ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΗΜΕΡΙΔΑΣ ΜΕ ΘΕΜΑ:

«ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ»

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ

Αθήνα 11-4-2016, ΥΠ.Π.Ε.Θ.-Αίθουσα «Γαλάτεια Σαράντη»

Η ομιλία του Παναγιώτη Κατσαρού, Διευθυντή του υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων:

Η χρήση των Τεχνολογιών της Πληροφορικής και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στην εκπαίδευση (την αρχική αλλά και τη διά βίου) μπορεί να συμβάλει στον λεγόμενο των πολιτών, δηλαδή την ικανότητά τους να κατανοούν την αναγκαιότητα των πληροφοριών, όπως επίσης να βρίσκουν, να αξιολογούν και να χρησιμοποιούν την καλύτερη και εγκυρότερη από αυτές, με τρόπο αποτελεσματικό.

Ο όρος «πληροφοριακός αλφαβητισμός» περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τον , η προώθηση του οποίου θεωρείται ουσιώδης προϋπόθεση για την καταπολέμηση του , δηλαδή του κενού ανάμεσα σε πολίτες και κοινωνικές ομάδες που ωφελούνται από τις ΤΠΕ και σε πολίτες και κοινωνικές ομάδες που δεν ωφελούνται από αυτές.

Το γεγονός ότι όλοι οι πολίτες μπορούν, δυνητικά, να έχουν πρόσβαση μέσω των ΤΠΕ σε κάθε πληροφορία δεν ισχύει, δυστυχώς, στην πράξη. Εκτός από τις διαφορές μεταξύ χωρών, ενδοκοινωνικό χάσμα παρατηρείται ακόμα και σε οικονομικά αναπτυγμένες κοινωνίες, το οποίο οφείλεται σε παράγοντες που σχετίζονται με την ηλικία, το επίπεδο εκπαίδευσης, το φύλο, τη φυλή, τις φυσικές αναπηρίες ή/και τις περιθωριακές κοινωνικές ομάδες.

Πληροφοριακά αναλφάβητοι μαθητές, φοιτητές και ενήλικες δεν θα είναι σε θέση να συμμετέχουν ισότιμα στην οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική δραστηριότητα της χώρας.

Η διαπίστωση αυτή αναδεικνύει την ανάγκη για άμεση ανάληψη δράσης και την χάραξη στρατηγικής και πολιτικών και για την αποτελεσματική ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στο Εθνικό Σύστημα Εκπαίδευσης και Κατάρτισης και την καλλιέργεια των ψηφιακών δεξιοτήτων και ικανοτήτων που είναι απαραίτητες στη σημερινή εποχή.

Σε γενικές γραμμές οι πληροφοριακές δεξιότητες των εκπαιδευομένων (μαθητών, φοιτητών ή εργαζόμενων) εξαρτώνται από το επίπεδό τους, τις πληροφοριακές τους ανάγκες και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τη διδασκαλία.

Τα παραπάνω αποτέλεσαν κεντρική θεματική στον Εθνικό και Κοινωνικό Διάλογο για την Παιδεία. Ειδικότερα, η Επιτροπή για την Ψηφιακή Εκπαίδευση διαμόρφωσε ένα κείμενο, για το όραμα, την ολιστική στρατηγική, τους επιχειρησιακούς στόχους και τα συνοδευτικά μέτρα, τη διακυβέρνηση και τους δείκτες αποτελέσματος, που προτείνει να περιλαμβάνονται στο εθνικό σχέδιο.

Έλαβε υπόψη τις επιμέρους πλευρές του θέματος όπως: την εκπαιδευτική διαδικασία, την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, το ψηφιακό εκπαιδευτικό περιεχόμενο, τις τεχνολογικές υποδομές και τα εργαλεία στα σχολεία.

