Οι , καθώς η αύξηση του κόστους δανεισμού και η προοπτική επιβράδυνσης της οικονομίας φαίνεται ότι επιδρούν αρνητικά στην «χρυσή» αγορά του real estate, η οποία άνθισε ιδίως την περίοδο της πανδημίας.

Ειδικότερα, δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και στο Μανχάταν, μία από τις πλέον «ανθεκτικές» περιοχές του πλανήτη, οι τιμές των διαμερισμάτων σημείωσαν την πρώτη μείωση έπειτα από το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης του κορωνοϊού, δηλαδή από το β’ τρίμηνο του 2020.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του δ’ τριμήνου του 2022, οι τιμές στα διαμερίσματα της δημοφιλούς συνοικίας της Νέας Υόρκης κατέγραψαν κάμψη της τάξης του 5,5% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021.

Οι ειδικοί εξηγούν ότι η αποκλιμάκωση των τιμών εδράζεται κατά κύριο λόγο στη χαμηλότερη ζήτηση, η οποία με τη σειρά της ερμηνεύεται από την αύξηση των επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας -και κατ’ επέκταση την αύξηση του κόστους των στεγαστικών δανείων.

Ας μην ξεχνάμε ότι οι κεντρικές τράπεζες σε Ευρώπη και Αμερική έχουν προβεί σε διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων τους τελευταίους μήνες, σε μια προσπάθεια αναχαίτισης του υψηλού πληθωρισμού. Μάλιστα, όπως όλα δείχνουν, οι παρεμβάσεις θα συνεχιστούν και στις αρχές του 2023.

Στις τράπεζες του Μανχάταν, για παράδειγμα, το μέσο επιτόκιο ενός 30ετούς στεγαστικού δανείου κυμαίνεται αυτήν τη στιγμή στο 7,08%, ενώ το ποσοστό όσων αγοραστών δεν καταφεύγουν σε τραπεζική δανειοδότηση (χρησιμοποιούν μετρητά) βρίσκεται άνω του 55% –το υψηλότερο επίπεδο από το 2014.

Την ίδια στιγμή, η προοπτική επιβράδυνσης της ανάπτυξης (ή και συρρίκνωσης του ΑΕΠ σε ορισμένες χώρες) έρχεται να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση στην αγορά ακινήτων, υπονομεύοντας τη διάθεση των καταναλωτών για νέα deals.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι αγοραπωλησίες ακινήτων στο Μανχάταν ανήλθαν σε μόλις 2.546 στο δ’ τρίμηνο, ένας αριθμός μειωμένος κατά σχεδόν 30% τόσο έναντι του γ’ τριμήνου του 2022 όσο και έναντι του δ’ τριμήνου του 2021.

Από την άλλη πλευρά, οι ειδικοί δεν βιάζονται να μιλήσουν για «διόρθωση» στην αγορά, δεδομένου ότι οι τιμές -παρότι έχουν υποχωρήσει από τα πρόσφατα ιστορικά υψηλά- παραμένουν υψηλότερες κατά 10% σε σχέση με τα τέλη του 2019. «Πρόκειται για μια ήπια πτώση στις τιμές, αλλά όχι για μια διόρθωση» εξηγεί ο Τζόναθαν Μίλερ, ο οποίος είναι ιδιοκτήτης της εταιρείας real estate Miller Samuel.

Ταυτόχρονα, τα αδιάθετα ή προς πώληση ακίνητα, παρότι αυξήθηκαν κατά 5,1% σε ετήσιο επίπεδο, εντούτοις παραμένουν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα (6.523 κατοικίες) σε σχέση με την προ-πανδημίας περίοδο.

Η κατάσταση στην Ευρώπη

Στην Ευρώπη, η κατάσταση είναι κάπως διαφορετική, καθώς στις χώρες εκτός του ευρώ παρατηρείται μια εντονότερη καθίζηση των τιμών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Σουηδίας, όπου οι τιμές υπολείπονται κατά 17% σε σχέση με την περασμένη άνοιξη, όταν είχαν εκτοξευτεί σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Πρόκειται για τη χειρότερη «διόρθωση» από τη δεκαετία του ‘90.

Σε αρνητικό έδαφος βρίσκονται οι τιμές και σε Δανία, Νορβηγία και Φινλανδία, παρότι η πτώση στις εν λόγω χώρες είναι σαφώς ηπιότερη.

Όσον αφορά την Ευρωζώνη, προς το παρόν, δεν έχει παρατηρηθεί μια αισθητή υποχώρηση των τιμών. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η άνοδος βρίσκεται σε τροχιά επιτάχυνσης. Το αντίθετα, μάλιστα, η αύξηση στις τιμές τελεί σε πορεία επιβράδυνσης, δηλαδή γίνεται ολοένα και ασθενέστερη.

H ξεχωριστή περίπτωση της Ελλάδας

Όσον αφορά την Ελλάδα, πάντως, η δυναμική των ακινήτων παραμένει ισχυρή, όπως καταδεικνύουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας (+11,2% οι τιμές στο γ’ τρίμηνο), κάτι το οποίο οφείλεται αφενός στη μεγάλη καθίζηση της πολυετούς οικονομικής κρίσης, αφετέρου στην ισχυρή ζήτηση που παρατηρείται στις τουριστικές περιοχές.

Και μην ξεχνάμε ότι τόσο τις νέες οικιστικές αναπτύξεις, όπως για παράδειγμα το Ελληνικό, οι οποίες προσελκύουν το ενδιαφέρον επενδυτών, όσο και το παλιό και «κουρασμένο» απόθεμα οικιστικών ακινήτων, χαμηλής ενεργειακής αποδοτικότητας, το οποίο σταδιακά αντικαθίσταται είτε από νεόδμητα διαμερίσματα υψηλότερων προδιαγραφών, είτε από πλήρως ανακαινισμένα και πιο ελκυστικά σπίτια.