κυριάρχησε η εσωστρέφεια, η δημαγωγία και η έλλειψη του ορθού λόγου και προπάντων η απουσία μιας έστω υποτυπώδους εθνικής συνεννόησης.
Μπορεί το Τείχος του Βερολίνου να έπεσε με τη σφραγίδα της επικράτησης του καπιταλισμού έναντι του υπαρκτού σοσιαλισμού αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα ιδανικά, οι αξίες και ο αγώνας για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας δεν έχουν νόημα όταν μάλιστα η βαρβαρότητα των δυνάμεων της αγοράς επεκτείνεται όλο και πιο πολύ.
Κι όμως υπάρχει σήμερα στην Ευρώπη τείχος μέσα σε μια πρωτεύουσα, η Πράσινη Γραμμή στη Λευκωσία – και δεν είναι δυστυχώς μείζον ζήτημα. Παρά το γεγονός των διεθνών αποφάσεων του ΟΗΕ ένα μέρος της Κύπρου εξακολουθεί να βρίσκεται στην κατοχή της Τουρκίας. Αλλά τι μπορεί να σημαίνει διαιρεμένη πόλη, διαιρεμένη πολιτεία με Τείχος στη μέση; Μπορεί να διαιρεθεί η ιστορία της και το κοινό μέλλον των ανθρώπων που την κατοικούν;
Για εμάς τους Έλληνες η υπόθεση «Τείχος – διαίρεση πόλης και χώρας» δεν σταματάει με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Θεωρούμε θετική την εξέλιξη της ενοποίηση της Γερμανίας. Επιδιώκουμε όμως την ενοποίηση της Κύπρου και της Λευκωσίας, γιατί το δίκαιο και η ελευθερία – και όχι η βία – πρέπει να γράφουν την ιστορία. Αυτός είναι ο δρόμος της ειρήνης και της πραγματικής προόδου.