Η αναζωπύρωση της έντασης ανάμεσα στο Ιράν και το Ισραήλ, σε συνδυασμό με την εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών, προκαλεί αυξανόμενη ανησυχία στην ελληνική αγορά. Στελέχη επιχειρήσεων εκφράζουν προβληματισμό για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η γεωπολιτική αβεβαιότητα σε κρίσιμους τομείς όπως το εμπόριο, η ναυτιλία, η ενέργεια και ο τουρισμός.
Ο Τάσος Ιωσηφίδης, Εταίρος της EY Ελλάδος και Επικεφαλής της EY-Parthenon στη χώρα μας, δηλώνει ότι είναι ακόμη πολύ νωρίς για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα: «Αυτή τη στιγμή που μιλάμε είναι ακόμη νωρίς για να εκτιμήσουμε τις πλήρεις επιπτώσεις της αντιπαράθεσης Ισραήλ-Ιράν και της επίθεσης των ΗΠΑ έναντι πυρηνικών εγκαταστάσεων στο Ιράν, καθώς η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά ρευστή και οι εξελίξεις έρχονται από λεπτό σε λεπτό».
Δείτε Καύσιμα – Βενζίνη: Τι θα γίνει με τις τιμές
Παρόλα αυτά, όπως σημειώνει, η στάση του Ιράν ήταν σχετικά συγκρατημένη και δεν προκάλεσε άμεση απειλή για τα αμερικανικά συμφέροντα. Ενδεικτικό είναι ότι, μετά την ιρανική επίθεση σε αμερικανικούς στόχους στο Κατάρ, οι τιμές του πετρελαίου παρουσίασαν κάμψη, ενώ ανακοινώθηκε και εκεχειρία.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το σενάριο που θα δημιουργούσε τις πιο σοβαρές παρενέργειες αφορά πιθανό αποκλεισμό των Στενών του Ορμούζ, μίας περιοχής κομβικής σημασίας για τη διακίνηση ενεργειακών πόρων. Όπως εξηγεί, «τα Στενά αποτελούν την πιο κρίσιμη θαλάσσια δίαυλο για το παγκόσμιο εμπόριο πετρελαίου, καθώς μέσω αυτών διακινείται το 20% του παγκόσμιου εμπορίου πετρελαίου, περιλαμβανομένων των εξαγωγών της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράν, των ΗΑΕ, του Ιράκ, αλλά και υγροποιημένου φυσικού αερίου από το Κατάρ».
Μια τέτοια εξέλιξη, τονίζει, θα οδηγούσε σε αύξηση των τιμών της ενέργειας. «Για μια χώρα με υψηλή, ακόμη, εξάρτηση από εισαγωγές ενέργειας όπως η Ελλάδα, αυτό θα μεταφραζόταν σε αύξηση του κόστους καυσίμων και μεταφορών, υψηλότερους λογαριασμούς ρεύματος και θέρμανσης και μία επανακλιμάκωση του πληθωρισμού», αναφέρει. Παράλληλα, οι συνέπειες στην κατανάλωση θα ήταν άμεσες, εξαιτίας της πίεσης στην αγοραστική δύναμη και της επιδείνωσης του καταναλωτικού κλίματος. «Μία περαιτέρω μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, σε συνδυασμό με αρνητική ψυχολογία και μείωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στο λιανεμπόριο».
Ο αντίκτυπος θα επεκτεινόταν και στη ναυτιλία, με τον κ. Ιωσηφίδη να προειδοποιεί ότι «ενδεχόμενη διακοπή της ναυσιπλοΐας στη στρατηγική θαλάσσια δίοδο των Στενών θα επηρεάσει αρνητικά και την ελληνική ναυτιλία. Είναι πολύ πιθανό να δούμε αύξηση ασφαλίστρων και λειτουργικών εξόδων, πιθανή μείωση ή αναπροσανατολισμό των ναυτιλιακών διαδρομών, και, μεσομακροπρόθεσμα, επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου και μείωση της ζήτησης για μεταφορές».
Η ετήσια ανάλυση της EY-Parthenon, με τίτλο «2025 Geostrategic Outlook», είχε ήδη επισημάνει από τις αρχές του έτους τον κίνδυνο έντασης στη Μέση Ανατολή και είχε προβλέψει ότι το 2025 θα είναι μια χρονιά πολιτικών αλλαγών και επανακαθορισμού στρατηγικών από τις νέες ηγεσίες. Όπως επισημαίνει ο κ. Ιωσηφίδης, η έκθεση ανέμενε «μία περαιτέρω κλιμάκωση της κρίσης στη Μέση Ανατολή, και ειδικότερα της σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν».
Ορατός ο αντίκτυπος στον τουρισμό – Πτώση στις αφίξεις από Ισραήλ
Οι επιπτώσεις της κρίσης δεν αφήνουν ανεπηρέαστο τον ελληνικό τουρισμό, ο οποίος βρίσκεται στην καρδιά της θερινής περιόδου. Ο κ. Ιωσηφίδης τονίζει: «Η γενικότερη γεωπολιτική αστάθεια, κρύβει ενδεχόμενους κινδύνους και για τη ”βαριά βιομηχανία” της ελληνικής οικονομίας, τον τουρισμό, στο πιο κρίσιμο τρίμηνο για την αγορά».
