Την Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου ανοίγει η νέα ηλεκτρονική πλατφόρμα ώστε όσοι οφείλουν στο Δημόσιο να μπορέσουν να ρυθμίσουν τα χρέη τους σε 24-48 δόσεις. Στη ρύθμιση μπορούν να υπαχθούν οι βεβαιωμένες οφειλές σε εφορίες, ελεγκτικά κέντρα και τελωνεία υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση έως την 1η Νοεμβρίου 2019.

 

Δηλαδή όσοι εντάχθηκαν στην πάγια ρύθμιση των 12-24 δόσεων μετά την 1η Νοεμβρίου 2019, μπορούν να μεταπηδήσουν στη νέα ρύθμιση των 24-48 δόσεων. Αντίθετα, όσοι είχαν ενταχθεί στη ρύθμιση των 12 δόσεων τον περασμένο Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο δεν μπορούν να μεταφέρουν τις οφειλές τους στη νέα ρύθμιση.

Ποιες οφειλές αφορά

Οι οφειλές οι οποίες μπορούν να ρυθμιστούν είναι:

  • βεβαιωμένες μη ληξιπρόθεσμες οφειλές ή δόσεις οφειλών, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση
  • βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές που τελούν σε αναστολή πληρωμής, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση.

Για την υπαγωγή στη ρύθμιση των οφειλών που ρυθμίζονται σε έως 24 δόσεις θα πρέπει να αποδεικνύεται η βιωσιμότητα του διακανονισμού. Για τον σκοπό αυτό ταυτόχρονα με την υποβολή της αίτησης, ο οφειλέτης πρέπει με υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 να δηλώνει:

  • το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων (κινητή και ακίνητη περιουσία οποιασδήποτε μορφής),
  • απαιτήσεις από τρίτους, καθώς και
  • πληροφορίες που θα περιλαμβάνουν οφειλές του σε ασφαλιστικά ταμεία ή άλλες υπηρεσίες του δημοσίου τομέα και άλλες πάγιες υποχρεώσεις προς τρίτους εφόσον υφίστανται,
  • το τρέχον και το αναμενόμενο εισόδημά του.

Ο αριθμός των δόσεων της ρύθμισης για τις έκτακτες οφειλές (π.χ. φόρος κληρονομιάς, πρόστιμα) οι οποίες ρυθμίζονται σε έως 48 δόσεις καθορίζεται με βάση την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, υπό τον όρο ότι το ελάχιστο ποσό της μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο των 30 ευρώ.

Προϋπόθεση για την ένταξη αποτελούν:

  • ο μέσος όρος του συνολικού εισοδήματός (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) την τελευταία τριετία πριν από την αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση ή
  • το συνολικό εισόδημα (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.

Η καταβολή της πρώτης δόσης θα πρέπει να γίνει εντός 3 ημερών από την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση. Οι επόμενες δόσεις καταβάλλονται έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση. Στην περίπτωση που κάποιος σταματήσει να πληρώνει τις δόσεις για να μπορέσει να επανενταχθεί στη ρύθμιση θα πρέπει να πληρώσει διπλή προκαταβολή, θα αφαιρεθούν οι δόσεις που ήταν συνεπής, ενώ το επιτόκιο θα είναι προσαυξημένο κατά 1,5%.

Στους συνεπείς οφειλέτες, μετά την καταβολή της τελευταίας δόσης, επιστρέφεται ποσό που ισούται με το 25% των τόκων. Το προς επιστροφή ποσό δεν παρακρατείται, δεν κατάσχεται και δεν συμψηφίζεται με άλλες υποχρεώσεις του οφειλέτη προς το Δημόσιο ή τρίτους.

Δεν αναστέλλονται οι κατασχέσεις

Η ένταξη των οφειλετών στη ρύθμιση δεν συνεπάγεται και αναστολή δεσμεύσεων και κατασχέσεων που είτε έχουν επιβληθεί είτε θα επιβληθούν. Όπως προβλέπει η υπουργική απόφαση, στις περιπτώσεις που πιστώνονται ποσά στους τραπεζικούς λογαριασμούς θα δεσμεύονται και θα κατάσχονται από τις φορολογικές αρχές προκειμένου να χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή του εκάστοτε ανεξόφλητου υπολοίπου των οφειλών που θα έχουν ενταχθεί στη νέα πάγια ρύθμιση.

Φορολογική ενημερότητα

Η υπαγωγή στη νέα ρύθμιση δεν σημαίνει ότι οι οφειλέτες μπορούν να εκδίδουν αποδεικτικό ενημερότητας καθώς η φορολογική διοίκηση διατηρεί το δικαίωμα και μετά την υπαγωγή ενός οφειλέτη στην πάγια ρύθμιση να μην του χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος επ’ αυτού, εφόσον αυτός δεν έχει μεριμνήσει ώστε να διασφαλίζονται τα συμφέροντα του Δημοσίου. Δηλαδή ο οφειλέτης για να εξασφαλίσει το αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας, το οποίο του είναι απαραίτητο για να πωλήσει ένα ακίνητό του, θα πρέπει να λάβει πρόσθετα μέτρα όπως, για παράδειγμα, να βάλει υποθήκη ένα ή περισσότερα ακίνητά του.