Από τα ψηλά στα χαμηλά και από πολλά στα λίγα. Ο λόγος για το βιοτικό μας επίπεδο, το οποίο όπως ανέφερε ο πρόεδρος του ΔΣ του ΙΟΒΕ Τάκης Αθανασόπουλος κατά την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης του Ινστιτούτου πριν την κρίση προσέγγιζε το βιοτικό επίπεδο των Σκανδιναβικών χωρών, ενώ σήμερα υποβιβάστηκε στην κατηγορία των υπόλοιπων Βαλκανικών χωρών.

«Οι προσπάθειες δραστικών μεταρρυθμίσεων για βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας και προσέλκυσης ξένων επενδύσεων που θα συνέβαλαν στην διατήρηση του βιοτικού επιπέδου που είχε επιτύχει η χώρα μας κατά την προηγούμενη δεκαετία, δεν έτυχαν της απαιτούμενης κοινωνικής υποστήριξης» τόνισε σε συνέντευξη Τύπου ο κ. Αθανασόπουλος.

Από πλευράς του, ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας επισήμανε ότι η εξισορρόπηση, της οικονομίας έχει επιτευχθεί κυρίως μέσω ύφεσης. «Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο η εξάλειψη των δίδυμων ελλειμμάτων είναι διατηρήσιμη και συμβατή με μια πορεία συστηματικής και εύρωστης μεγέθυνσης» ανέφερε χαρακτηριστικά.

Σύμφωνα μάλιστα με το Ινστιτούτο, οι ρυθμοί ανάπτυξης που καταγράφονται στο τρέχον διάστημα δεν είναι αυτοί που θα αναμένονταν για μια οικονομία που βγαίνει από την κρίση με δυναμικό τρόπο και εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό και από το θετικό εξωτερικό περιβάλλον της οικονομίας.

Όπως αναφέρει το ΙΟΒΕ, ο συνδυασμός των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που προγραμματίζονται και συστηματικής εποπτείας αντανακλά σαφές έλλειμμα εμπιστοσύνης. «Κρίθηκε, στη βάση και της εμπειρίας της εκτέλεσης των προγραμμάτων, πως η πρόσβαση σε επιπλέον πόρους και βαθμούς ελευθερίας μάλλον δεν θα οδηγούσε σε ανάπτυξη αλλά σε οπισθοδρόμηση, τόσο σε βραχύ όσο και σε μέσο ορίζοντα» τονίζεται.

Οι αναλυτές του ΙΟΒΕ προειδοποιούν ότι «στο βαθμό που θα αυξάνεται η εξάρτηση από τις αγορές, σταδιακά και σε βάθος δεκαετίας, οι σχετικές απαιτήσεις θα αυξάνονται κατακόρυφα».

«Καθυστερήσεις, αμφισημία και παλινδρομήσεις δεν θα έχουν μόνο ως επίπτωση σημαντικές καθυστερήσεις, όπως είχαν έως τώρα, αλλά ακαριαία και επώδυνη αύξηση του κόστους χρηματοδότησης για επιχειρήσεις και νοικοκυριά και απομάκρυνση των επενδυτών, άρα διαιώνιση της ύφεσης, ή έστω της στασιμότητας, και της ανεργίας» προειδοποιεί το ΙΟΒΕ.

Σύμφωνα με την έκθεση, η «ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία δεν καταστράφηκε, ούτε όμως μεταρρυθμίστηκε επαρκώς ώστε να έχει ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική». «Συνολικά, η κρίση δεν αντιμετωπίστηκε ως ευκαιρία για να θεμελιωθεί μια ‘’νέα’’ ελληνική οικονομία, ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα. Πλέον η κρισιμότητα κάθε απόφασης που θα λαμβάνεται από το καλοκαίρι και μετά αυξάνεται» επισημαίνεται από τους αναλυτές του Ιδρύματος.