Το σχολείο για το οποίο εργαζόμαστε, με την ενσωμάτωση της τεχνολογίας:

  • θα παρέχει πρόσβαση σε υψηλού επιπέδου εκπαίδευση για όλους τους μαθητές,

θα στοχεύει στη μείωση του ψηφιακού χάσματος που δημιουργείται σε κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο και

  • θα ενισχύει, μέσω κατάλληλης επιμόρφωσης και συνεχούς υποστήριξης, τους εκπαιδευτικούς να λειτουργήσουν σε μια ψηφιακά υποστηριζόμενη τάξη που θα αναβαθμίζει την εκπαιδευτική διαδικασία.

Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια σειρά από προκλήσεις: να μετασχηματίσουμε τον πληθωρισμό της πληροφορίας σε δημιουργικό κύμα, την αντιγραφή σε συνεργασία και κριτική σκέψη και την ανεύθυνη διαχείριση των προσωπικών δεδομένων σε ελεύθερες και περισσότερες επιλογές των χρηστών να οικοδομήσουν το δικό τους Διαδίκτυο.

Το ότι οι μαθητές έχουν εξοικειωθεί ως χρήστες με τη νέα τεχνολογία δεν συνεπάγεται ότι έχουν αποκτήσει τις απαραίτητες ψηφιακές δεξιότητες και ικανότητες. Είναι διαπιστωμένο το μεγάλο χάσμα ανάμεσα στους μαθητές που χρησιμοποιούν την τεχνολογία με ενεργητικό και δημιουργικό τρόπο για να ενισχύσουν τις γνώσεις και ικανότητες τους, και σε αυτούς που σχεδόν αποκλειστικά την χρησιμοποιούν ως παθητικοί καταναλωτές χωρίς κριτική σκέψη.

Ως κοινωνία έντασης γνώσης επιζητούμε από τα σχολεία να εκπαιδεύσουν τα παιδιά μας ώστε να γίνουν «κριτικοί» χρήστες και δημιουργοί στο online περιβάλλον, βοηθώντας τα να κάνουν τις σωστές επιλογές ώστε να αποφευχθούν βλαπτικές συνέπειες.

Ταυτόχρονα, αναμένουμε από το σύγχρονο σχολείο να ενσωματώσει τις ΤΠΕ στην εκπαιδευτική διαδικασία με τρόπο που να διασφαλίζει ότι το μάθημα, τόσο στην παρακολούθηση, όσο και στη μαθησιακή διάσταση, να καθίσταται πιο αποτελεσματικό και πιο κοντά σε αυτό που ο μαθητής αντιλαμβάνεται και χρησιμοποιεί στον ελεύθερο χρόνο του.

Η ανάλυση των στοιχείων από τα περισσότερα καλά παραδείγματα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών ή/ και χωρών του OECD, που αφορούν στη χρήση των ΤΠΕ στη σχολική εκπαίδευση, δείχνουν ότι στις χώρες αυτές έχει δοθεί έμφαση:

  • Στην επένδυση σε υποδομές σε εθνικό επίπεδο (ευρυζωνική πρόσβαση, cloud κ.λπ.) και στη χρήση ανοικτών τεχνολογιών και προτύπων,
  • Στην επένδυση σε υποδομές σε επίπεδο σχολικής μονάδας (εξοπλισμός στην τάξη, διαδραστικούς βιντεοπροβολείς, υπολογιστές, ταμπλέτες, εργαστήρια, υπολογιστών πολλαπλών χρήσεων, συστήματα ρομποτικής, τρισδιάστατοι εκτυπωτές & σαρωτές, κ.λπ.),
  • Στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, ακολουθώντας διαφορετικές προσεγγίσεις, όπως την επιμόρφωση στον χώρο δουλειάς, την εξ’ αποστάσεως επιμόρφωση, την επιμόρφωση σε ανοικτά πρότυπα και μεθοδολογίες, κλπ.
  • Στην ανάπτυξη εκπαιδευτικού υλικού βασισμένου σε ανοικτά πρότυπα, είτε κεντρικά είτε από ίδιους τους εκπαιδευτικούς, καθώς και τη διανομή του μέσω διασυνδεδεμένων και διαλειτουργικών εκπαιδευτικών αποθετηρίων.
  • Στην ανάπτυξη ηλεκτρονικών εργαλείων και υπηρεσιών υποστήριξης της μάθησης.
  • Η δεν ακυρώνει τις παραδοσιακές μεθόδους εκπαίδευσης, αλλά τις διευρύνει και τις ενδυναμώνει, καθώς δεν αφορά απλώς την εισαγωγή μιας νέας τεχνολογίας, αλλά προσεγγίζει με έναν νέο τρόπο τη διαδικασία της μάθησης.