Κατά τον ίδιο, ο τουριστικός τομέας είναι ευάλωτος σε διεθνείς κρίσεις και η παρατεταμένη αβεβαιότητα μπορεί να επηρεάσει τις προθέσεις των ταξιδιωτών. «Η παρατεταμένη ανασφάλεια θα μπορούσε να μειώσει τη διάθεση για ταξίδια, όχι μόνο προς την Ελλάδα, αλλά και την ευρύτερη περιοχή μας, ενώ τα ακριβότερα καύσιμα θα οδηγούσαν σε αύξηση των τιμών στα αεροπορικά εισιτήρια». Αν και οι περισσότεροι επισκέπτες έχουν ήδη ολοκληρώσει τις κρατήσεις τους, ο κ. Ιωσηφίδης επισημαίνει ότι «η αρνητική ψυχολογία μπορεί να συμπιέσει τα προσωπικά και οικογενειακά budgets, και να οδηγήσει σε μείωση της ταξιδιωτικής δαπάνης και της κατανάλωσης».
Οι πρώτες συνέπειες είναι ήδη ορατές στις κρατήσεις από το Ισραήλ, με ακυρώσεις κυρίως για τις πρώτες εβδομάδες του Ιουλίου, εξαιτίας της αναστολής πτήσεων από και προς τα ισραηλινά αεροδρόμια. Ταυτόχρονα, δεν αποκλείεται και η παράταση της παραμονής όσων Ισραηλινών επισκεπτών βρίσκονται ήδη στην Ελλάδα, καθώς, όπως αναφέρει ο κ. Ιωσηφίδης, «μία “άλλη ανάγνωση”, κάνει λόγο για παρατεταμένη παραμονή των Ισραηλινών επισκεπτών που ήδη βρίσκονται στη χώρα μας, εξαιτίας πρακτικών δυσκολιών επιστροφής στην πατρίδα τους, που μπορεί να οδηγήσει σε μία προσαύξηση των επίπεδων πληρότητας καταλυμάτων».
Η συμφωνία μεταξύ Ισραήλ και Ιράν για προσωρινή κατάπαυση του πυρός και η σταδιακή επαναλειτουργία του εναέριου χώρου θεωρούνται από τον ίδιο ως ενθαρρυντικές εξελίξεις: «Οι πρόσφατες ανακοινώσεις για σταδιακό άνοιγμα του ισραηλινού εναέριου χώρου για πτήσεις επαναπατρισμού, έπειτα από τη συμφωνία διμερούς κατάπαυσης πυρός μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, αποτελεί μία θετική εξέλιξη για την κανονικοποίηση των ταξιδιωτικών ροών, με δεδομένη, βεβαίως, τη διατήρηση της εκεχειρίας».
Αβεβαιότητα στον ξενοδοχειακό κλάδο – Αντοχή στα μεγέθη της Αθήνας
Την έντονη επιφυλακτικότητα του ξενοδοχειακού τομέα μεταφέρει και η Ένωση Ξενοδόχων Αθηνών Αττικής και Αργοσαρωνικού (ΕΞΑ), εκφράζοντας ανησυχία για τη νέα γεωπολιτική αναταραχή. Όπως επισημαίνει: «Οι εξελίξεις στον γεωπολιτικό και κατ’ επέκταση στον οικονομικό χάρτη, που ενδέχεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω κλιμάκωση των στρατιωτικών συγκρούσεων προκαλούν μια δικαιολογημένη ανησυχία στον ξενοδοχειακό κόσμο. Ο πολίτης του κόσμου που επρόκειτο να ταξιδέψει έστω και για επαγγελματικούς λόγους -πόσο μάλλον για διακοπές- δείχνει και αυτός να τηρεί ‘στάση αναμονής’».
Η ΕΞΑ υπενθυμίζει, ωστόσο, ότι τόσο η Αθήνα όσο και η χώρα συνολικά έχουν επιδείξει ανθεκτικότητα απέναντι σε δυσκολίες του παρελθόντος. «Η Ελλάδα και ειδικά η Αθήνα έχουν βρεθεί κατ’ επανάληψη αντιμέτωπες με πολύ σημαντικές κρίσεις στην νεότερη ιστορία και έχουν αποδείξει την ανθεκτικότητά τους. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει πως δεν χρειάζεται να υπάρξει πρόνοια σε θέματα διαχείρισης κρίσεων και οικονομικού κινδύνου τόσο σε κεντρικό -επιτελικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο».
Δείτε εδώ Πόσο θα πάει η βενζίνη και το φυσικό αέριο μετά την κρίση της Μέσης Ανατολής
Σε επίπεδο μεγεθών, τα ξενοδοχεία της Αθήνας κατέγραψαν στο α’ πεντάμηνο του 2025 μικρή βελτίωση. Η μέση πληρότητα διαμορφώθηκε στο 71,5%, αυξημένη κατά 2,2% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2024. Η μέση τιμή δωματίου (ADR) έφτασε στα 155,25 ευρώ (+4,8%), ενώ το έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο (RevPar) αυξήθηκε κατά 7,1%, αγγίζοντας τα 111,06 ευρώ.
Ο Μάιος, μήνας αιχμής για την πρωτεύουσα, παρουσίασε θετική εικόνα: 87,9% μέση πληρότητα (έναντι 84,5% τον Μάιο του 2024), μέση τιμή δωματίου στα 210,95 ευρώ (+4,8%) και RevPar στα 185,32 ευρώ (+7,1%).