Κατά τα άλλα σύμφωνα με την έκθεση:

•Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε στο πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους κατά 2,3%, 0,3 και δύο ποσοστιαίες μονάδες ταχύτερα από ότι το προηγούμενο τρίμηνο και το ίδιο τρίμηνο του 2017 αντίστοιχα. Η ανάπτυξη προήλθε από τη βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου, λόγω διεύρυνσης των εξαγωγών (+7,6%) και πτώσης των εισαγωγών (-2,8%). Οι επενδύσεις υποχώρησαν κατά 12,1%, εξέλιξη η οποία, όπως και η μεταβολή στις εισαγωγές, οφείλεται σε μάλλον πρόσκαιρο παράγοντα, την έντονη πτώση των εισαγωγών πλοίων. Η κατανάλωση των νοικοκυριών παρέμεινε σε πτωτική τροχιά για τρίτο τρίμηνο (-0,4%), ενώ αντιθέτως, η δημόσια κατανάλωση ενισχύθηκε οριακά (+0,3%).

•Επιτάχυνση ανάπτυξης στην Ελλάδα το 2018, στην περιοχή του 2,0%. Τόνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας από συνέχιση ανόδου των εξαγωγών (+7,0%). Αναμενόμενη σημαντική συμβολή και των επενδύσεων στην αύξηση του ΑΕΠ (+13%), σε εξωστρεφείς τομείς (μεταποιητικούς, τουρισμό, μεταφορές) και σε αποκρατικοποιήσεις – ιδιωτικοποιήσεις. Υποτονική συμβολή του ΠΔΕ για δεύτερο έτος. Ηπιότερη της αρχικά προβλεπόμενης ενίσχυση της κατανάλωσης των νοικοκυριών (+0,7%), παρά την κάμψη της ανεργίας, λόγω περιοριστικών πιέσεων από τα δημοσιονομικά μέτρα του 2018. Διεύρυνση δημόσιας κατανάλωσης (+1,5%), από συνέχιση δημοσιονομικής προσαρμογής κυρίως μέσω αύξησης των εσόδων.

•Επίτευξη ταμειακών στόχων Προϋπολογισμού στο πρώτο πεντάμηνο του 2018, κυρίως από υψηλότερα έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού. Οφείλεται κυρίως στα μεγαλύτερα των αναμενόμενων έσοδα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, κατά €462 εκατ., αλλά και στα περισσότερα καθαρά έσοδα του Τακτικού Προϋπολογισμού, κατά €372 εκατ. Υπέρβαση στόχου και στην πλευρά των δαπανών, αποκλειστικά από την υποϋλοποίηση του ΠΔΕ.

•Νέα κάμψη της ανεργίας στο τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου φέτος έναντι της αντίστοιχης περυσινής περιόδου, στο 21,2% από 23,3%. Αύξηση της απασχόλησης κυρίως στον τομέα της Υγείας, στη Γεωργία – δασοκομία – αλιεία και το Χονδρικό – Λιανικό Εμπόριο. Επισημαίνεται ότι το 43,2% της μείωσης προήλθε από συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού. Συνέχιση υποχώρησης το τρέχον έτος, από την ενίσχυση της απασχόλησης σε εξωστρεφείς τομείς (Μεταποίηση, Τουρισμός, Μεταφορές). Μεγαλύτερη από πέρυσι συμβολή στην απασχόληση από τον Κατασκευαστικό τομέα (ιδιωτικοποιήσεις, νέες οικοδομές). Διεύρυνση απασχόλησης, μόνιμης και προσωρινής, στο δημόσιο τομέα. Ακολούθως, στην περιοχή του 19,8% η ανεργία στο σύνολο του 2018.

•Επανακάμπτει με σταθερό, αν και αργό ρυθμό η εμπιστοσύνη προς το τραπεζικό σύστημα. Σε συνέχεια των θετικών αποτελεσμάτων του stress test των τραπεζών (Μάιος 2018), συνεχίζεται η αργή επιστροφή των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, η σταδιακή χαλάρωση των κεφαλαιακών περιορισμών, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών, πληρώντας τους σχετικούς στόχους, και η μείωση της εξάρτησης των τραπεζών από τη χρηματοδότηση του ELA. Μεγάλες προκλήσεις παραμένουν, όπως ο «ανθεκτικά» αρνητικός ρυθμός χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα από τις τράπεζες και το υψηλότερο κόστος νέου δανεισμού των επιχειρήσεων, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη.