: Την περασμένη Τετάρτη, η πτώση των τιμών του κάτω από τα 100 δολάρια το βαρέλι προκάλεσε μία μικρή ανακούφιση για τους καταναλωτές.

Η ανακούφιση, όμως, ήταν πρόσκαιρη καθώς τη μικρή μείωση στη μέση τιμή της τις τελευταίες ημέρες, που παραμένει πάντως πάνω από τα 2 ευρώ θα ακολουθήσει και νέα άνοδος την ερχόμενη εβδομάδα μετά την αύξηση της τιμής του μπρεντ στα 107-108 δολάρια την Πέμπτη και την Παρασκευή.

Τα μηνύματα για την πορεία των διεθνών τιμών του πετρελαίου δεν επιτρέπουν δυστυχώς κάποια ιδιαίτερη αισιοδοξία για σημαντική αποκλιμάκωση των τιμών στην αντλία.

Ακόμη και αν ο πόλεμος στην Ουκρανία τερματισθεί σύντομα, μέσα από τις διαπραγματεύσεις Ουκρανίας και Ρωσίας, κάτι που φυσικά είναι αβέβαιο, οι τιμές δεν θα επανέλθουν στα επίπεδα των προηγούμενων ετών. Και αυτό, γιατί είναι αβέβαιο αν οι κυρώσεις θα αρθούν αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου αλλά και επειδή τις υψηλές τιμές τις θέλει ο ΟΠΕΚ, ο οποίος συνεργάζεται στενά με τη Ρωσία και άλλες πετρελαιοπαραγωγές χώρες, για να κρατά τεχνητά χαμηλή την προσφορά του «μαύρου χρυσού».

Οι προβλέψεις της Αμερικανικής Υπηρεσίας Ενεργειακής Πληροφόρησης και της ΕΚΤ

Η αμερικανική Υπηρεσία Ενεργειακής Πληροφόρησης προέβλεψε στις 3 Μαρτίου μία μέση τιμή 116 δολάρια για το μπρεντ στο δεύτερο τρίμηνο του 2022. Αντίστοιχα, η Morgan Stanley αναθεώρησε ανοδικά την πρόβλεψή της στα 120 δολάρια για το τρίτο τρίμηνο του έτους και η Goldman Sachs προειδοποίησε ότι η μείωση των τιμών μπορεί να μην είναι βιώσιμη.

Απαισιόδοξες είναι και οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία στις προβλέψεις που έκανε στις 10 Μαρτίου για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη έλαβε υπόψη μία μέση τιμή πετρελαίου για το 2022 στα 92,6 δολάρια.

Ο ΟΠΕΚ ωθεί τις τιμές υψηλά

Η ανοδική πορεία του πετρελαίου είχε ξεκινήσει από το 2021, όταν η παγκόσμια ζήτηση ανέκαμψε μετά την πανδημία και ο ΟΠΕΚ αποφάσισε να κρατήσει σε χαμηλά επίπεδα την παραγωγή του, οδηγώντας σε μία υπερβάλλουσα ζήτηση που ωθεί τις τιμές ανοδικά.

Οι πιέσεις που δέχθηκε από τα τέλη του 2021 η Σαουδική Αραβία – η χώρα με τις μεγαλύτερες εξαγωγές πετρελαίου και άτυπη ηγέτης του ΟΠΕΚ – από τον Αμερικανό πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, να αυξήσει την παραγωγή της, δεν έφεραν αποτέλεσμα.

Ακόμη και μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, όταν η ανεπάρκεια της προσφοράς έγινε εντονότερη καθώς πολλές εταιρείες αποφεύγουν να αγοράσουν ρωσικό πετρέλαιο, η Σαουδική Αραβία και ο ΟΠΕΚ επέμειναν στην άκαμπτη θέση τους.

Στο ανακοινωθέν που εκδόθηκε στις 2 Μαρτίου, μετά τη σύνοδο του ΟΠΕΚ ανέφερε ότι «οι τρέχουσες θεμελιώδεις συνθήκες στην αγορά πετρελαίου και η συναίνεση για τις προοπτικές της δείχνουν μία καλά ισορροπημένη αγορά και ότι η τρέχουσα μεταβλητότητα δεν προκαλείται από αλλαγές στα θεμελιώδη δεδομένα αλλά στις τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις».

Η ανισορροπία στην αγορά

Στον ΟΠΕΚ απάντησε ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ), απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του για μία ισορροπημένη αγορά. Όπως σημείωσε στο μηνιαίο δελτίο του, οι κυρώσεις στη Ρωσία έχουν φοβίσει τους αγοραστές που δεν προχωρούν σε νέες συναλλαγές με τη Μόσχα.

Προβλέπει δε ότι από τον Απρίλιο θα λείπουν τρία εκατομμύρια βαρέλια ρωσικού πετρελαίου από την αγορά, ενώ η μείωση της ζήτησης λόγω της αναμενόμενης επιβράδυνσης της ανάπτυξης, θα είναι πολύ μικρότερη, περίπου 1 εκατ. βαρέλια το 2022. Επομένως, η ανισορροπία στην αγορά θα συνεχισθεί και προφανώς και οι υψηλές τιμές.

«Το ρωσικό πετρέλαιο συνεχίζει να ρέει επί του παρόντος λόγω συμφωνιών που είχαν γίνει πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά οι νέες συναλλαγές έχουν ουσιαστικά παγώσει. Το πετρέλαιο των Ουραλίων προσφέρεται με έκπτωση – ρεκόρ, αλλά με περιορισμένες αγορές έως τώρα», σημειώνει ο ΙΕΑ.

«Τα διυλιστήρια, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, πασχίζουν να βρουν εναλλακτικές προμήθειες και διατρέχουν τον κίνδυνο να μειωθεί η δραστηριότητά τους την ώρα που η πολύ σφιχτή αγορά πετρελαίου συνεχίζει να πλήττει τους καταναλωτές», αναφέρει σε άλλο σημείο της ανακοίνωσής του ο ΙΕΑ.