H επίδραση που είχαν οι παραπάνω παρεμβάσεις στα αποτελέσματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι ενδιαφέρουσες και χρήζουν προσεκτικής ερμηνείας και κατανόησης.

Οι πολιτικές αλλά και οι τάσεις όπως καταγράφονται σε διεθνείς εκθέσεις δίνουν περισσότερη έμφαση στην προστιθέμενη αξία που οι ΤΠΕ μπορούν να φέρουν στην εκπαίδευση και τη μαθησιακή διαδικασία και ως αποτέλεσμα δίνουν περισσότερη προσοχή στην ανάπτυξη ψηφιακών μαθησιακών πηγών και την εμπλοκή των καθηγητών τόσο στην ανάπτυξη του υλικού όσο και στην αποδοχή και στήριξη της ευρύτερης προσπάθειας.

Η συζήτηση πάντως έχει μεταφερθεί από το αν θα χρησιμοποιήσουμε τεχνολογία στην εκπαίδευση, στο πώς θα τη χρησιμοποιήσουμε.

Η πρόοδος που έχει επιτευχθεί τόσο σε τεχνολογικό επίπεδο, όσο και στις γνωσιακές επιστήμες, έχουν βελτιώσει την κατανόησή μας για το πως μαθαίνουμε μέσω της τεχνολογίας και ποιες παράμετροι είναι σημαντικές σε αυτή τη διαδικασία. Επίσης, έχουν αποσαφηνιστεί σε μεγάλο βαθμό οι δεξιότητες και ικανότητες που πρέπει να διαθέτουν οι νέοι ώστε να επιτύχουν τόσο προσωπικά όσο και εργασιακά στον 21ο αιώνα.

Η σημερινή ημερίδα που οργανώνεται από την Δ/νση Ευρωπαϊκών και Διεθνών θεμάτων σε συνεργασία με το Institute for Prospective Technological Studies του Joint Research Center (JRCIPTS, Σεβίλλη Ισπανίας) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στοχεύει στην ενημέρωση και ανταλλαγή απόψεων καθώς και στην αξιοποίηση της ευρωπαϊκής εμπειρίας. Το εν λόγω Ινστιτούτο εξειδικεύεται στον τομέα αυτό και προσφέρει τεχνογνωσία στα κράτη-μέλη της Ε.Ε.

Ευχαριστούμε ιδιαιτέρως τον κ. ΚΑΜΠΥΛΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ (Ph.D., Research Fellow European Commission, DGJRC, Institute for Prospective Technological Studies (IPTS) για την πρωτοβουλία του να μας παρουσιάσει τα πορίσματα της έρευνας του Ινστιτούτου JRC-IPTS της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ειδικότερα του Information Society Unit, σχετικά με τις νέες τεχνολογίες στην Εκπαίδευση και Κατάρτιση και την καλλιέργεια των ψηφιακών δεξιοτήτων που είναι απαραίτητες στον 21ο αιώνα.

Η ημερίδα απευθύνεται στο στελεχικό δυναμικό του ΥΠ.Π.Ε.Θ., σε φορείς υλοποίησης εθνικών πολιτικών στον τομέα των ψηφιακών δεξιοτήτων, καθώς επίσης και σε εκπαιδευτικούς που δρουν ως πολλαπλασιαστές της ψηφιακής πολιτικής και των καλών πρακτικών.

Καλή επιτυχία στις εργασίες σας και αναμένουμε τα συμπεράσματα της ημερίδας και τις προτάσεις σας για συνέργειες και τις δυνατότητες συνεργασίας με το JRCIPTS στην εισαγωγή των Τ.Π.Ε. στο Εθνικό Σύστημα Εκπαίδευσης και Κατάρτισης.